Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Πληροφορίες Μοναστηριού | |
---|---|
Ίδρυση | πρώτες δεκαετίες 15ου αιώνα |
Επισκοπή | Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας |
Πρόσωπα | |
Ιδρυτής | Όσιος Λεόντιος |
Η Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας ευρίσκεται στην δεξιά όχθη του ποταμού Σελινούντα, κάτω από τους πρόποδες του όρους Κλωκός σε υψόμετρο 450 μ. και σε απόσταση 15 χιλιομέτρων νοτίως από την πόλη του Αιγίου. Ασφαλτοστρωμένος δρόμος που αρχίζει από την Κουλούρα Αιγίου, διασχίζει το χωριό Μαυρίκι (Βόβοδα) περνάει τη γέφυρα του Σελινούντα, ακολουθεί τη δεξιά όχθη του ποταμού και καταλήγει στην Ιερά Μονή. Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.
Η ιστορία της Μονής αρχίζει με τον όσιο Λεόντιο που είναι ο ιδρυτής και κτήτορας της Μονής και στο όνομά του τιμάται το Παλαιομονάστηρο που είναι χτισμένο στην εσοχή ενός βράχου, μισή ώρα πάνω από την σημερινή Ιερά Μονή, όπου ευρίσκεται ο τάφος του Οσίου. Πληροφορίες για το βίο του Οσίου Λεοντίου μας δίδει το "Ὑμνολόγιον ἐν ᾧ ἡ ακολουθία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Λεοντίου ", το Συναξάρι του νέου Λειμωναρίου και το Εγκώμιο του Ὁσίου[1]. Από τα κείμενα αυτά πληροφορούμαστε ότι ο Λέων (κοσμικό όνομα του Οσίου) γεννήθηκε στη Μονεμβασιά το έτος 1377 και είχε συγγένεια με την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων[2]. Οι γονείς του Ανδρέας Μαμωνάς και Θεοδώρα ήταν άνθρωποι "επιφανείς και θεοφιλείς". O αυτοκράτορας Ανδρόνικος Δ΄Παλαιολόγος (1376-1379) διόρισε τον πατέρα του Οσίου, Ανδρέα, διοικητή όλης της Πελοποννήσου. Η δε μητέρα του Θεοδώρα ήταν κόρη του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου[3]. Ο Όσιος έλαβε εξαιρετική ανατροφή, τις δε ανώτερες σπουδές του πραγματοποίησε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατο του πατέρα του επέστρεψε στη γενέτειρά του, παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Η μητέρα του Θεοδώρα μετά το γάμο του υιού της ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα και κατά την παράδοση, μετέβη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σελινούντα, απέναντι από το σημερινό μοναστήρι των Ταξιαρχών, όπου ίδρυσε γυναικεία Μονή της Παναγίας της "Ελπίδας των Απελπισμένων", γνωστή σήμερα ως Μονή Πεπελενίτσης, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της[4].
Ο βαθύς πόθος του να αφιερωθεί στο Χριστό τον οδήγησε στο να αφήσει την οικογένειά του και να εκπληρώσει την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Για το σκοπό αυτό μετέβη στο Άγιο Όρος όπου παρέμεινε για μια δεκαετία και μετά απεσύρθη σ ένα σπήλαιο του βουνού Κλωκός όπου ασκήτευσε. Η είδηση μετά από χρόνια διαδόθηκε σε ολόκληρη την περιοχή και πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ασκητήριό του για να λάβει πνευματική στήριξη και ευλογία από τον Όσιο[5] . Ο Όσιος κατόρθωσε να συνενώσει ασκητές όπου διέμεναν από τον 11ο αι. στα πλησιόχωρα επτά σπηλαιώδη ασκητήρια που ήταν διάσπαρτα στη βορεινή πλαγιά του Κλωκού "Ἡ Ἱερά Μονή τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν κτισθείσα διά τῆς συνδρομῆς τῶν χριστιανῶν καί ἑπτά ἀσκητηρίων, ἅτινα κεῖνται σποράδην πέριξ αὐτῆς καί ὀνομαζομένη, τοῦ Γέροντος Κλωκοῦ (Οσίου Λεοντίου), Ἁγίου Θεοδώρου, Ἁγίου Νικολάου, Ἁγίου Ἀντωνίου, Χρυσοσπηλαίου, Ἁγίας Σωτῆρος καί αὐτοῦ τούτου τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ ὑπό εὑρυτέρου σπηλαίου ἐπί βράχου καί τιμωμένη μέ τό αὐτό ὄνομα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ". Την πληροφορία αυτή δίδει χειρόγραφος κώδικας των Γενικών Αρχείων του Κράτους τον οποίο έφερε στο φως της δημοσιότητας η Καθηγήτρια του Ιονίου Πανεπιστημίου Ελένη Αγγελομάτη Τσουγκαράκη. Το κείμενο του κώδικα αυτού δίδει πληροφορίες για την αρχή της Μονής του Γέροντα στον Κλωκό και φέρει τον τίτλο "Συνοπτική Ιστορία της κατά την Αιγιάλειαν Ιεράς μονής των Ταξιαρχών". Χρονολογείται το 1853 και υπογράφεται από τον μοναχό της Μονής Ιωσήφ Ταξιαρχίτη[6]. Η κοίμηση του Οσίου Λεοντίου τοποθετείται στις δύο πρώτες δεκαετίες του 15ου αι. και η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου[7].
Η ίδρυσή του τοποθετείται στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι. από τον όσιο Λεόντιο λόγω της αύξησης των μοναχών και τη χορήγηση δωρεών από τους κατοίκους της περιοχής. Στη Μονή, οι δεσπότες της Πελοποννήσου Θωμάς και Δημήτριος, συνάρχοντες από το 1448 έως το 1460, ενίσχυσαν οικονομικά τη Μονή παραχωρώντας κτήματα, οικοδομώντας εκ θεμελίων οικοδομήματα και δωρίζοντας πολύτιμα ιερά κειμήλια με σπουδαιότερα τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου, τα οποία μετέφεραν από την Κωσνσταντινούπολη: "Βασιλεῖς οἱ αύτάδελφοι ὁ τε Θωμᾶς καί Δημήτριος τήν ἀρετήν τοῦ ἀνδρός (Ὁσίου Λεοντίου) ὑπεραγασθέντες, καί σέβας αὐτῷ ἀπονέμοντες, ἱερόν σηκόν, ἐν ᾧ ἦν τῷ Ἀρχιστρατήγῳ Μιχαήλ, ἐξ αὐτοῦ, ἀνεδείμαντο, καί ἄλλα πλεῖστα, μέγιστα καταγώγια, ἐξ αὐτῶν κρηπίδων περιπυργώσαντες, οὗ πρός ἁγιασμόν, καί μέρη τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Σωτῆρος ... ἅ ἔφερον, τῇ ἱερᾷ Τραπέζῃ ἐπιτίθενται"[8]. Την ίδια περίοδο παραχωρήθηκαν στη Μονή προνόμια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή. Αυτό αποδεικνύεται από το σχετικό σημείωμα που υπάρχει στο φύλλο 319r του Codex Vaticanus Graecus του 1755: "αὔτη ἡ θεία καί ἱερά βίβλος τοῦ ἐν ἁγίοις π(ατ)ρ(ός) ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θεολόγου/ ὑπάρχ(ει) τῆς θείας καί ἱερᾶς βασιλικῆς καί π(ατ)ριαρχικῆς μονῆς τοῦ παμμεγίστου ταξιάρχου/ τῆς ἐπικεκλημένης τοῦ Γέροντος· καί ὅστις βουληθῆ ταύτην ἐκεῖθεν ἐξαλλῶσαι/ἔστω ἀφορισμένος παρά θεοῦ παντοκράτωρος, ἐν τε τῶν νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι"[9]. Επίσης ο Ηγούμενος της Μονής έφερε τα "ἡγουμενικά παράσημα", μανδύα, ράβδο και επανωκαλύμαυχο[10]. Κτήσεις της Μονής και προνόμια απαλλαγής του από φόρους αναγνωρίστηκαν από τους Τούρκους, όπως προκύπτει από το κατάστιχο των Αρχείων της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1461-1463[11].
Σήμερα το Παλαιομονάστηρο είναι κατεστραμμένο καθώς ο εξωτερικός περίβολος έχει σχεδόν καταπέσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Σώζεται ο πύργος της εισόδου και στο τείχος της διακρίνεται αψίδα με δύο κομψές κολώνες. Λίγο παραπάνω υπάρχει μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση αμνού που εικονίζεται από δεξιά να προχωρεί εμπρός στρέφοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Φέρει διπλό σταυρό. Εισερχόμενος στο χώρο της Μονής ο επισκέπτης συναντά το Καθολικό, τον κυρίως Ναό, κτισμένο στη μέση της μεγάλης ανοικτής σπηλιάς του απόκρημνου βράχου. Είναι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Χωρίζεται με πεσσούς σε τρία κλίτη και είναι θολοσκεπές. Το ιερό βήμα έχει τρεις ημικυκλικές κόγχες, την πρόθεση, το ιερό βήμα με την αγία Τράπεζα και το διακονικό. Ο Ναός είναι πλήρης από τοιχογραφίες του 16ου αι. καταστραμμένες από πυρκαγιά και προσφάτως συντηρημένες από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Ο Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εφάπτεται δεξιά, στη νότια πλευρά του με μονόχωρο παρεκκλήσιο με τρούλο, αφιερωμένο στον όσιο Λεόντιο. Ἐχει αγιογραφικό διάκοσμο που χρονολογείται την Παλαιολόγεια εποχή , οι οποίες υποδηλώνουν ότι αρχικά ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο[12]. Αριστερά του Καθολικού, στη βόρεια πλευρά, σε χαμηλότερο επίπεδο, μέσα σε μικρή κοιλότητα του βράχου, υπάρχει ένα ακόμα ναύδριο με τοιχογραφίες[13]. Η πέτρινη σκάλα του 1810 με τα 51 σκαλοπάτια, που κτίστηκε με έξοδα του Δανιήλ Πατρέως , οδηγεί στην σκήτη και στον τάφο του Οσίου καθώς και σε ένα παρεκκλήσι που έχει κτιστεί για τον όσιο. Σε τοίχος πάνω από το παρεκκλήσι είναι εμφανής σταυρός σε πέτρινο πλαίσιο με χρονολογία δυσανάγνωστη. ένας μικρός εξώστης θυμίζει αρχιτεκτονική των αρχοντικών του Μυστρά[14]. Ο εξώστης, η αψίδα, το ανάγλυφο του αμνού, ο τρούλος του παρεκκλησίου κτίστηκαν την εποχή των Παλαιολόγων[15]. Η Μονή, σύμφωνα με τον κώδικα 282 της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, κάηκε στις 15 Αυγούστου του 1500.
Τα αίτια του εμπρησμού οφείλονται στους Τούρκους λόγω των συγκρούσεών τους με τους Βενετούς της περιοχής. Την ανακαίνιση της Μονής ανέλαβαν τα μετόχιά της και κυρίως ο σύμβουλος του Σουλτάνου Σελήμ Α΄, ο Ιωάννης Τσερνοτάμπεης, μία σημαντική προσωπικότητα της εποχής εκείνης. Η ανακαίνιση πρέπει να ολοκληρώθηκε μέχρι το 1531 καθώς όταν ο Τσερνοτάμπεης πέθανε στις 15 Μαρτίου 1531 στην Κόρινθο, μεταφέρθηκε και ετάφη στην Μονή. Παρά τις λεηλασίες και τις καταστροφές που υπέστη το Παλαιομονάστηρο, διατηρήθηκε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι. όπου καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά, επί Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως του Α΄ (1621-1638), η οποία προήλθε από Τούρκους ή Αλβανούς. Την πληροφορία αυτή αντλούμε από σιγίλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε΄, το οποίο χρονολογείται το 1749 και αναφέρει ότι "πεπλουτικός τό πρῶτον τήν σταυροπηγιακήν κλῆσιν καί ἐλευθερίαν γράμματι πατριαρχικῷ ἐκδοθέντι ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Κυρίλλου τοῦ παλαιοῦ, ὅτε καί πυρίκαυστον γεγονός δι' ἐπηρείας τοῦ μισοκάλου καί ἐξαφανισθέν ἄρδην, οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι πατέρες ἀνήγειραν καί ἀνωκοδόμησαν αὐτό, καί εἰς ἥν ὁρᾶται κατάστασιν... "[16]. Μετά την καταστροφή της Μονής οι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σε πλησιόχωρα ασκητήρια και μετόχια. Για να επισκευάσουν τη Μονή ζήτησαν τη συνδρομή αρχόντων, αρχιερέων και των πιστών της περιοχής. Στην ανοικοδόμησή της συνέβαλαν οι προύχοντες της Πάτρας και του Αιγίου, πλούσιοι από την Κωνσταντινούπολη και κυρίως ο Παλαιών Πατρών Θεοφάνης ο Α΄ που ονομάστηκε νέος κτήτορας της Μονής[17].
Μετά την καταστροφή του Παλαιομονάστηρου, οι μοναχοί ίδρυσαν το σημερινό μοναστήρι των Ταξιαρχών σε ομαλότερη τοποθεσία και κοντά στους ελαιώνες, τους κήπους και γενικότερα τα αγροκτήματα της Μονής. Οι γραπτές μαρτυρίες και τα αρχιτεκτονικά σχέδια της νέας Μονής τοποθετούν την ανοικοδόμησή της στις αρχές του 17ου αι.[18]
Το 1745 ο Ρώσος μοναχός Barsky, επισκεπτόμενος τη Μονή, σχεδίασε τους υπάρχοντες τότε χώρους της Μονής, που δεν διαφέρει από τη σημερινή[19]. Στη μέση της βόρειας πλευράς υπάρχει η μοναδική πύλη της Μονής. Παλαιότερα κοντά στην πύλη υπήρχε παλαιότερα "φυλακείο". Στο ισόγειο ευρίσκονται οι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι, ενώ στον πρώτο όροφο και δεύτερο όροφο βρίσκονται τα κελλιά των μοναχών. Τα εξωτερικά παράθυρα των κελλιών ήταν πολεμιστροειδή με σκοπό την προστασία σε περίπτωση εξωτερικής εισβολής. Αργότερα διευρύνθηκαν για να έχουν περισσότερο φυσικό φωτισμό. Στους βοηθητικούς χώρους του ισογείου περιλαμβάνονται το μαγκιπείο δηλ. το παρασκευαστήριο άρτου, το βαγεναρείο δηλ. ο χώρος που μέχρι σήμερα φυλάσσονται τα μεγάλα βαρέλια για κρασί και λάδι και το ωρείο, η αποθήκη σιτηρών , οσπρίων και άλλων ξηρών καρπών. Στη νότια πτέρυγα του α΄ορόφου είναι η τράπεζα της Μονής, ενώ μέρος της δυτικής πτέρυγας στεγάζει το υπό διαμόρφωση σήμερα κειμηλιαρχείο και δίπλα το μικρό παρεκκλήσιο του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κατά την τελευταία ανακαίνιση διαμορφώθηκαν χώροι στην δυτική πτέρυγα του ά ορόφου για την στέγαση της μεγάλης και πλούσιας βιβλιοθήκης της Μονής, ενώ στο ισόγειο της ίδιας πτέρυγας έχει διαμορφωθεί το αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής. Τα κτίσματα της Μονής( κελλιά, ηγουμενείο, ξενώνες, αποθήκες) περικλείουν την τετράγωνη αυλή, στο μέσο της οποίας ευρίσκεται το Καθολικό. Ολόκληρη η Μονή είναι στραμμένη προς το Καθολικό, τον κυρίως ναό της Μονής, που είναι το κέντρο της μοναστικής ζωής και ευρίσκεται στο μέσο της τετράγωνης αυλής. Τη στροφή αυτή προς το εσωτερικό επέβαλε η ασφάλεια του μοναστηριού, για το λόγο αυτό έχει μία φρουριακή δομή. Το Καθολικό είναι ένας σύνθετος τετρακιόνιος ναός τύπου εγγεγραμμένου σταυρού με οκταγωνικό τρούλο. Το ανατολικό μέρος του Καθολικού απολήγει σε τριμερές ιερό βήμα με προεξέχουσες ημιεξαγωνικές εξωτερικά κόγχες, από τις οποίες η μεσαία είναι διπλάσια από τις παράπλευρες.
Το χτίσιμο του Ναού είναι πολύ φροντισμένο, με εναλλαγή των πλατύτερων με τις στενότερες ζώνες. Συγκρίνοντας το σημερινό Καθολικό με το σχέδιο του Barsky δεν διαπιστώνουμε σημαντικές μεταβολές . Το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο του Ναού χρονολογείται το 1818 και κατασκευάστηκε από τον Νικόλαο Μετζοβίτη, όπως πληροφορούμαστε από την επιγραφή, που είναι σκαλισμένη δεξιά της ωραίας Πύλης "'ἐσκαλίσθη ὑπ ἐμοῦ τοῦ Νικολάου Μετζοβίτη 1818 ". Από τον ίδιο τεχνίτη του τέμπλου κατασκευάστηκε ο αρχιερατικός θρόνος και το προσκυνητάρι του Οσίου Λεοντίου. Η επιχρύσωση του τέμπλου έγινε το 1884, όταν ο μοναχός Νικόλαος Οικονόμου, μετά από μία περιοδεία στη Βλαχία, έφερε την ποσότητα του χρυσού που χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό. Τὸ 1895 έγινε η αγιογράφηση και η διακόσμηση στο εσωτερικὸ του Καθολικού απὸ τρεις κοσμηματογράφους και δύο αγιογράφους. Οι αγιογραφίες είναι των Δ. Κ. Φάνελλη, Α. Μανέλη και Ι. Οικονόμου. Για το λόγο αυτό δαπανήθηκαν 40 χιλιάδες χρυσές δραχμές. Τον ίδιο χρόνο ο Πατρινὸς ξυλογλύπτης Γεώργιος Ψάθας φιλοτέχνησε την ωραία εξώθυρα του Καθολικού με έξοδα εις μνήμην του ιερομονάχου Παρθενίου Γεωργιάδου. Στην κόγχη που σχηματίζεται πάνω απὸ την εξώθυρα έγινε τότε ἡ σπουδαία αγιογραφία «Σύναξις τῶν Ταξιαρχῶν» με την επιγραφή «Ἀνδρέας Μανάλης 1895».Το 1901 κατασκευάσθηκε η εντυπωσιακή βαριὰ σιδερόπορτα του Μοναστηριού με έξοδα της δωρήτριας Ροδοκανάκη. Είναι δίφυλλη· στα φύλλα της εικονίζονται ανάγλυφοι οι δύο Ταξιάρχες, προστάτες της μονής. Το δε 1908 έγινε το καγκελόφραχτο ημικυκλικὸ πλακόστρωτο προαύλιο του Καθολικού με έξοδα του άλλοτε επιστάτη των μοναστηριακών κτημάτων Αθανασίου Δρούλια. Στο σχέδιο του Barsky δεν υπάρχουν τα καμπαναριά που βλέπουμε σήμερα δεξιά και αριστερά στον εξωνάρθηκα. Κατασκευάστηκαν το 1859. Στη Β.Δ. γωνία της αυλής υπάρχει ο τριώροφος πύργος. Στο ισόγειο του πύργου ευρίσκεται το ναύδριο της Αγίας Τριάδος. Στο σχέδιο του Barsky πάνω από το ναύδριο απεικονίζεται ένας όροφος στενότερος που στέγαζε παλαιότερα καμπάνες. Εκτός Μονής ο κοιμητηριακός Ναός είναι αφιερωμένος στους Αγίους Πάντες. Επίσης στην Ιερά Μονή ανήκουν οι εξωτερικοί Ναοί του Αγίου Νικολάου, Αγίου Αθανασίου, Αγίου Αντωνίου και των Αγίων Θεοδώρων.
Στα χρόνια της ακμής της η Μονή διέθετε δικές της γεωργικές και δασικές εκτάσεις. Σε έγγραφο που βρίσκεται στο Βενετικό Αρχείο και χρονολογείται το 1700 τα όρια της Μονής προσδιορίζονται ως εξής: ¨τά ὅριά της ἀρχίζουν πρός βορρά ἀπό ἕνα σημεῖο, στό ποτάμι τῆς Βοστίτσας, πού λέγεται Μικρές Ἀχλαδιές καί συνορεύοντας μέσω τοῦ ἴδιου ποταμιοῦ μέ τό χωριό Βόβοδα πηγαίνουν στό σημεῖο Φοῦρνοι, ἀπ' ὅπου, συνορεύοντας στά ἀνατολικά μέ τό χωριό Μαυρίκι, πηγαίνουν στο βουνό Μπελενίκο, ἀπό τό ὁποῖο, συνορεύοντας μέ τό χωριό Φτέρη, πηγαίνουν στήν Παναγία τοῦ Κλοκοῦ καί ἀπό ἐκεῖ, συνορεύοντας πρός τόν νότο μέ τό ἴδιο χωριό Φτέρη, πηγαίνουν στήν Παναγία στόν Πύργο, Ἅγιο Ἠλία, Στόλο καί Τρύπιο Λιθάρι καί ἀπό αὐτό, συνορεύοντας στά ἀνατολικά μέ τό χωριό Κρόκοβα, ἐπιστρέφουν στό ποτάμι τῆς Βοστίτσας, ἐκεῖ ὅπου ἄρχισαν νά συνορεύουν πρός βορρά μέ τό χωριό Βόβοδα"[20]. Στην Μονή εγκαταβιούσαν αρκετοί Μοναχοί. Στην απογραφή των μοναχών, που έγινε στα τέλη του 1833, βρέθηκαν στους Ταξιάρχες 74 μοναχοί. Τον Ιούνιο του 1878 μια αναφορά προς την Ιερά Σύνοδο, για αυθαίρετη κατάληψη του ξενώνα της Μονής από τον ηγούμενο Μισαήλ Αλεξανδρόπουλο, φέρεται υπογεγραμμένη από 80 μοναχούς[21]. Το 1902, που επισκέφθηκε τους Ταξιάρχες ο Χρ. Κορύλλος, γνωστός ιατρός των Πατρών, η Μονή αριθμούσε περί τους 121 μοναχούς και υπηρέτες[22]. Έφτασε να αριθμεί μέχρι 150 μοναχούς και υποτακτικούς[23]. Ο ιερός κώδικας της Μονής μας πληροφορεί ότι το 1775 η Μονή είχε 15 μετόχια στον Μωριά, στη Ρούμελη, στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη.
Από την αρχή ως το τέλος του μεγάλου Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 το μοναστήρι των Ταξιαρχών υπήρξε μια αξιόλογη επαναστατική εστία. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, η Μονή υπήρξε κέντρο προετοιμασίας του μεγάλου αγώνα, αλλά και καταφύγιο των κατατρεγμένων από τον Τούρκο δυνάστη.
Το 1770 η Αικατερίνη η Μεγάλη της Ρωσίας έστειλε στο Μωριά τους αδελφούς Θεόδωρο και Αλέξιο Ορλώφ για να εξεγείρουν τους σκλαβωμένους Έλληνες. Η εξέγερση απέτυχες και οι Ορλώφ εγκατέλειψαν τους Έλληνες. Οι Τούρκοι τότε έστειλαν 6000 Αλβανούς οι οποίοι προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές σε όλη την Πελοπόννησο. Σ αυτές περιλαμβάνεται και η καταστροφή της Νέας Μονής Ταξιαρχών. Οι Αλβανοί, ακολουθώντας τις οδηγίες των Τούρκων, έκοψαν τα πανύψηλα δέντρα γύρω από τη Μονή, αυτά έπεσαν πάνω στα τείχη του μοναστηριού και οι επιδρομείς πατώντας πάνω τους κατόρθωσαν να εισβάλλουν στην Μονή. Έσφαξαν όλους τους μοναχούς, αλλά και όσους κατοίκους της πόλεως του Αιγίου είχαν καταφύγει εκεί για να σωθούν. Μόνο ο ηγούμενος της Μονής Θεοφάνης Μαυρικιώτης, που πήρε μαζί του όσα κειμήλια μπορούσε, μεταξύ αυτών τα Άχραντα Πάθη του Χριστού, μαζί μέ τρεις άλλους μοναχούς κατόρθωσαν δι ενός παραθύρου να διαφύγουν. Κάποιοι μοναχοί που είχαν καταφύγει στο Παλαιομονάστηρο του Οσίου Λεοντίου κατεσφάγησαν από τους Αλβανούς[24]. Για την καταστροφή της νέας Μονής μας πληροφορεί ο κώδικας του 1775: "Κῶδιξ ἱερός τῆς ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς καί Βασιλικῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν τῆς κατά τήν Βοστίτζαν τῆς Πελοποννήσου κειμένης. Ἐν ᾧ καταγράφονται πάντα τά τε κινητά καί ἀκίνητα καί κτήματα τῆς αὐτῆς μονῆς, ὅσα διεσώθησαν μετά τόν ἀπό τῶν ἀλβανῶν ἐμπρησμόν καί καταστροφήν αὐτῆς, κατά τό αψοβ΄ ἔτος ἀπό Χριστοῦ ἐπισυμβάσαν καί ὅσα εἰς τό μετέπειτα προσεκτήθησαν καί προσκτηθήσονται. Καί δή κατά τό αψοέ σωτήριον ἔτος, Μαρτίου θ΄, καθ' ἥν ἐπιστρέψαμεν είς τό ἱερόν ἡμῶν μοναστήριον, μετά τόν ἐμπρησμόν καί διασκορπισμόν αὐτοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπαπειλουμένου ἐκείνου κινδύνου, κατεστρώσαμεν τόν παρόντα κώδικα, ἡγουμενεύοντος τοῦ πανοσιωτάτου κυρίου Θεοφάνους Μαυρικιώτου, ἐν ᾧ καταγράφομεν ἐν πρώτοις τά διασωθέντα ἀκίνητα κτήματα τῆς ἱερᾶς ἡμῶν ταύτης Μονῆς..."[25]. Μετά την καταστροφή ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιος Β΄ ἐξέδωσε τον Δεκέμβριο του 1775 σιγίλιο με το οποίο ανακήρυξε και πάλι τη Μονή Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή "τό μοναστήριον γιγνώσκεται πατριαρχικόν,σταυροπηγιακόν, ἐλεύθερον, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον, αὐτόνομον τε καἰ αὐτοδέσποτον, ἀνενόχλητον καί ἀνεπηρέαστον παρά παντός προσώπου εἴτε ἀρχιερατικοῦ εἴτε ἐξάρχου πατριαρχικοῦ"[26]. Το 1782 οι μοναχοί με την καθοδήγηση και την φροντίδα του Ηγουμένου Θεοφάνους Μαυρικιώτη, ξεκίνησαν τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου μοναστηριού: "Κατά δέ τό ἔτος 1782 σωτήριον ἔτος ἐκάμαμε ἀρχήν σύν Θεῷ νά ἀνακαινίζωμεν τά ἐλεεινά ἐρείπια τῆς ἀπανθρώπου ἀποτεφρώσεως τῆς ἱερᾶς ἡμῶν μονῆς. Τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας καί ἑπομένως τῶν κελλίων καί ἄλλων ἀνοικοδομημάτων. Ἔτρεξαν καθ' ὅλην τήν ἀνοικοδομήν καί ἐπιδιόρθωσιν τοῦ μοναστηρίου ἔξοδα γρόσια χιλιάδες 27 καί 856, ὅλα ἐκ δανείων", γράφει ο κώδικας της Μονής. Το 1798 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' εξέδωσε νέο σιγίλιο με το οποίο ανανέωσε το σιγίλιο του Σωφρονίου Β΄ και προσδιόρισε την ετήσια εισφοράς της μονής στον πατριαρχικό θρόνο χάριν υποταγής, καθόρισε τον τρόπο εκλογής του ηγουμένου, τη σφραγίδα της μονής, τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας και την οργάνωση της Πεπελενίτσας[27].
Από το 1815 ο μοναχός Παφνούτιος Ρούβαλης έφυγε στην Ανατολή, αγόρασε μετόχι της μονής στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας και τις παραμονές του 1821 επέστρεψε στη Μονή και μύησε στην Φιλική Εταιρεία τον ηγούμενο Σάββα Βερσοβίτη και άλλους μοναχούς. Ο ηγούμενος γνώριζε για την Φιλική Εταιρεία, διότι είχε λάβει μέρος στην μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας (25-26 Ιανουαρίου 1821). Υποστηρίζουν πολλοί ότι για περισσότερη ασφάλεια μία συνεδρία της Μυστικής Συνελεύσεως της Βοστίτσας έγινε στη Μονή Ταξιαρχών, με το πρόσχημα ότι οι σύνεδροι συγκεντρώθηκαν εκεί για να επιλύσουν περιουσιακές διαφορές μεταξύ των μοναστηριών του Μεγάλου Σπηλαίου και της Μονής Ταξιαρχών[28].
Αμέσως με την κήρυξη της επανάστασης του 1821 οι μάχιμοι μοναχοί των Ταξιαρχών που βρέθηκαν στο μοναστήρι κατέβηκαν στο Αίγιο και κατετάγησαν στο επαναστατικό σώμα που συγκρότησε ο Ανδρέας Λόντος με σκοπό νά εισέλθουν στην Πάτρα και να πλαισιώσουν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Τον Μάϊο του 1821 ο Ανδρέας Λόντος πήγε στους Ταξιάρχες και όρισε το μοναστήρι αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων, ενώ το μοναστήρι της Πεπελενίτσας και τα χωριά Κουνινά και Φτέρη ορίσθηκαν ως πρόχειρα νοσοκομεία. Ο Μουσταφά Πασάς, απεσταλμένος το 1821 από τον Χουρσίτ πασά, ο οποίος πολιορκούσε τα Ιωάννινα, και έχοντας την πληροφορία ότι το μοναστήρι ήταν αποθήκη εφοδίων και τροφίμων για τους επαναστάτες, κατευθύνθηκε προς τα εκεί, αλλά με τις ενέργειες ανδρών του Ανδρέα Ζαΐμη κόπηκε ο δρόμος της προέλασης στο χωριό Βόβοδα και παρ όλο που οι Έλληνες ηττήθηκαν, η επιδρομή εναντίον του μοναστηριού ματαιώθηκε κι έτσι απετράπη η καταστροφή του μοναστηριού. Το 1822 ο ηγούμενος Προκόπιος Βλοβοκίτης και ο μοναχός Νικηφόρος Αγριδιώτης κατέβηκαν στο Αίγιο και μαζί με τους προκρίτους συγκρότησαν επιτροπή που στρατολογούσε άνδρες στον Αγώνα.
Κατά τον εμφύλιο του 1824 μεταξύ των οπλαρχηγών του Μοριά και της Ρούμελης, το μοναστήρι κράτησε ουδετερότητα μαζί με τους καπεταναίους της Κουνινάς. Κατά την ρήξη του Ανδρέα Λόντου και του Δ. Μελετόπουλου, παρόλο που εισέβαλαν στο μοναστήρι 80 άνδρες απεσταλμένοι από τον Μελετόπουλο και μάζεψαν όλα τα όπλα και τα εφόδια που φυλάσσονταν στο μοναστήρι, με την αυθόρμητη επέμβαση κατοίκων των πλησίον επαρχιών ελευθερώθηκε το μοναστήρι από τους εισβολείς.
Το 1827 το μοναστήρι εξακολουθούσε να είναι αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων για τον Αγώνα. Μεγάλο όμως κίνδυνο διέτρεχε να προσβληθεί από τους Τούρκους και τους τουρκοπροσκυνημένους· για το λόγο αυτό ανετέθη η φρούρησή του στον οπλαρχηγό Αργύρη Παπασταθόπουλο από την Κουνινά και στους 50 άνδρες του. Μετά την μάχη στον Άη Γιάννη το Θεολόγο (Τσετσεβό), που ήταν μετόχι του μοναστηριού, στις 17 Ιουλίου 1827, Τούρκοι και τουρκοπροσκυνημένοι κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι, αλλά τους αναχαίτισαν ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος και ο Λεχουρίτης μετά από οκτάωρη μάχη. Κατά τον Σεπτέμβριο του 1827 το μοναστήρι κινδύνευσε από τους Τούρκους του Δελή Αχμέτ και τους προσκυνημένους του Νενέκου, αλλά νικήθηκαν και έτσι ματαιώθηκαν τα σχέδιά τους. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το μοναστήρι από την αρχή μέχρι το τέλος του Αγώνα προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες και παρά τους κινδύνους δεν κατόρθωσαν να το καταλάβουν οι Τούρκοι.
Η Μονή στήριξε οικονομικά τον αγώνα προσφέροντας σημαντικά ποσά. Συγκεκριμένα ο κώδικας της Μονής αναφέρει "(κστ). κατά δέ τό αὐτό ἔτος ἤτοι εἰς τούς χιλίους ὀκτακοσίους εἴκοσι ἕνα ἐπροσφέραμεν εἰς τό κοινόν τῆς πατρίδος χάριν βοηθείας διά τά ἔξοδα τοῦ πολέμου τῆς ἐλευθερίας μας γρόσια χιλιάδες τέσσαρας καί ἐννεακόσια". Όμως οι ανάγκες του αγώνα πολλαπλασιάζονται με αποτέλεσμα το επόμενο έτος η προσφορά της Μονής να είναι μεγαλύτερη "(ΚΖ). Κατά δέ τό 1822 ἔτος καί τάς εἴκοσι τέσσαρες Μάϊου ἐμετρήσαμεν εἰς τήν Πελοποννησιακήν Γερουσίαν κατ' ἔγγραφον αὐτῆς, ἐπιταγήν γρόσια χιλιάδας ὀκτώ διά τά ὁποῖα μᾶς ἐδόθη ἐνσφράγιστον ὁμολογία χρεωστική"[29].
Επίσης δεν δίστασε να προσφέρει τα ασημένια αναθήματά της. Αναφέρει σχετικά ο κώδικας της Μονής: "(ΚΗ). Κατά δέ τό ἔτος 1822 ἐμετρήσαμεν εἰς τόν μινίστρον τῆς θρησκείας κατ' ἐπιταγήν τῆς προσωρινῆς διοικήσεως τῆς Ἑλλάδος ἀσημικόν ἐκκλησιαστικόν ὀκάδας 8 καί δράμια 170, διά τό ὁποῖον μᾶς ἐδόθη ἐνσφράγιστος ἀπόδειξις τῆς Ἑλληνικῆς διοικήσεως μέ τάς ὑπογραφάς τοῦ τε μινίστρου τῆς Θρησκείας Ἰωσήφ Ἀνδρούσης, τοῦ προέδρου τοῦ ἐκτελεστικοῦ Ἀθανασίου Κανακάρη καί τοῦ γενικοῦ γραμματέως Χαραλάμπους Μάλη". Το 1824, επί ηγουμενίας Ιερεμία Στεμιτσιώτη, δὀθηκαν στον Ανδρέα Λόντο για τις ανάγκες του στρατεύματός του 2500 γρόσια " (ΚΘ). Κατά δέ τό ἔτος 1824 Φεβρουαρίου 8 ἐμετρήσαμεν διά τοῦ κυρίου Δημητρίου Ἀδαμίδου πρός τόν ἐξοχώτατον στρατηγόν κύριον Ἀνδρέαν Λόντον κατ'ἐπιταγήν τῆς Διοικήσεως γρόσια χιλιάδας δύο καί πεντακόσια, διά τά ὁποῖα μᾶς ἐδόθηκαν ἔγγραφοι ἀποδείξεις".Για να εκτιμήσει κανείς την υλική προσφορά της Μονής κατά την εποχή του Αγώνα θα πρέπει να λάβει υπ' ὄψη του ότι το μοναστήρι ήταν χρεωμένο. Για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Επανάστασης αναγκαζόταν πολλές φορές να δανείζεται από ιδιώτες χρηματικά ποσά, τις περισσότερες φορές έντοκα[30].
Μετά την απελευθέρωση πολλοί μορφωμένοι μοναχοί της Μονής μετέβαιναν στο Αίγιο και στα γύρω χωριά εργαζόμενοι ιεραποστολικά ως γραμματοδιδάσκαλοι και εφημέριοι. Κάποιοι δίδαξαν και στο εξωτερικό. Μοναχοί με αξιοσημείωτη μόρφωση και δράση ήταν: ο μεσαιωνοδίφης Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος (1826-1872), ο οποίος επισκέφθηκε τις βιβλιοθήκες της Γερμανίας και της Ρωσίας όπου αντέγραψε πολύτιμα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών αυτών, και η βιβλιοθήκη του, χίλιοι περίπου τόμοι, μεταφέρθηκε από τη Λειψία στο μοναστήρι το 1873[31], ο Παφνούτιος Βασιλειάδης του οποίου 15 χειρόγραφα φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της Μονής, ο Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος, ο Αβέρκιος Λαμπίρης, ο Μισαήλ Αλεξανδρόπουλος με θεολογικές σπουδές στην Αθήνα και τη Μόσχα, ο Άνθιμος Αναγνωστόπουλος, ο Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος, ο ελληνοδιδάσκαλος Δαμιανός Μιχαλόπουλος, ο φιλόλογος Γεννάδιος Παναγιωτόπουλος, ο θεολόγος Σαμουήλ Ανεστόπουλος, σχολάρχης στο σχολείο της Μονής, ο φιλόσοφος και θεολόγος Αγαθάγγελος Γεωργιάδης, ο Αβέρκιος Παπαδόπουλος, ελληνοδιδάσκαλος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο διδάκτωρ της ιατρικής ιεροδιάκονος Ευμένιος Παπαλεωνίδας, ο μοναχός Θεόφιλος Σπυρόπουλος που δίδαξε στο ορθόδοξο σεμινάριο της Αμερικής "Άγιος Αθανάσιος".
Από το 1852 μέχρι το 1942 δεκαοκτώ μοναχοί της Μονής έγιναν Αρχιερείς. Πρόκειται διά τους : Προκόπιο Γεωργιάδη, επίσκοπο Μεσσηνίας (1852) και μετέπειτα Μητροπολίτη Αθηνών (1874), Νεόφυτο Κωνσταντινίδη, επίσκοπο Ύδρας και Σπετσών, Μητροφάνη Οικονομίδη, επίσκοπο Άνδρου και Κέας (1852), Δοσίθεο Ασημακίδη, επίσκοπο Θηβών και Λεβαδείας (1858), Κύριλλο Χαιρωνίδη, επίσκοπο Πατρών και Ηλείας (1865), Δανιήλ Πετρούλια, επίσκοπο Αργολίδος (1867), Ευθύμιο Αλεξανδρόπουλο, επίσκοπο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1868), Στέφανο Αργυριάδη, επίσκοπο Μεσσηνίας (1874), Αβέρκιο Λαμπίρη, επίσκοπο Πατρών (1874), Μεθόδιο Παπαναστασόπουλο, επίσκοπο Σύρου-Τήνου(1882), Αρσένιο Γουμπούρο, επίσκοπο Ύδρας και Σπετσών (1882), Γεννάδιο Παναγιωτόπουλο, επίσκοπο Άρτης (1894), Φιλάρετο Γιαννούλη, επίσκοπο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1901), Δαμασκηνό Σπηλιωτόπουλο, επίσκοπο Ηλείας (1901), Αγαθάγγελο Γεωργιάδη, επίσκοπο Θήρας (1907), Τιμόθεο Αναστασίου. Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας(1912), Ιωακείμ Αλεξόπουλο, επίσκοπο Βοστώνης (1923) και Αγαθόνικο Παπαναστασίου, Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1942)[32]. Στον κατάλογο των Αρχιερέων θα πρέπει να προστεθεί και ο σημερινός Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Ιερώνυμος Κάρμας καθώς η μοναχική του κουρά έγινε στην Μονή.
Το 1837 ιδρύθηκε στη Μονή Ελληνικό Σχολείο με την επωνυμία "Σχολαρχεῖον τῆς Μονῆς Ταξιαρχῶν ἐν Αἰγιαλεία", όταν ηγούμενος ήταν ο Μελέτιος Ροβήλος και σύμβουλοι ο Βενέδικτος Χριστόπουλος και Παφνούτιος Ρούβαλης. Ήταν τριετές. Οι απόφοιτοι του Σχολαρχείου μπορούσαν να συνεχίσουν την εγκύκλια μόρφωσή τους στο τετρατάξιο τότε Γυμνάσιο. Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν οι μοναχοί Δοσίθεος Ασημακίδης και ο Μητροφάνης Οικονομόπουλος, οι οποίοι αργότερα έγιναν επίσκοποι. Είχαν θεολογική και φιλολογική κατάρτιση, όπως αποδεικνύεται από τις χειρόγραφες συγγραφές τους που σώζωνται στη βιβλιοθήκη της Μονής. Το 1880 το Ηγουμενοσυμβούλιο ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας;την ίδρυση Γυμνασίου στη Μονή με την αιτιολογία ότι θεωρούσε "ἄτοπον τό ἱεροδιακόνους καί δοκίμους σπουδάζειν μετά παίδων δωδεκαετῶν". Η απάντηση του Υπουργείου ήταν αρνητική. Το Ελληνικό Σχολείο της Μονής λειτούργησε για περίπου ενενήντα χρόνια . Διέκοψε τη λειτουργία του με τη λήξη του σχολικού έτους 1925-1926[33]. Τον Σεπτέμβριο του 1954 μετά από ενέργειες του ηγουμένου Σαμουήλ Ανεστόπουλου και των μελών του ηγουμενοσυμβουλίου Θεοκλήτου Παπαζαφείρη και Χρυσοστόμου Θανόπουλου ιδρύεται στο μοναστήρι διτάξιο Γυμνασιακό παράρτημα εξαρτώμενο από το Γυμνάσιο αρρένων Αιγίου. Δέχτηκε τους πρώτους 24 μαθητές του στην Γ΄τάξη του οκταταξίου τότε Γυμνασίου ύστερα από εισιτήριες εξετάσεις. Ο φιλόλογος Παναγιώτης Οικονομόπουλος από τα Λουσικά Αχαΐας είναι ο πρώτος καθηγητής που αποσπάστηκε από το Γυμνάσιο αρρένων Αιγίου για να διδάξει στο σχολείο. Το επόμενο σχολικό έτος 1955-1956, το σχολείο λειτούργησε με δύο τάξεις, την Γ΄ και την Δ΄, που είχαν συνολικά 38 παιδιά. Την χρονιά αυτή την ευθύνη λειτουργίας του σχολείου ανέλαβε εξολοκλήρου ο καθηγητής θεολογίας Σπυρίδων Τσαντίλης ( ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεος) που για το λόγο αυτό αποσπάστηκε από το Γ΄ Γυμνάσιο αρρένων Πατρών. Το μοναστήρι παρείχε στους μαθητές δωρεάν στέγη και τροφή. Το σχολείο λειτούργησε μέχρι το καλοκαίρι του 1965, οπότε καταργήθηκε[34].
Για την Βιβλιοθήκη της ιεράς Μονής παρέχει πληροφορίες για πρώτη φορά ο Λίνος Πολίτης σε έκθεσή του το Δεκέμβριο του 1937. Συγκεκριμένα αναφέρει "τά βιβλία, τά περιεχόμενα εἰς τήν μονήν Ταξιαρχῶν συμποσοῦνται κατά πρόχειρον ὑπολογισμόν εἰς 2.500-3.000"[38]. Μεταξύ των βιβλίων της Μονής υπάρχει ολόκληρη η Πατρολογία του Migne, λίγα αρχέτυπα, δηλ. έντυπα που τυπώθηκαν κατά το πρώτο στάδιο της τυπογραφίας (1450-1501), πολλά παλαιότυπα και πολλές σπάνιες εκδόσεις, θεολογικά, φιλολογικά και ιστορικά συγγράμματα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων . Επίσης φυλάσσονται 90 χειρόγραφα μεταξύ των οποίων σπουδαιότερα είναι: Ευχολόγιον του 16ου αιώνα, Νομοκάνων του Μαλαξού (1625), Νομοκάνων του 1724 του Δημητρίου Πασχάλη σε απλή γλώσσα, Σύνταγμα Βλάσταρη (1548), Λόγοι και ομιλίαι Πατέρων του 14ου αιώνα, Σιγίλλιον Πατριάρχου Κυρίλλου (1749), Σιγίλλιον Πατριάρχου Σωφρονίου (1775), Λόγοι εις δημώδη του 17ου αι., Ιταλική Γραμματική του Κανέλλου Σπαναίου του 18ου αι., Περί Κυριακού Δείπνου του Ευστρατίου Αργέντη του 18ου αι., Σύμμεικτος θεολογικός με εικόνες του 18ου αι.Ακολουθία Ταξιαρχών του 18ου αι., Γεωγραφία Αρχαία του 19ου αι., 14 νεώτερα μαθηματάρια 18ου αι., 10 Επιστημονικά του 18ου αι., Λογική Κορυδαλλέως με ενθύμηση του έτους 1689 κ. ἄ. .
Καλλιτεχνικός κώδικας 55 φύλλων με τη Θεία Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου. Οι εκφωνήσεις του ιερέα είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα. Πενήντα από τα αρχικά γράμματα των παραγράφων του κώδικα είναι καλλιτεχνικά γραμμένα και κοσμούν όλο το κείμενο. Οκώδικας αυτός χρονολογείται το 1620 και γράφτηκε από τον Μητροπολίτη Μύρων Ματθαίο για τον Μητροπολίτη Ανδριανουπόλεως Άνθιμο.
Πορφυρούς κώδικας με τις λειτουργίες του Χρυσοστόμου, του Μ. Βασιλείου και του Γρηγορίου του Διαλόγου Πάπα Ρώμης. Αποτελείται από 115 φύλλα. Τά γράμματα των κειμένων είναι αργυρά, ενώ οι επιγραφές, οι εκφωνήσεις και τα αρχικά γράμματα είναι χρυσά. Τον κώδικα κοσμούν 71 καλλιτεχνικά αρχιγράμματα και τρεις εικόνες που παρουσιάζουν τους συγγραφείς των λειτουργιών. Ο κώδικας γράφτηκε το 1635 από τον ιερομόναχο Πορφύριο, καταγόμενο από το Κλόνοβο Καλαμπάκας για τον ιερομόναχο Θεωνά από τα Σουδενά Καλαβρύτων. Ο ιερομόναχος Θεωνάς αφιέρωσε τον κώδικα αυτό στη Μονή το 1643 σύμφωνα με τη σημείωση που υπάρχει στο τέλος:"Ἡ παρούσα λειτουργία ὑπάρχει καμοῦ Θεωνᾶ ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ Πελοπονίσου ἐκ χώρας Σουδενᾶς καί ἀφιερώθη ἐν τῶ μοναστηρίω των Πανμεγείστων Ταξιαρχῶν, πλησίον ἐν τῶ ὄρει Κλοκοῦ, διά ψυχηκήν σωτηρίαν, καί οἱ ἀναγινώσκοντες εὔχεσθαι ὑπέρ ἡμῶν ἔτοτς αχμγ΄ἐν μινή Ἰουλίω κθ΄".
Ο κώδικας της Μονής του 1775, ο λεγόμενος "Κώδιξ ἱερός τῆς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν" καταγράφει όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής που διασώθηκε από τον εμπρησμό του μοναστηριού το 1772 από τους τουρκαλβανούς. Επίσης καταγράφονται τα έξοδα που έγιναν για την αποδέσμευση χρεωμένων κτημάτων της μονής και την κατοχύρωσή τους, τα έργα που έγιναν στη Μονή μεταξύ των ετών 1782 έως το 1828, τα ονόματα των μοναχών που διέπρεψαν, κατάλογο των ηγουμένων της Μονής, τα έσοδα και τα έξοδά της.
Ο νεότερος κώδικας της Μονής αρχίζει από το ἐτος 1834. Έχει 395 φύλλα. Στις πρώτες σελίδες του καταγράφονται τα ιερά σκεύη και τα άγια λείψανα. Ακολουθούν η καταγραφή της ακίνητης περιουσίας, του καταλόγου των μοναχών, του καταλόγου 225 βιβλίων και η καταγραφή των δοσοληψιών του μοναστηριού.
Τέλος, υπάρχουν πολλά βιβλία που προέρχονται από τις προσωπικές βιβλιοθήκες των λογίων πατέρων της Μονής όπως του Ανδρόνικου Δημητρακόπουλου, του Παφνούτιου Βαιλειάδη κ. ἄ.
Το κατ’ εξοχήν προϊόν της Ιεράς Μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών είναι η πασίγνωστη αυθεντική ΡΟΔΟΖΑΧΑΡΗ, ένα γλυκό κουταλιού φτιαγμένο από ροδοπέταλα με την παραδοσιακή συνταγή των μοναχών.
Σήμερα στη Μονή εγκαταβιώνει ευάριθμη Μοναστική Αδελφότητα
Ταχ. Διεύθυνση: Ι. Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών 251 00 Μελίσσια Αιγιαλείας. Τηλ. 26910 56300, 56515. Φαξ. 26910 56515
Ωράριο Eπισκέψεων: Καθ' όλη την ημέρα εκτός 13.00-16.00 κατά το Χειμερινό ωράριο.
Καθ' όλη την ημέρα εκτός 13.00-17.00 κατά το Θερινό ωράριο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.