Καταλανικός Εμφύλιος Πόλεμος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως Καταλανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1462-1472) περιγράφεται η εμπόλεμη διαμάχη μεταξύ του βασιλιά της Αραγώνας Ιωάννη Β´ και των συμμάχων του εναντίον των κυβερνητικών θεσμών της Καταλονίας (της εκτελεστικής εξουσίας, γνωστής ως Ζενεραλιτάτ, και του Συμβουλίου των Εκατό), με σκοπό τον πολιτικό έλεγχο του Πριγκιπάτου. Ουσιαστικά, η διαμάχη αυτή αποτέλεσε την κύρια έκφραση της αντίθεσης μεταξύ δύο κρατικών μοντέλων, του φεουδαρχικού-ολιγαρχικού των καταλανών ευγενών που κυριαρχούσαν στη Ζενεραλιτάτ και του απολυταρχικού-συγκεντρωτικού της νέας δυναστείας των Τραστάμαρα. Στο βάθος επίσης υφίστατο και η αντίθεση μερίδας των Καταλανών στη διακυβέρνησή τους από μια ξένη, καστιλιανική δυναστεία που έβλεπε την Καταλονία ως μια απλή επαρχία της ευρύτερης μεσογειακής της αυτοκρατορίας και όχι ως την πατρογονική και κυρίαρχη εστία από όπου πήγαζε η βασιλική εξουσία και οι δυνάμεις του στέμματος, όπως συνέβαινε υπό του Οίκου της Βαρκελώνης.
Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα είχε υπάρξει ιδιαίτερα σκληρό για την Καταλονία. Η επιδημία πανώλης κατάφερε σημαντικό πλήγμα τόσο στον αστικό όσο και στον αγροτικό της πληθυσμό επιφέροντας την κρίση στα πολύ καίρια σημεία της αστικής οικονομικής δυναμικής (η Βαρκελώνη έχασε το 20% του πληθυσμού της[1]) και της αγροτικής παραγωγής. Οι καταλανικοί θεσμοί ήταν υπερχρεωμένοι ενώ στην ύπαιθρο φούντωνε το κίνημα των αγροτών remensa που αγκομαχούσαν κάτω από το βάρος των φεουδαρχικών υποχρεώσεων και περιορισμών τους. Επίσης, η νέα δυναστεία των Τραστάμαρα που ανέλαβε το Στέμμα της Αραγωνίας μετά τον Συμβιβασμό του Κάσπε, επέβαλε ένα νέο απολυταρχικό μοντέλο, εχθρικό στα συμφέροντα και τις διαθέσεις των καταλανικών ευγενών και πολιτικών ελίτ. Η μεταφορά της de facto πρωτεύουσας του Στέμματος[2] από τον Αλφόνσο τον Μεγαλόψυχο από τη Βαρκελώνη στη Νάπολη μετά την κατάκτηση του ομώνυμου βασιλείου και η μη ικανοποιητική αντιβασιλεία της συζύγου του στις ισπανικές του κτήσεις, απομάκρυνε ακόμη περισσότερο τον βασιλιά από μια κοινωνία που είχε συνηθίσει να χαίρει της συνεχούς παρουσίας του στον τόπο της.
Η αγροτική παραγωγή της Καταλονίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν οργανωμένη πάνω σε μια φεουδαρχική βάση. Ωστόσο, η «νέα Καταλονία» (τα εδάφη που είχαν κατακτηθεί μετά τον 12ο αιώνα, όπως η Λιέιδα και η Τορτόζα) έχαιρε ευνοϊκότερων φεουδαρχικών νόμων σε σχέση με την «παλαιά Καταλονία», όπου κυριαρχούσαν τα λεγόμενα mals usos («σκληρά έθιμα») που απέτρεπαν την κινητικότητα και την εξαγορά της ελευθερίας από την πλευρά των αγροτών. Σταδιακά αυτοί οι αγρότες οργανώθηκαν σε ομάδες, γνωστές ως remences ή remensa, κι άρχισαν να διεκδικούν την ελάφρυνση των φεουδαρχικών τους βαρών. Οι αραγωνέζοι βασιλιάδες χρησιμοποίησαν τη νέα αυτή πολιτική και κοινωνική ομάδα ανάλογα με τα συμφέροντά τους μα κυρίως για να περιορίσουν τη δύναμη των ευγενών.
Η οικονομική κρίση που επηρέασε τη Μεσόγειο γύρω στο 1425 επέφερε ένα σημαντικό πλήγμα στην ήδη γονατισμένη οικονομία της Βαρκελώνης. Ως αποτέλεσμα, οι βαρκελωνέζοι έμποροι και τεχνίτες πίεσαν για την εφαρμογή προστατευτικών μέτρων, που θα βελτίωναν την παραγωγή και την τοπική οικονομική αυτονομία, σε αντίθεση με την πολιτική ελίτ της Βαρκελώνης (τους λεγόμενους «εξέχοντες πολίτες», ciudatans honrats), και γαιοκτήμονες που έβλεπαν στο πρόσωπο του προστατευτισμού μια συγκεκαλυμμένη επίθεση εναντίον των συμφερόντων τους, κυρίως όσον αφορά την κατάσταση των χωρικών στα κτήματά τους και τον έλεγχο των καταλανικών θεσμών. Οι πρώτοι σταδιακά σχημάτισαν τη λεγόμενη «Μπούσκα» (στα καταλανικά Busca) και προέβαλαν αντίσταση στην άλλη πλευρά, την επονομαζόμενη «Μπίγα» (Biga). Ο βασιλιάς Αλφόνσος Ε', βρισκόμενος σε μεγάλη ανάγκη για χρήματα λόγω των μεσογειακών του περιπετειών, είχε διατηρήσει αμφιλεγόμενη στάση, μέχρι που το διάδοχός του, Ιωάννης Β´ της Αραγωνίας έγειρε αποφασιστικά υπέρ της εμπορικής πλευράς, θέλοντας να επιφέρει, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των χωρικών remences ένα αποφασιστικό χτύπημα στην πολιτική δύναμη των καταλανών ευγενών.
Η τρίτη παράμετρος που οδήγησε στον Καταλανικό Εμφυλίο φέρει το όνομα του Καρόλου, Πρίγκιπα της Βιάνα και της διαμάχης του εναντίον του βασιλιά. Ο Κάρολος ήταν γιος του Ιωάννη Β' της Αραγώνας και της Μπλάνκας της Ναβάρας και είχε ήδη αντιμετωπίσει ανεπιτυχώς τον πατέρα του στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ναβάρας (1451-1455), όταν και αποκλείστηκε από κάθε δικαίωμα στην κληρονομιά του βασιλείου. Η γέννηση του διαδόχου του θρόνου Φερδινάνδου από τη νέα σύζυγο του Ιωάννη, την καστιλιανή Ιωάννα Ενρίκεθ, έθεσε τον Κάρολο ακόμη περισσότερο στο περιθώριο, και είχε ως αποτέλεσμα τη φυλάκισή του από τον πατέρα του. Ωστόσο, στα πλαίσια της αντιπαλότητας που είχε δημιουργηθεί με το Καταλανικό Κοινοβούλιο, οι Καταλανοί απαίτησαν το 1460 την απελευθέρωσή του. Η κινητοποίηση των καστιλιανικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Αραγώνα και η εξέγερση μερίδας ευγενών στη Ναβάρρα ώθησε τον βασιλιά να υπογράψει τη συμφωνία της Μπιλαφράνκα το 1461, στην οποία αναγνώριζε τον Κάρολο ως διάδοχο του θρόνου και τοποτηρητή της Καταλονίας και απαγόρευε τον βασιλιά να εισέρχεται στο Πριγκιπάτο χωρίς την άδεια του Καταλανικού Κοινοβουλίου.
Ο θάνατος του Καρόλου τρεις εβδομάδες μετά τη συμφωνία της Μπιλαφράνκα αναίρεσε το προσφάτως δημιουργηθέν status quo. Ο νέος τοποτηρητής και διάδοχος ήταν πλέον ο Φερδινάνδος που λόγω του νεαρού της ηλικίας του θα αντικαθίσταται από τη μητέρα του, Ιωάννα Ενρίκεθ. Αυτή έβαλε ως στόχο την ολοκληρωτική αναίρεση της συμφωνίας της Μπιλαφράνκα ενώ μέσα στη Βαρκελώνη σταδιακά διαμορφώνονταν τα δύο κύρια στρατόπεδα, μεταξύ των φιλοβασιλικών και των υποστηρικτών της συμφωνίας. Παράλληλα, υπήρξε και μια ριζοσπαστική μειοψηφία που επέβλεπε στην έξοδο από το Στέμμα της Αραγώνας και τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας, στα πρότυπα της Βενετίας και της Γένοβας.
Το κλίμα στη Βαρκελώνη για τη βασίλισσα δεν ήταν καθόλου θετικό. Γεγονότα όπως η φυλάκιση μελών της Μπούσκα που συνωμότησαν υπέρ του βασιλιά, ανάγκασε την Ιωάννα να καταφύγει μαζί με τον γιο της στη Ζιρόνα, όπου ήδη είχε ξεκινήσει η εξέγερση των χωρικών ρεμένσα εναντίον των φεουδαρχικών τους κυρίων.
Η πρώτη μεγάλη εξέγερση των χωρικών remensa το 1462 στη Ζιρόνα επέφερε την αντίδραση του Συμβουλίου του Πριγκιπάτου[3], που απέστειλαν στρατιωτικό σώμα για να τους υποτάξει. Η βασίλισσα επενέβη και διέταξε την ακύρωση της κίνησής τους αυτής, κηρύττοντας την παράνομη. Με αυτή την πολύ αποκαλυπτική για τον χαρακτήρα του Καταλανικού Εμφυλίου σύγκρουση των δύο εξουσιών ξεκινάει κι επίσημα ο πόλεμος. Ο βασιλιάς Ιωάννης βλέποντας ότι η κατάσταση ήταν στα πρόθυρα να ξεφύγει από τον έλεγχό του, αναζήτησε τη συνδρομή του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΑ', στον οποίο απέδωσε σημαντικά ανταλλάγματα για τη βοήθειά του. Ο στρατός της Ζενεραλιτάτ έφτασε μέχρι το σημείο να πολιορκήσει την Ιωάννα και τον διάδοχο Φερδινάνδο στο κάστρο της Ζιρόνα, κάνοντας τον βασιλιά να εισβάλει στην Καταλονία και να κατανικήσει τα εχθρικά στρατεύματα στη μάχη του Ρουβινάτ τον Ιούλιο του 1462 και πολιόρκησαν τη Βαρκελώνη.
Όντας προφανές ότι δεν θα ήταν δυνατό να αντισταθούν στις συνδυασμένες δυνάμεις των στεμμάτων της Αραγώνας και της Γαλλίας, οι καταλανικές αρχές άρχισαν να αναζητούν νέο βασιλιά. Η συμφωνία με τον Ερρίκο Δ', βασιλιά της Καστίλης είχε ως αποτέλεσμα τη στρατιωτική του επέμβαση και την άρση της πολιορκίας της Βαρκελώνης. Η συμφωνία της Μπαγιόν με τον Γάλλο και τον αραγωνέζο βασιλιά ωστόσο έκανε τον καστιλιανό βασιλιά να αποχωρήσει από την Καταλονία. Επόμενη επιλογή ήταν αυτή του Πέτρου της Πορτογαλίας, εγγονού του Ιακώβου του Ουρζέλ, του καταλανού διεκδικητή του Στέμματος της Αραγώνας πριν τη Συμφωνία του Κάσπε. Παρά ταύτα, η ελλιπέστατη διεθνής στήριξη του Πέτρου (μοναδικός του σύμμαχος υπήρξε το Δουκάτο της Βουργουνδίας) και η στρατιωτική του απειρία επέφεραν σημαντικές ήττες, συμπεριλαμβανομένης και της απώλειας της Λιέιδα.
Όταν τον Ιούνιο του 1466 πέθανε ο Πέτρος της Πορτογαλίας, η κατάσταση για τη Ζενεραλιτάτ ήταν τραγική, τόσο οικονομικά (ο πόλεμος είχε παγώσει τις εμπορικές δραστηριότητες της Βαρκελώνης) όσο και στρατιωτικά (οι στρατιωτικές απώλειες ήταν τεράστιες λόγω της απειρίας των στρατιωτών που χρησιμοποιήθηκαν). Τελευταία ελπίδα για τη Ζενεραλιτάτ και τους καταλανούς ευγενείς και γαιοκτήμονες που έτρεφαν τον πόλεμο ήταν ο Ρενέ του Ανζού, ορκισμένος εχθρός των Τραστάμαρα. Αυτός πέτυχε ορισμένες νίκες αλλά πέθανε σύντομα, τον Δεκέμβριο του 1470. Η συμμαχία του Ιωάννη της Αραγώνας με τον Ιωάννη της Καστίλης, που συμπεριελάμβανε τον γάμο των διαδόχων τους, Φερδινάνδου και Ισαβέλλας και η πολιορκία της Βαρκελώνης ανάγκασαν τις καταλανικές αρχές να παραδοθούν και να θέσουν τέλος στον Καταλανικό Εμφύλιο επίσημα με την Παράδοση των Πεδράλβες το 1472.
Ο πόλεμος τελείωσε χωρίς να υπάρχουν εμφανείς νικητές ούτε ηττημένοι. Από τη μία η συνθήκη της Μπιλαφράνκα ακυρώθηκε προς όφελος του βασιλιά αλλά από την άλλη πολλοί ευγενείς που συμμετείχαν στην εξέγερση διατήρησαν τις θέσεις τους. Παρόλο που η γενική συγχώρεση εκ μέρους του βασιλιά βοήθησε στην άμεση ειρήνευση του Πριγκιπάτου, οι επιπτώσεις του πολέμου στην οικονομική πραγματικότητα της Καταλονίας υπήρξαν καταστρεπτικές. Ο εμπορικός στόλος της σχεδόν εξαφανίστηκε, αποκόπτοντας την Καταλονία από το εμπορικό δίκτυο εισαγωγής του περίφημου σικελικού σιταριού ενώ η παραγωγή κι επεξεργασία δέρματος, που κάποτε είχε γίνει η βάση του καταλανικού εμπορίου στη Μεσόγειο, υποβαθμίστηκε ποιοτικά και ποσοτικά.
Από εκείνη τη στιγμή η Καταλονία βυθίστηκε σε ένα «επαρχιακό σκότος», εξαρτώμενη από τη γεμάτη με ζωτική ενέργεια Καστίλη για τους επόμενους αιώνες. Ο επόμενος βασιλιάς της Αραγώνας, Φερδινάνδος, ίδρυσε το Συμβούλιο της Αραγώνας ως όργανο διακυβέρνησης του ομώνυμου Στέμματος, που σταδιακά εντάχθηκε στα πλαίσια της νέας Ισπανικής Μοναρχίας και παρέμεινε στο παρασκήνιο των διεθνών εξελίξεων σε συνδυασμό και με την ευρύτερη παρακμή της λεκάνης της Μεσογείου. Η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, Βαρκελώνη, ακολούθησε την ίδια πορεία και δεν επανήλθε σε πρωταγωνιστικό ρόλο παρά μόνο μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.[4]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.