Ως κριτική του κειμένου ορίζεται η επιστήμη που σκοπό έχει να ανακαλύψει και να αποκαταστήσει κατά το δυνατόν, τυχόν λάθη, ώστε να παρουσιάσει ένα κείμενο όσο γίνεται πιο όμοιο με το πρωτότυπο.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σε ότι αφορά κείμενα μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, ένα τυπωμένο αντίγραφο είναι υπό κανονικές συνθήκες ένα από τα πολλά πανομοιότυπα αντίγραφα που δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα. Όμως και πάλι, όταν ένα κείμενο είναι αληθινά σημαντικό, ο ιστορικός οφείλει να το ελέγξει ώστε να είναι βέβαιος για την πιστότητά του.
Πολύ πιο πολύπλοκο γίνεται αυτό το έργο όταν αφορά σε κείμενα που παραδόθηκαν μέσω της χειρόγραφης παράδοσης πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας και ιδιαίτερα σε κείμενα της αρχαιότητας. Η επιστήμη της Κριτικής των κειμένων που λέγεται και Φιλολογική κριτική, επιτελεί ένα πολύ σημαντικό έργο, αφού τα υπάρχοντα χειρόγραφα προέρχονται από τα πρωτότυπα με τη μεσολάβηση ενός αγνώστου αριθμού ενδιαμέσων αντιγράφων και γι' αυτό είναι συζητήσιμη η πιστότητα τους.
Η ανάπτυξη της Θεωρίας της Κριτικής του κειμένου
Η εμφάνιση των πρώτων έντυπων εκδόσεων του Κικέρωνα στα 1465, σήμαινε ότι για πρώτη φορά, το μέλλον των κλασικών κειμένων ήταν πια εξασφαλισμένο. Όμως, ένα σημαντικό πρόβλημα παρουσιάστηκε: ο τυπογράφος για την πρώτη έκδοση ενός κλασικού έργου χρησιμοποίησε το πιο συνηθισμένο αντίγραφο της εποχής του και όσο αυτό ανατυπωνόταν απαράλλακτο, δημιουργούνταν σταδιακά η εντύπωση ότι αυτό είναι το πλέον επίσημο και παραδεκτό κείμενο. Αυτή η αντιμετώπιση οδήγησε σε έναν συντηρητισμό που καθιστούσε δύσκολη την απόρριψη του και την αντικατάσταση του με κείμενο ριζικά ανανεωμένο.
Αν και οι διορθωτικές προσπάθειες ποτέ δεν είχαν πάψει, μόνο η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της διορθωτικής κριτικής και γενικά η πρόοδος της φιλολογίας, έδωσε τη δυνατότητα στους κριτικούς να επιχειρήσουν την εξάλειψη των φθορών που είχαν τα κείμενα. Το ξεκίνημα για μια επιστημονικότερη κριτική του κειμένου ήταν ουσιαστικά, η αποδέσμευση από την άποψη που θεωρούσε ότι η χρησιμοποίηση χειρογράφων ήταν απομάκρυνση από παράδοση και όχι επιστροφή σ' αυτήν.
Ήταν όμως μια εποχή δύσκολη καθώς οι πιο πολλές βιβλιοθήκες δεν είχαν καταρτίσει καταλόγους των χειρογράφων τους, τα ταξίδια ήταν δύσκολα, η φωτογραφία άγνωστη και η παλαιογραφία στα πρώτα της βήματα. Έτσι, οι λόγιοι ανέτρεχαν σε χειρόγραφα που είχαν βρεθεί, σε περιπτώσεις που το κείμενο ήταν ολοφάνερα προβληματικό.
Η πρώτη σημαντική ώθηση δόθηκε από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης, σε μια εποχή που το Textus Receptus (= παραδεδεγμένο κείμενο, όπως ονομάζεται η έκδοση του 1633 που αποτελεί μεγάλο σταθμό στην ιστορία των εκδόσεων της Κ.Δ.) είχε περιβληθεί με κύρος και ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί.
Η προσπάθεια βελτίωσής του κειμένου της Κ.Δ., ξεκίνησε από τον Richard Bentley (1662-1742) και κυρίως από τον Bengel (1734), που πρώτος εισήγαγε συστηματικά την ταξινόμηση των χειρογράφων κατά γεωγραφικές περιοχές καθώς, με την διαρκή συγκομιδή γραφών από νέα χειρόγραφα κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, έγινε επιτακτικότερη η ανάγκη για μια έγκυρη μέθοδο που θα βοηθούσε στον διαχωρισμό των σημαντικών χειρογράφων.
Σταδιακά, η γενεαλογική μέθοδος του Bengel υιοθετήθηκε από τους κλασικούς φιλολόγους και απέδωσε καρπούς κατά τη δεκαετία 1830-1840 οπότε ο Lachmann, προετοιμάζοντας το έδαφος για την έκδοση της Καινής Διαθήκης, δημοσίευσε μια διεξοδικότερη παρουσίαση των κανόνων του Bengel για την επιλογή των διαφορετικών γραφών.
Το 1831 ο Carl Zumpt, στην έκδοση των In Verrem του Κικέρωνα, δημοσίευσε το πρώτο γενεαλογικό στέμμα δίνοντας έτσι και το όνομα αυτό στη στεμματική μέθοδο ( ή στέμμα των χειρογράφων, δηλ. το δέντρο στο οποίο απεικονίζονται οι σχέσεις των διαφόρων χειρογράφων μεταξύ τους), την οποία τελειοποίησαν και επέβαλαν οι κριτικές εκδόσεις των Ritschl και Madvig στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η έννοια του λάθους
Η πείρα της επιστήμης της "Κριτικής των Κειμένων", έχει δείξει πως αντιγραφή σημαίνει λάθη, που θεωρούνται μάλιστα, σχεδόν αναπόφευκτα.
Σε όλες τις εποχές υπάρχουν άνθρωποι πού γράφουν δυσανάγνωστα, άλλα υπάρχουν εποχές που και η γραφή είναι δυσανάγνωστη όπως για παράδειγμα οι τύποι της επισεσυρμένης γραφής των ελληνικών και λατινικών κειμένων. Με βάση αυτούς αλλά και άλλους παράγοντες, η αξιοπιστία των χειρογράφων ως φορέων των αρχικών κειμένων ποικίλλει. Όλα ως έναν βαθμό έχουν υποστεί αλλοιώσεις κατά τη διαδικασία της παράδοσης, όχι μόνο από υλικές φθορές (χειρόγραφο παραμελημένο, κατεστραμμένο ή δυσανάγνωστο) ή από αθέλητα σφάλματα των αντιγραφέων (από κούραση, ελλιπή κατάρτιση, αυθαίρετες αλλαγές λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης) αλλά και από επεμβάσεις εσκεμμένες.
Για παράδειγμα, αυτόγραφα χειρόγραφα Ελλήνων και Λατίνων κλασικών δεν υπάρχουν, ούτε και αντίγραφα που να έχουν παραβληθεί με τα πρωτότυπα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν αντίγραφα που παραδίδουν διαφορετικές μεταξύ τους γραφές και παραλλαγές, ανάμεσα στις όποιες πρέπει ο ειδικός επιστήμονας να διαλέξει την ορθότερη.
Ασφαλώς, προβλήματα υπάρχουν ακόμα και σε τυπωμένα κείμενα που εκδόθηκαν όσο ακόμα ζούσε ο συγγραφέας τους και μάλιστα με τη συγκατάθεση του. Κι αυτό όμως δεν είναι αρκετή εγγύηση για την αυθεντικότητα τους αφού υπήρξαν περιπτώσεις που διορθωτές τροποποίησαν κατά βούληση τα κείμενα, χωρίς να υπολογίζονται τα συνηθισμένα τυπογραφικά λάθη. Για τους λόγους αυτούς ο ιστορικός δεν πρέπει να εμπιστεύεται καμιά έκδοση χωρίς προηγουμένως να την εξετάσει ώστε να κάνει τις επιλογές με βάση την δική του έρευνα. Η κάθε επιλογή βέβαια, παρουσιάζει ποικίλα μεθοδολογικά προβλήματα τα οποία καλείται η κριτική των κειμένων να λύσει κατά το δυνατό.
Έμμεσες παραδόσεις κειμένων
Όταν μιλάμε για έμμεση παράδοση κάποιου κειμένου, αναφερόμαστε σε κείμενα που έχουν διασωθεί μόνο από παραθέσεις, σχόλια ή μεταφράσεις. Η έμμεση παράδοση αποκαλύπτει ποια ήταν η κατάσταση του κειμένου σε μια δεδομένη εποχή και σε ένα δεδομένο περιβάλλον, και αυτές οι πληροφορίες ενδέχεται να έχουν αποφασιστική σημασία για την κριτική καθώς μπορεί να παραδίδουν γραφές άγνωστες που αξίζει να ληφθούν υπόψη.
Η έμμεση παράδοση πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή καθώς τα παραθέματα μπορεί να έχουν αλλοιωθεί:
- είτε επειδή ο συγγραφέας τα παραθέτει από μνήμης (π.χ. αρχαία χειρόγραφα σε μορφή κυλίνδρου δεν προσφέρονταν για γρήγορη επαλήθευση)
- είτε γιατί οι αντιγραφείς, γνωρίζοντας το χωρίο, το προσαρμόζουν στη μορφή που τους είναι περισσότερο οικεία, αδιαφορώντας για τη μορφή που είχε υιοθετήσει ο συγγραφέας
- είτε γιατί επαληθεύουν το παράθεμα παραβάλλοντας το με κάποιο χειρόγραφο και το διορθώνουν.
Ως γενική αρχή, προκύπτει πως η παραλλάσσουσα γραφή σε κάποιο παράθεμα ενδέχεται να είναι σωστή μόνο αν σκοπός του παραθέματος ήταν να υπογραμμίσει ή να ερμηνεύσει τις παραλλάσσουσες λέξεις ή φράσεις. Αντιθέτως, αν η παραλλαγή είναι τυχαία μέσα στο παράθεμα, τότε πιθανότερο είναι να οφείλεται σε απλή παραδρομή της μνήμης.
Είναι βέβαιο πως παρά την χρησιμότητα της, η έμμεση παράδοση μπορεί να έχει μόνο βοηθητικό ρόλο, μια και ο κύριος στόχος της κριτικής είναι τα κείμενα που έχουν άμεση παράδοση.
Ταξινόμηση του υλικού
Η διερεύνηση των πηγών
Κείμενο που σώζεται σε ένα μόνο αντίγραφο
Κείμενο που σώζεται σε πολλά αντίγραφα
Χρονολόγηση και αξία του κειμένου
Τόπος καταγωγής του κειμένου
Προσδιορισμός της πατρότητας του κειμένου
Αξιοπιστία του Συγγραφέα και ακρίβεια του κειμένου
Γενεαλογία των αντιγράφων
Η Στεμματική θεωρία
Περιορισμοί της Στεμματικής Μεθόδου
Ανίχνευση των λαθών
Ταξινόμηση των σφαλμάτων
Οι παρεμβολές
Πλαστογραφήσεις
Φθορές
Διόρθωση των λαθών
Εξέταση των γραφών
Επιλογή ανάμεσα σε διαφορετικές γραφές
Εικασία
Ερμηνεία του κειμένου
Γλώσσα
Κοινωνικές συμβάσεις
Προετοιμασία της κριτικής εκδόσεως
Wikiwand in your browser!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.