From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κρίστοφ Γκράουπνερ (Christoph Graupner, Κίρχμπεργκ 13 Ιανουαρίου 1683 – Ντάρμστατ 10 Μαΐου 1760) ήταν Γερμανός συνθέτης και κλειδοκυμβαλίστας του ύστερου Μπαρόκ. Παρόλο που υπήρξε εξαιρετικά παραγωγικός επισκιάστηκε από τους, συγχρόνους με αυτόν, μεγάλους συνθέτες του καιρού του και τα έργα του βγήκαν από την αφάνεια μόλις στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα.
Κρίστοφ Γκράουπνερ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Christoph Graupner (Γερμανικά) |
Γέννηση | 13 Ιανουαρίου 1683[1][2][3] Κίρχμπεργκ |
Θάνατος | 10 Μαΐου 1760[1][2][3] Ντάρμστατ[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[5] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[6] |
Σπουδές | Σχολή του Αγίου Θωμά στη Λειψία[7][6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[6] τσεμπαλίστας[6] |
Εργοδότης | Oper am Gänsemarkt (1707–1709)[6] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | court chapel master (από 1711)[6] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκράουπνερ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Κίρχμπεργκ της Σαξονίας και, συγκεκριμένα, στο προάστιο του Χάρτμανσντορφ (Hartmannsdorf bei Kirchberg), το 1683. Έλαβε την πρώτη μουσική διδασκαλία από έναν θείο του, τον οργανίστα Νικολάους Κούεστερ (Nicolaus Kuester). Μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου σπούδασε νομικά (όπως και πολλοί συνθέτες της εποχής) και, στη συνέχεια, ολοκλήρωσε τις μουσικές του σπουδές με τον Σέλε (Schelle) [8] και τον πολυμαθή Γιόχαν Κούναου (Johann Kuhnau), κάντορα στην περίφημη Σχολή του Αγίου Θωμά της πόλης (Thomasschule).
Το 1706, λόγω της απειλούμενης εισβολής των Σουηδών [9] ο Γκράουπνερ έφυγε από τη Λειψία για να παίξει τσέμπαλο στην ορχήστρα της Όπερας του Αμβούργου υπό την καθοδήγηση του Ράινχαρτ Κάιζερ (Reinhard Keizer),[8] μαζί με τον Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ νεαρό βιολονίστα, τότε. Εκτός από εκτελεστής, ο Γκράουπνερ συνέθεσε έξι όπερες στο Αμβούργο, μερικές από αυτές σε συνεργασία με τον Κάιζερ, δημοφιλή συνθέτη οπερών στη Γερμανία. Το 1709, αποδέχθηκε τη θέση του υποδιευθυντή ορχήστρας στην υπηρεσία του λαντγράβου της Έσης-Ντάρμστατ και, το 1711, έγινε διευθυντής ορχήστρας της Αυλής (Hofkapellmeister), μετά τον θάνατο του Μπρίγκελ (Briegel).[8] Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας του, όπου η κύρια αρμοδιότητά του ήταν να συνθέτει μουσική. Πέθανε τυφλός, το 1760.
Ο Γκράουπνερ έπαιξε, άθελά του, βασικό ρόλο στην ιστορία της μουσικής. Τα αβέβαια οικονομικά στο Ντάρμστατ, κατά τη δεκαετία του 1710, οδήγησαν στην υποβίβαση της μουσικής ζωής στην πόλη. Η όπερα ήταν κλειστή και πολλοί μισθοί των αυλικών μουσικών καθυστερούσαν (συμπεριλαμβανομένου του Γκράουπνερ). Μετά από πολλές προσπάθειες να πληρωθεί και έχοντας πολλά παιδιά και μια σύζυγο να στηρίξει, το 1723, υπέβαλε αίτηση για τη θέση του κάντορα στη Λειψία, το πόστο με το μεγαλύτερο κύρος στη Γερμανία της εποχής εκείνης. Ο Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν ήταν η πρώτη επιλογή γι’ αυτή τη θέση, αλλά αποσύρθηκε διότι εξασφάλισε αύξηση μισθού στο Αμβούργο όπου βρισκόταν. Το έργο που παρουσίασε ο Γκράουπνερ στην οντισιόν του, ήταν ένα Magnificat, δομημένο στο στυλ του δασκάλου, μέντορα και προκατόχου του, Κούναου, πού του εξασφάλισε τη θέση. Ωστόσο, ο πάτρονας τού Γκράουπνερ στο Ντάρμστατ δεν τον απελευθέρωσε από τη σύμβασή του, καθώς πληρώθηκαν τα δεδουλευμένα, ενώ ο μισθός του αυξήθηκε και θα παρέμενε στο προσωπικό της Αυλής ακόμη και αν διαλυόταν το μουσικό παρεκκλήσιο. Με τόσο ευνοϊκούς όρους, όπως είναι λογικό, ο Γκράουπνερ παρέμεινε στο Ντάρμσταντ, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον Μπαχ -μόλις δύο χρόνια νεότερος του Γκράουπνερ- , που έμελε να γίνει ο Μεγάλος Κάντορας της Λειψίας.
Όταν άκουσε ότι, ο Μπαχ ήταν η επιλογή για τη Λειψία, στις 4 Μαΐου 1723 ο Γκράουπνερ έγραψε ευγενικά στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης, διαβεβαιώνοντάς το ότι, ο Μπαχ «είναι μουσικός εξίσου δυνατός στο εκκλησιαστικό όργανο όσο και ειδικός στα εκκλησιαστικά έργα και εκείνα του παρεκκλησίου» και ο άνθρωπος που «θα εκτελέσει ειλικρινά και σωστά τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί».[10]
Μετά τον θάνατό του, τα έργα του Γκράουπνερ έπεσαν στην αφάνεια για διάφορους λόγους. Τα χειρόγραφά του έγιναν αντικείμενο μακράς νομικής διαμάχης μεταξύ των κληρονόμων του και των ηγεμόνων της Έσσης-Ντάρμσταντ. Μια οριστική δικαστική απόφαση αρνήθηκε την ιδιοκτησία του Γκράουπνερ πάνω στα χειρόγραφα μουσικής. Οι κληρονόμοι δεν μπόρεσαν να λάβουν άδεια για να πουλήσουν ή να δημοσιεύσουν τα έργα του, οπότε αυτά παρέμεινα απρόσιτα στο κοινό. Αλλά και οι δραματικές αλλαγές στο ύφος της εποχής είχε μειώσει το ενδιαφέρον για τη μουσική του Γκράουπνερ. Βλέποντας τη θετική πλευρά, όμως, η κατοχή του μουσικού περιουσιολογίου του Γκράουπνερ από τον λαντγράβο της Έσσης-Ντάρμσταντ εξασφάλισε τη διάσωσή του, εν συνόλω.
Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στη μεταθανάτια αφάνεια του Γκράουπνερ ήταν ότι, σε αντίθεση με τον Μπαχ, ο Γκράουπνερ είχε πολύ λίγους μαθητές -εκτός του Γιόχαν Φρίντριχ Φας (Johann Friedrich Fasch)- για να συνεχίσουν τη μουσική του κληρονομιά. Ο Γκράουπνερ, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά είναι: «ένα από αυτά τα ατυχή θύματα της μοίρας και της περίστασης -ένας σύγχρονος των Μπαχ, Χέντελ, Τέλεμαν, κ.λπ., ο οποίος παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό -και αδικαιολόγητα- παραμελημένος».[11]
Η μουσική του Γκράουπνερ απολαμβάνει μια αναβίωση η οποία οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις επίπονες ερευνητικές προσπάθειες πολλών μουσικολόγων, ερμηνευτών και αρχιμουσικών. Ξεκινώντας από τις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισε η έρευνα με τη μελέτη του Βίλιμπαλντ Νάγκελ (Willibald Nagel) για τις συμφωνίες (sinfonias) του Γκράουπνερ. Στη δεκαετία του 1920, ο Φρίντριχ Νόακ (Friedrich Noack) δημοσίευσε την έρευνά του σχετικά με τις καντάτες του συνθέτη. Ο περίφημος εκδοτικός οίκος «Baerenreiter» δημοσίευσε αρκετές συμφωνίες και μία εισαγωγή (ouverture) στη δεκαετία του 1950.[12]
Ωστόσο, οι περισσότερες προσπάθειες για την αναβίωση των έργων του Γκράουπνερ έγιναν από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, από διάφορους ερευνητές και μουσικολόγους, οι οποίοι ανέλαβαν να μελετήσουν διεξοδικά τη μουσική του. Επίσης, δημοσιεύτηκαν λεπτομερή άρθρα και μελέτες για τα έγγραφα και τα αρχεία στην Αυλή του Ντάρμστατ, διαφωτίζοντας άγνωστες πτυχές της ζωής του συνθέτη. Τρεις διατριβές ήταν πολύ σημαντικές: Η μελέτη του Φολ (H. Cutler Fall) για τις καντάτες των παραμονών του Πάσχα, η μελέτη του Σμιτ (Rene Schmidt) για τις Χριστουγεννιάτικες καντάτες και η μελέτη του Βίκερ (Vernon Wicker) για τις καντάτες για σόλο μπάσα. Ο Γκρόσπιτς (Christoph Grosspietsch) δημοσίευσε μια εκτεταμένη μελέτη των εισαγωγών του Γκράουπνερ, το 1994.
Παρά τη διεξοδική έρευνα, υπήρχαν σχετικά λίγες ηχογραφήσεις έργων του Γκράουπνερ. Αυτό άρχισε να αλλάζει το 1998, όταν η Hermann Max δημιούργησε ένα CD με έργα του συνθέτη. Η τσεμπαλίστα από το Μόντρεαλ, Ζενεβιέβ Σολί, (Geneviève Soly) βρήκε ένα χειρόγραφο του Γκράουπνερ στο Πανεπιστήμιο Yale, το 2000 ,και άρχισε να παίζει και να ηχογραφεί έργα του.[13] Τον Απρίλιο του 2005, ο οίκος «Carus Music» δημοσίευσε θεματικό κατάλογο της ενόργανης μουσικής του Γκράουπνερ (GWV), ενώ υπάρχουν πλάνα για την ηχογράφηση της φωνητικής μουσικής του συνθέτη.
Ο Γκράουπνερ ήταν εξαιρετικά παραγωγικός. Υπάρχουν περίπου 2.000 διασωθέντα έργα στον κατάλογό του, μεταξύ των οποίων 113 συμφωνίες (sinfonias), 85 εισαγωγές (σουίτες), 44 κοντσέρτα, 8 όπερες, 1.418 θρησκευτικές και 24 κοσμικές καντάτες, 66 σονάτες και 40 παρτίτες για το κλαβεσέν. Ως προς τη μορφή, οι καντάτες του Γκράουπνερ πλησιάζουν το στυλ ροκοκό, που έκανε την εμφάνισή του εκείνη την εποχή. Οι τρίο σονάτες -γραμμένες στη μορφή φούγκας- και τα κοντσέρτα αποτελούν τη γερμανική παραλλαγή αυτών των δύο ιταλικών μουσικών ειδών.[9] Σχεδόν όλα τα χειρόγραφα του συνθέτη στεγάζονται στο ULB (Τεχνική Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου), στο Ντάρμστατ της Γερμανίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.