Διάγνωση ασθένειας, ιατρική γνωμάτευση From Wikipedia, the free encyclopedia
Ιατρική διάγνωση είναι η διαδικασία προσδιορισμού της ασθένειας ή της πάθησης με βάση τις ενδείξεις και τα συμπτώματα ενός ατόμου. Οι πληροφορίες που απαιτούνται για τη διάγνωση συλλέγονται συνήθως από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση του ατόμου που αναζητά την ιατρική φροντίδα. Συχνά, μία ή περισσότερες διαγνωστικές διαδικασίες, όπως ιατρικές εξετάσεις (εργαστηριακές και ακτινολογικές), γίνονται επιπλέον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Από τον μεγάλο αριθμό πληροφοριών που συλλέγονται, καθορίζονται οι πιθανές διαγνώσεις - η διαδικασία αναφέρεται ως διαφορική διάγνωση[1] - από τις οποίες η πιο πιθανή διάγνωση είναι η πρώτη που επιλέγεται. Στη συνέχεια πραγματοποιούνται επιπλέον εξειδικευμένες εξετάσεις για να ληφθούν παραπάνω πληροφορίες για να επιβεβαιωθεί η πραγματική ασθένεια.[2]
Η διάγνωση είναι σημαντικό συστατικό της διαδικασίας της επίσκεψης σε γιατρό. Συχνά είναι δύσκολη, καθώς πολλά από τα συμπτώματα είναι μη ειδικά, και έτσι οι απαραίτητες εξετάσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν από εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας. Για παράδειγμα, η ερυθρότητα του δέρματος (ερύθημα), από μόνη της, είναι σημάδι πολλών διαταραχών. Επομένως, πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση, στην οποία να συγκρίνονται και να αντιπαραβάλλονται πολλές πιθανές εξηγήσεις. Περιστασιακά η διαδικασία διευκολύνεται από ένα σημείο ή ένδειξη (ή μια ομάδα ενδείξεων) που ονομάζεται παθογνωμονικό (ειδικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ασθένειας).
Οι επιμέρους τύποι διαγνώσεων περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση αυτή γίνεται με βάση τα ιατρικά σημεία και τα αναφερόμενα συμπτώματα, αντί να χρησιμοποιηθούν ιατρικές εξετάσεις.
Η διάγνωση αυτή βασίζεται σημαντικά σε εργαστηριακές αναφορές ή αποτελέσματα εξετάσεων, παρά στη φυσική εξέταση του ασθενούς. Για παράδειγμα, η σωστή διάγνωση μολυσματικών ασθενειών συνήθως απαιτεί εξέταση των σημείων και συμπτωμάτων, καθώς και των αποτελεσμάτων εργαστηριακών εξετάσεων και των χαρακτηριστικών του εμπλεκόμενου παθογόνου.
Η διάγνωση αυτή βασίζεται κυρίως στα αποτελέσματα από τις ιατρικές απεικονιστικές μελέτες. Τα κατάγματα τύπου "Greenstick" είναι συχνές ακτινολογικές διαγνώσεις.
Η διάγνωση αυτή βασίζεται στη μακροσκοπική, μικροσκοπική και μοριακή εξέταση ιστών, όπως βιοψίες ή ολόκληρα όργανα. Για παράδειγμα, η οριστική διάγνωση του καρκίνου γίνεται μέσω εξέτασης ιστού από παθολόγο.
Η ενιαία ιατρική διάγνωση που σχετίζεται περισσότερο με το κύριο παράπονο ή την ανάγκη θεραπείας του ασθενούς (πρωτοπαθής ασθένεια). Πολλοί ασθενείς έχουν επιπλέον διαγνώσεις (δευτεροπαθείς ασθένειες).
Η διάγνωση αυτή δίνεται ως ο λόγος για τον οποίο ο ασθενής εισήχθη στο νοσοκομείο. Μπορεί να διαφέρει από το πραγματικό πρόβλημα ή από τη διάγνωση εξιτηρίου, η οποία είναι η διάγνωση που καταγράφεται όταν ο ασθενής εξέρχεται από το νοσοκομείο.[3]
Περιλαμβάνουν τον συνδυασμό σημείων, συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων εξετάσεων που χρησιμοποιεί ο κλινικός ιατρός για να προσπαθήσει να καταλήξει στη σωστή διάγνωση. Είναι πρωτόκολλα, που συνήθως δημοσιεύονται από διεθνείς επιτροπές, και έχουν σχεδιαστεί για να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή ευαισθησία και εξειδίκευση, με σεβασμό στην παρουσία μιας κατάστασης, με την τεχνολογία αιχμής.
Η διαφορική διάγνωση είναι μια διαδικασία εντοπισμού όλων των πιθανών διαγνώσεων που θα μπορούσαν να συνδεθούν με τα σημεία, τα συμπτώματα και τα εργαστηριακά ευρήματα και στη συνέχεια τον αποκλεισμό των διαγνώσεων μέχρι να γίνει ο τελικός προσδιορισμός.
Η διάγνωση αυτή πραγματοποιείται πριν από τη γέννηση του παιδιού.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ιατρική κατάσταση δεν μπορεί να διαπιστωθεί με απόλυτη σιγουριά από το ιστορικό, την εξέταση ή τον έλεγχο. Επομένως, η διάγνωση γίνεται με την εξάλειψη όλων των άλλων εύλογων πιθανοτήτων.[4]
Η διπλή διάγνωση περιλαμβάνει την ταυτόχρονη διάγνωση δύο σχετικών, αλλά χωριστών, ιατρικών καταστάσεων ή συννοσηροτήτων. Ο όρος σχεδόν πάντα αναφερόταν σε διάγνωση σοβαρής ψυχικής ασθένειας και εθισμού σε ουσίες, ωστόσο, η αυξανόμενη επικράτηση των γενετικών εξετάσεων έχει αποκαλύψει πολλές περιπτώσεις ασθενών με πολλαπλές ταυτόχρονες γενετικές διαταραχές.[5]
Η διάγνωση ή η αναγνώριση μιας ιατρικής κατάστασης στον εαυτό μας. Η αυτοδιάγνωση είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο.[6]
Μια ψευδοδιαγνωστική τεχνική (π.χ. διόραση κ.α.) που υποτίθεται ότι μπορεί να διαγνώσει τη νόσο σε απόσταση από τον ασθενή.[7]
Η διάγνωση αυτή αντί να εστιάζει σε βιολογικές διεργασίες, προσδιορίζει τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε καταστάσεις της ζωής τους, όπως η ετοιμότητα για αλλαγή ή η προθυμία να δεχτούν βοήθεια.[8]
Η διάγνωση με τη βοήθεια υπολογιστή (CAD) πραγματοποιείται όταν χρησιμοποιείται ο υπολογιστής ως βοηθητικό εργαλείο για να μπορέσει ο επαγγελματίας υγείας για να κάνει μια διάγνωση. Διαφέρει από την αυτοματοποιημένη διάγνωση μέσω υπολογιστή, στην οποία η τελική διάγνωση βασίζεται μόνο σε έναν αλγόριθμο υπολογιστή.[9]
Η υπερδιάγνωση ορίζεται ως η διάγνωση μιας πάθησης που, εάν δεν αναγνωριστεί, δεν θα προκαλέσει συμπτώματα ή θα βλάψει έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της ζωής του και αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως συνέπεια του προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο και άλλες καταστάσεις.[10]
Η διάγνωση αυτή μπορεί να είναι αποτέλεσμα φαντασιοπληξίας, να μην έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει, να μην εξηγείται φυσιολογικά ή να μην περιγράφεται με ακρίβεια και είναι επομένως τόσο συμπεριληπτική που ουσιαστικά είναι επιστημονικά άχρηστη.[11]
Η διάγνωση αυτή πραγματοποιείται μετά τον θάνατο του ασθενούς (ενίοτε σε μια ιστορική προσωπικότητα) για την αναγνώριση της ασθένειας, χρησιμοποιώντας σύγχρονες γνώσεις, μεθόδους και ταξινομήσεις ασθενειών.[12]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.