Remove ads
στρατιωτικό-πολιτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Μακεδονία, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη, From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Κίνημα Εθνικής Αμύνης ήταν στρατιωτικό-πολιτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Μακεδονία, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη, στις 16/29 Αυγούστου 1916. Αρχηγός του κινήματος ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και είχε την υποστήριξη της Αντάντ. Το κίνημα επικράτησε και σχημάτισε την λεγόμενη Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης στην Θεσσαλονίκη.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ελληνική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, προσπάθησε να διαπραγματευθεί την είσοδό της στον πόλεμο ώστε σε περίπτωση νίκης να έχει το μέγιστο δυνατό εδαφικό όφελος.
Μία ομάδα πολιτών της Μακεδονίας και αξιωματικών, βλέποντας τον κίνδυνο να δώσουν οι σύμμαχοι τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία στο Βασίλειο της Σερβίας, αλλά και πιστεύοντας στις ωφέλειες για την Ελλάδα από πιθανή νίκη των δυτικών συμμάχων, σκέφθηκε την κήρυξη επανάστασης για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Η ομάδα αυτή ονομάσθηκε «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» και την αποτελούσαν οι Δημήτριος Δίγκας, Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ζάννας, Κωνσταντίνος Αγγελάκης, Νικόλαος Μάνος, Δημήτριος Πάζης, δικηγόρος Παναγιώτης Γραικός (εκπρόσωπος Φλώρινας), βουλευτής Γεώργιος Ζερβός (εκπρόσωπος Δράμας), Εμμανουήλ Χ. Ζυμβρακάκης, Νικόλαος Πλαστήρας, Θαλής Κουτούπης κ.ά. Η αρχηγία δόθηκε στον ηθικό αυτουργό του κινήματος τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων στο κίνημα, το οποίο επιθυμούσε πανελληνίως και όχι μόνο στη Μακεδονία.
Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάλεσε τις συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ στην Θεσσαλονίκη χωρίς έγκριση από τον Βασιλιά και την Βουλή, παραβαίνοντας έτσι την επίσημη Ελληνική ουδετερότητα. Οι Αγγλογάλλοι προχώρησαν στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τα σχέδια τους για το Μακεδονικό μέτωπο και κατόπιν αδείας του πρωθυπουργού Βενιζέλου, η οποία δόθηκε χωρίς την συγκατάθεση της Ελληνικής Βουλής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ο ιταλικός και ο γαλλικός στρατός, κατέλαβε την Κέρκυρα εγκαθιστώντας εκεί την εξόριστη Σέρβικη κυβέρνηση, καθώς και τα υπολείμματα του Σέρβικου στρατού. Με το τέλος του 1915, είχε γίνει πια φανερό ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβάλλει την ουδετερότητά της.
Τον Μάρτιο του 1916, ο γερμανικός και ο βουλγαρικός στρατός με τη σειρά τους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ελληνικά εδάφη στην ανατολική Μακεδονία.
Η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη για να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών αποφάσισε την παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους, συμμάχους των Γερμανών. Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός Σκουλούδης, ο υπουργός Στρατιωτικών Γιαννακίτσας, ο τότε αναπληρωτής του επιτελάρχη του Στρατού Ιωάννης Μεταξάς (ο μετέπειτα δικτάτορας), με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου, αποφάσισαν την αμαχητί παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους, στις 26 Μαΐου 1916.[1][2] Ο ιστορικός Γ. Βεντήρης, που έζησε τα γεγονότα, έγραψε πως η παράδοση στους γερμανοβούλγαρους αποτέλεσε «αίσχος εις τας ημέρας του ελληνισμού».[3] Στη συνέχεια έγινε η παράδοση της Καβάλας στις Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις και η παράδοση του ελληνικόυ Δ' Σώματος Στρατού, με περισσότερους από 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες που κατέληξαν αιχμάλωτοι στο γερμανικό στρατόπεδο του Γκέρλιτς, το οποίο βρίσκεται σήμερα κοντά στα γερμανο-πολωνικά σύνορα.[4] Ακολούθησε η πολύνεκρη για τον Ελληνισμό Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας (1916-1918). Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Οι Βούλγαροι προσπάθησαν με αυτόν τον τρόπο να αφελληνίσουν την ανατολική Μακεδονία.[5][6][7][8]
Η Θεσσαλονίκη άρχισε να δέχεται Έλληνες πρόσφυγες. Οι Κρητικοί, αλλά και άλλοι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί, άρχισαν να παρουσιάζονται ως εθελοντές στο στρατό του Σαράιγ για να πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων. Το τάγμα χωροφυλακής στρατού εκστρατείας μετεγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Εξαίρεση αποτέλεσε ο 2ος λόχος βρακοφόρων που έμεινε στην Θεσσαλονίκη με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα.
Στις 21 Μαΐου του 1916, οι γαλλικές δυνάμεις του στρατηγού Μωρίς Σαράιγ επέβαλλαν στρατιωτικό νόμο (παρά τις Αγγλικές διαφωνίες) στις περιοχές που είχαν καταλάβει. Κατέλαβαν το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το τηλεφωνείο, τον σιδηρόδρομο, το εργοστάσιο ηλεκτρικού ρεύματος, τον τροχιόδρομο και το εργοστάσιο φωταερίου. Ταυτόχρονα επέβαλαν λογοκρισία στον τύπο, έκλεισαν δια της βίας δυο εφημερίδες και απέλασαν πέντε Έλληνες αξιωματικούς με τους οποίους θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να συνεργασθούν: Τον αρχηγό της Ελληνικής Χωροφυλακής συνταγματάρχη Νικόλαο Τρουπάκη, τον αντιστράτηγο Νιδριώτη, τον διοικητή Φρουρίου Θεσσαλονίκης συνταγματάρχη Ευλάμπιο Μεσσαλά, τον επιτελάρχη του προηγουμένου αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Γουβέλη και τον αρχηγό πυροβολικού συνταγματάρχη Παναγιώτη Μπουκλάκο. Στην ουσία κάθε έννοια ελληνικής κυριαρχίας, στα καταληφθέντα από τους συμμάχους ελληνικά εδάφη, είχε καταργηθεί.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται το τηλεγράφημα του ναυτικού ακολούθου της Γαλλίας αντιπλοιάρχου Ονρύ ντε Ροκφέιγ (Σεπτ. 1916): «Δεν τίθεται ζήτημα ανησυχίας μας δια τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος διότι ουδέν μένει πλέον εν τη χώρα ταύτη όπερ να μην έχει παραβιασθεί».
Τον Απρίλιο του 1916, 120.000 άνδρες του Σερβικού Στρατού μεταφέρθηκαν στο μακεδονικό μέτωπο. Ταυτόχρονα, ο Σέρβος βασιλιάς και η κυβέρνηση του μετακινήθηκαν από την Κέρκυρα στην Θεσσαλονίκη. Οι εξελίξεις αυτές, είχαν πρωτοφανές αποτέλεσμα: να αποδοθεί η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία στο Βασίλειο της Σερβίας. Ταυτόχρονα οι Σύμμαχοι θα ανακήρυσσαν πρωτεύουσα του Σέρβικου κράτους την Θεσσαλονίκη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση και με τον κίνδυνο της απώλειας της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, αποφασίσθηκε από την «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» στις 17 Αυγούστου του 1916, η κήρυξη του Κινήματος. Αντιπρόσωπος της Κρητικής Χωροφυλακής στην Επιτροπή αυτή ήταν ο μοίραρχος Δ. Κοκκαλάς. Η απόφαση πάρθηκε κυρίως κατόπιν των απειλών του στρατηγού Σαρράιγ για διορισμό Σέρβου νομάρχη στη Θεσσαλονίκη και παρά τις επιφυλάξεις για πιθανές αντιρρήσεις του Ε. Βενιζέλου.
Αρχικά ο αν/χης Μαζαράκης προσπάθησε, ανεπιτυχώς όμως, να παρασύρει στο Κίνημα την 11η Μοίρα ορειβατικού πυροβολικού που στρατωνιζόταν στο Μικρό Καραμπουρνού. Όλες οι οργανωμένες μονάδες του Στρατού παρέμειναν πιστές στην κυβέρνηση. Στο Κίνημα προσχώρησαν μόνο μεμονωμένοι αξιωματικοί και οπλίτες. Κυρίως αυτοί που προερχόταν από μονάδες του Τετάρτου Σώματος Στρατού και είχαν νοιώσει την ταπείνωση του να παραδώσουν αμαχητί Ελληνικά εδάφη στους Βουλγάρους.
Ευτυχώς για τους κινηματίες η Κρητική Χωροφυλακή κατόρθωσε μόνη της στην ουσία να επικρατήσει στη Θεσσαλονίκη και να εδραιώσει το Κίνημα. Αρκετοί αξιωματικοί της κρητικής χωροφυλακής ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, όπως για παράδειγμα ο διοικητής της πρώτης μοιραρχίας Ευάγγελος Σαρρής ο οποίος είχε νυμφευθεί στην Θεσσαλονίκη την Καλλιόπη Τάττη (δισέγγονη του φιλικού Κωνσταντίνου Τάττη) και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με τον Αλέξανδρο Ζάννα.
Μετά την προκήρυξη της Επιτροπής, πρώτος στασίασε ο 2ος λόχος βρακοφόρων του τάγματος χωροφυλακής στρατού εκστρατείας με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα. Ακολούθησαν οι μοιραρχίες της Κρητικής Χωροφυλακής. Η πρώτη μοιραρχία με διοικητή τον μοίραρχο Α΄ τάξεως Ευάγγελο Σαρρή, η δεύτερη μοιραρχία με διοικητή τον μοίραρχο Παυλίδη, η Αστυνομική Διεύθυνση με διοικητή τον ταγματάρχη Πανουσόπουλο κ. ο. κ.. Όλοι οι Αξιωματικοί και οι οπλίτες της Κρητικής Χωροφυλακής συμμετείχαν στο Κίνημα και μάλιστα αυθόρμητα. Την εποχή του Κινήματος αναφέρεται ότι υπηρετεί ακόμη στην Κρητική Χωροφυλακή και συμμετέχει στο Κίνημα (για άλλους προφανώς λόγους) ο Ιταλός υπομοίραρχος Φαρρούγκιο. Τέλος, ο αντισυνταγματάρχης του ιππικού Επ. Ζυμβρακάκης, από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης (και του κινήματος στο Γουδί), ανέλαβε την ηγεσία των συγκεντρωθέντων κινηματιών και αφού τους οδήγησε στο Γενικό Στρατηγείο, ανακοίνωσε στον Στρατηγό Σαρράιγ ότι οι επαναστάτες τάσσονται κάτω από τις διαταγές του. Ο Βενιζέλος ανέλαβε την πολιτική αρχηγία του χωριστικού αυτού πραξικοπήματος δηλώνοντας: «δεν στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων».
Ο Βρετανός αξιωματικός Price C. Ward στο έργο του «The Story Of The Salonica Army» γράφει σχετικά, αναφερόμενος στο Κίνημα της «Εθνικής Αμύνης»: «Ο στρατηγός Sarrail δέχθηκε τις προσφερόμενες υπηρεσίες μια που ήδη είχε την συνήθεια να δέχεται Έλληνες εθελοντές από τότε που οι Βούλγαροι ήρθαν στην Ελλάδα».
Γράφει σχετικά ο Αλέξανδρος Ζάννας, μέλος της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης: «Η κατάστασις ήταν περίεργη. Εμείς οι επαναστατήσαντες είχαμε καταλάβει ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης στις 17-8-16 βασιζόμενοι στη δύναμη της Κρητικής Χωροφυλακής». Ο Νομάρχης Αθηνογένης και ο Εισαγγελεύς Εφετών ανάγκασαν τον επιτελάρχη του Γ΄ Σ.Σ. σ/χη Ν. Τρικούπη να μη προβεί άμεσα σε απόπειρα βίαιης καταστολής του κινήματος χρησιμοποιώντας τις μονάδες της ενδέκατης Μεραρχίας.
Ακολούθησαν ώρες αγωνίας όταν οι επαναστάτες περικύκλωσαν τις φιλοβασιλικές μονάδες. Οι απώλειες από τις σποραδικές συγκρούσεις ήταν μόνο 3 νεκροί και 7 τραυματίες. Την επομένη το μεσημέρι τα Γαλλικά στρατεύματα ανάγκασαν τους πιστούς στον Βασιλιά Έλληνες στρατιώτες να παραδοθούν. Ακολούθως, το Κίνημα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, την Κρήτη και τα νησιά, με πρωτοστατούντες αξιωματικούς της Κρητικής Χωροφυλακής, όπως ο μοίραρχος Βούρος, στη Βέροια.
Μεμονωμένοι αστυνομικοί από όλη τη Βόρεια Ελλάδα άρχισαν να συρρέουν στην Θεσσαλονίκη, και στις 2/15 Σεπτεμβρίου, η «Εθνική Άμυνα» έλαβε την πρώτη ουσιαστική ενίσχυση της, όπως ο συνταγματάρχης Νικόλαος Χριστοδούλου έφτασε στην πόλη με τα απομεινάρια του 4ου Σώματος Στρατου που αρνήθηκαν να παραδοθούν και αποσύρθηκαν μέσω Καβάλας και Σαμοθράκη.[9] Ήδη στις 8/21 Σεπτεμβρίου, οι εθελοντές υπό τον Γρηγοριάδη σχηματίζουν το 1ο Τάγμα του «Στρατού της Εθνικής Άμυνας», και αναχώρησε για τις πρώτες γραμμές κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα.[10]
Η Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης ή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης ήταν προσωρινή, επαναστατική κυβέρνηση που ήλεγχε το λεγόμενο Κράτος της Θεσσαλονίκης (τη Βόρεια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη) από τις 16 Σεπτεμβρίου 1916 κατόπιν της επικράτησης του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης, ενώ η νόμιμη συνταγματικά και επίσημη κυβέρνηση της Ελλάδας (με έλεγχο της Νότιας Ελλάδας) ήταν η Κυβέρνηση Νικολάου Καλογερόπουλου 1916.
Στις 3 Οκτωβρίου προστέθηκαν στο αρχικό σχήμα, ως Υπουργοί Εξωτερικών και Στρατιωτικών, ο Νικόλαος Πολίτης και ο υποστράτηγος Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, αντίστοιχα. (Στις 6 Δεκεμβρίου 1916 μετά την παραίτηση του Ζυμβρακάκη, την θέση του κατέλαβε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μηλιώτης Κομνηνός).[11]
Στις 6 Οκτωβρίου, δημιουργήθηκε πλήρες υπουργικό συμβούλιο, τα υπουργεία του οποίου ονομάστηκαν «Ανώτατες Διευθύνσεις».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.