Ο Καίσαρας (στα λατινικά: Caesar, πληθυντικός Caesares) είναι τίτλος αυτοκρατορικού χαρακτήρα. Προέρχεται από το επώνυμο του Ρωμαίου δικτάτορα Ιούλιου Καίσαρα. Η αλλαγή από οικογενειακό όνομα σε τίτλο υιοθετημένο από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες μπορεί να χρονολογηθεί περίπου το 68/69 μ.Χ., κατά το λεγόμενο «Έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων»[1].
Αν και η ετυμολογία του ονόματος του Ιούλιου Καίσαρα δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι ήταν απλώς μία χρήση της λατινικής έκφρασης caesar που σήμαινε «τριχωτός»[2]. Αυτό σημαίνει ότι οι Ιούλιοι Καίσαρες ήταν ένας συγκεκριμένος κλάδος του γένους Ιουλία. Πιθανότατα να είχαν πλούσιο μαλλί (εναλλακτικά, παίρνοντας υπ'όψιν τη ρωμαϊκή αίσθηση του χιούμορ, μπορεί οι Ιούλιοι Καίσαρες να ήταν φαλακροί). Ο πρώτος αυτοκράτορας, Οκταβιανός Αύγουστος, είχε το όνομα κατ' ουσίαν. Γεννήθηκε ως Γάιος Οκταβιανός, αλλά μετά την υιοθέτησή του από τον Ιούλιο Καίσαρα, μετονομάστηκε σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Οκταβιανός (Gaius Iulius Caesar Octavianus). Εκείνη την εποχή ήταν γνωστός απλά ως Οκταβιανός.[3]
Για πολιτικούς και προσωπικούς λόγους, ο Οκταβιανός επέλεξε να τονίσει την συγγένειά του με τον Καίσαρα με την χρήση του τίτλου του απλά ως "Imperator Caesar" (Αυτοκράτωρ Καίσαρας), στον οποίο η Ρωμαϊκή Σύγκλητος πρόσθεσε το τιμητικό «Αύγουστος» (Μεγαλοπρεπής ή Σεβαστός) το 27 π.Χ., χωρίς κανένα άλλο στοιχείο του πλήρους ονόματός του. Ο διάδοχός του ως αυτοκράτορας, ο θετός γιος του Τιβέριος Καίσαρας Αύγουστος, επίσης έφερε το όνομα. Γεννήθηκε ως Τιβέριος Κλαύδιος Νέρων και υιοθετήθηκε από τον Καίσαρα Αύγουστο στις 26 Ιουνίου4, ως «Τιβέριος Ιούλιος Καίσαρας». Η συνήθεια είχε εδραιωθεί: Ο αυτοκράτορας επέλεγε τον διάδοχό του υιοθετώντας τον και δίνοντάς του το όνομα «Καίσαρας»[4].
Ο τέταρτος αυτοκράτορας, ο Κλαύδιος, ήταν ο πρώτος που έλαβε το όνομα «Καίσαρας» κατά την άνοδό του στο θρόνο, χωρίς να έχει υιοθετεί από τον προηγούμενο αυτοκράτορα. Ωστόσο, ήταν εξ αίματος μέλος της Ιουλιο-κλαυδιανής δυναστείας, ανιψιός του Τιβέριου και θείος του Καλιγούλα. Με τη σειρά του ο Κλαύδιος υιοθέτησε τον Λούκιο Δομίτιο Αχενόβαρβο, δίνοντάς του με τον παραδοσιακό τρόπο το όνομα «Καίσαρας». Ο θετός του γιος θα κυβερνούσε αργότερα ως αυτοκράτορας Νέρων[5][6].
Όνομα
Η ιστορία του ονόματος «Καίσαρας» ως αυτοκρατορικού τίτλου αντανακλάται στους ακόλουθους τίτλους μοναρχών, σε πολλές γλώσσες[7] αντικαθιστά τον τίτλο του «Αυτοκράτορα» και της «Αυτοκράτειρας»[8]:
Γερμανόφωνες γλώσσες:
Δανέζικα: Kejser & Kejserinde;
Ολλανδικά: Keizer & Keizerin;
Γερμανικά: Kaiser & Kaiserin;
Ισλανδικά: Keisari & Keisaraynja;
νησιά Φαρόε: Keisari & Keisarinna;
Νορβηγικά: Keiser & Keiserinne (bokmål) / Keisar & Keisarinne (nynorsk);
Σουηδικά: Kejsare & Kejsarinna
Αρχαία Αγγλικά: cāsere
Βαλτικές γλώσσες:
Λετονικά: Ķeizars & Ķeizariene;
Σλαβικές γλώσσες:
Λευκορωσικά: Цар & Царыца (Tsar & Tsarytsa)
Βουλγαρικά: Цар & Царица (Tsar & Tsaritsa);
Κροτικά: Car & Carica (c is read ts);
Τσεχικά: Císař & Císařovna;
ΠΓΔΜ: Цар & Царица (Tsar & Tsarica Ц is read ts)
Πολωνικά: Cesarz & Cesarzowa;
Ρωσικά: Царь & Царица, Czar & Czaritza (αρχαϊκή μεταγραφή), Tsar & Tsaritsa (σύγχρονη μεταγραφή); however in the Russian Empire (also reflected in some of its other languages), which aimed to be the "third Rome" as successor to the Byzantine Empire, it was abandoned (not in the foreign language renderings though) as imperial style — in favor of Imperator and Autocrator — and used as a lower, royal style as within the empire in chief of some of its parts, e.g. Georgia and Siberia
In the United States and, more recently, Britain, the title "czar" (from the Russian title) is a slang term for certain high-level civil servants, such as the "drug czar" for the director of the Office of National Drug Control Policy and "terrorism czar" for a Presidential advisor on terrorism policy. More specifically, a czar refers to a sub-cabinet-level advisor within the executive branch of the U.S. government.
Σερβικά: Цар & Царица / Car & Carica (pronounced Tsar & Tsaritsa) or Kesar/Кесар
Εβραϊκά: Kesár קיסר (αρσενικό) & Kesarít קיסרית (θηλυκό);
Ινδο-ιρανικές γλώσσες:
Περσικά: Ghaysar قيصر
Ουρντού: Qaysar قيصر used in the title "Kaiser-i-Hind" ("Emperor of India") during the British Raj
Καρτελικές γλώσσες:
Γεωργιανά: კეისარი (Keisari)
Τουρκικές γλώσσες:
Τουρκικά: Kayser (historical), Sezar (modern). Kayser-i-Rûm "Caesar of [Constantinople, the second] Rome", one of many subsidiary titles proclaiming the Ottoman Sultan (main imperial title Padishah) as (Muslim) successor to "Rum" as the Turks called the (Christian) Roman Empire (as Byzantium had continued to call itself), continuing to use the name for part of formerly Byzantine territory (compare the Seljuk Rum-sultanate)
Ουραλικές γλώσσες:
Εσθονικά: Keiser & Keisrinna;
Φινλανδικά: Keisari & Keisarinna or Keisaritar;
Ουγγρικά: Császár & Császárnő;
Austronesian languages:
Bahasa Indonesia: Kaisar;
Αλβανικές γλώσσες:
Αλβανικά: Çezar & Qesarinë;
Αρμενικές γλώσσες:
Αρμενικά: կայսր Kaysr, and Armenian: կայսրություն Kaysrutiun meaning empire;
Ελληνικές γλώσσες:
Νέα Ελληνικά: ελληνικά: Καίσαρας (Kaisaras), η αρχαϊκή ελληνική μορφή: Καίσαρ χρησιμοποιείται σπάνια σήμερα;
Ρομανικές γλώσσες:
Ρουμανικά, Cezar, χρησιμοποιείται ως πρώτο όνομα.
Ισπανικά, Πορτογαλικά και Γαλλικά, César: συνήθως χρησιμοποιείται ως πρώτο ή δεύτερο όνομα.
Ιταλικά, Cesare, χρησιμοποιείται ως πρώτο όνομα.
Ιστοριογραφία
Ο Oswald Spengler χρησιμοποίησε τον όρο, Caesarism, στο βιβλίο του, The Decline of the West.
Pauly-Wissowa – Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft
Bury, John B. (1911). The Imperial Administrative System of the Ninth Century – With a Revised Text of the Kletorologion of Philotheos. Oxford University Publishing.
Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York and Oxford: Oxford University Press.
Verpeaux, Jean, ed. (1966). Pseudo-Kodinos, Traité des Offices (στα γαλλικά). Centre National de la Recherche Scientifique.