From Wikipedia, the free encyclopedia
H Aιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού (αγγλικά: Eternal Sunshine of the Spotless Mind) είναι αμερικανική αισθηματική κομεντί φαντασίας παραγωγής 2004, σε σκηνοθεσία Μισέλ Γκοντρί και σε σενάριο Τσάρλι Κάουφμαν. Πρωταγωνιστούν ο Τζιμ Κάρεϊ και η Κέιτ Γουίνσλετ. Μαζί τους εμφανίζονται οι Κίρστεν Ντανστ, Μαρκ Ράφαλο, Τομ Γουίλκινσον, Ελάιτζα Γουντ και Τομ Γουίλκινσον. Στην ταινία ο Τζόελ, συντετριμμένος που η κοπέλα του, Κλέμενταϊν, έσβησε τη σχέση τους από το μυαλό της, αποφασίζει να κάνει το ίδιο. Καθώς βλέπει τις αναμνήσεις του να διαγράφονται, συνειδητοποιεί ότι την αγαπάει ακόμα και ότι μπορεί να είναι αργά για να διορθώσει το λάθος του.
Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Μισέλ Γκοντρί |
Παραγωγή | Στιβ Γκόλιν Άντονι Μπρέγκμαν |
Σενάριο | Τσάρλι Κάουφμαν |
Πρωταγωνιστές | Τζιμ Κάρεϊ Κέιτ Γουίνσλετ Κίρστεν Ντανστ Μαρκ Ράφαλο Ελάιτζα Γουντ Τομ Γουίλκινσον |
Μουσική | Τζον Μπράιον |
Φωτογραφία | Έλεν Κούρας |
Μοντάζ | Βάλντις Οσκαρσντότιρ |
Ενδυματολόγος | Melissa Toth[1] |
Εταιρεία παραγωγής | Anonymous Content This Is That |
Διανομή | Focus Features |
Κυκλοφορία | 19 Μαρτίου 2004 23 Απριλίου 2004 |
Διάρκεια | 108 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες |
Γλώσσα | αγγλική |
Προϋπολογισμός | 20 εκατομμύρια δολάρια |
Ακαθάριστα έσοδα | 73,3 εκατομμύρια δολάρια |
δεδομένα ( ) |
Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το ποίημα Eloisa to Abelard του Αλεξάντερ Πόουπ, που αναφέρεται σε μiα τραγική ιστορία αγάπης, όπου η ηρωίδα βρίσκει παρηγοριά μόνο όταν καταφέρνει να ξεχάσει τον αγαπημένο της.[2] Η ταινία χρησιμοποιεί στοιχεία ψυχολογικού δράματος και επιστημονικής φαντασίας, και μια μη γραμμική αφήγηση για να εξερευνήσει τη φύση της μνήμης και του έρωτα.[3]
Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 19 Μαρτίου 2004. Έλαβε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς[4], με τους περισσότερους να επαινούν το οπτικό στυλ, το μοντάζ, το σενάριο, τη μουσική, τα θέματα, τη σκηνοθεσία του Γκοντρί και τις ερμηνείες του καστ, ειδικά του Κάρεϊ και της Γουίνσλετ. Με προϋπολογισμό 20 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία αποδείχτηκε και μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, συγκεντρώνοντας 73,3 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.[5] Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στη λίστα με τις 10 Καλύτερες Ταινίες του 2004.[6] Βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου και έλαβε υποψηφιότητα στην κατηγορία Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Γουίνσλετ.[7]
Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού θεωρείται πλέον καλτ κλασική ταινία και θεωρείται ως μία από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 2000[8] και μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.[9][10]
Ο Τζόελ και η Κλέμενταϊν γνωρίζονται στο τραίνο και, παρ' όλο που είναι δύο πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, ερωτεύονται. Στην αρχή δεν συνειδητοποιούν ότι τη μέρα που συναντήθηκαν είναι στην ουσία πρώην εραστές, που τώρα είναι χωρισμένοι, αφού ήταν δύο χρόνια μαζί. Μετά από έναν άσχημο τσακωμό, η Κλέμενταϊν πήγε σε μια κλινική στη Νέα Υόρκη, όπου με μια ειδική μέθοδο θα της σβήσουν όλες τις αναμνήσεις της ζωής της με τον Τζόελ. Όταν ο Τζόελ το ανακάλυψε, αποφάσισε να κάνει και αυτός το ίδιο.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται στο μυαλό του Τζόελ όσο αυτός κοιμάται. Καθώς οι αναμνήσεις του διαγράφονται, βρίσκει τον εαυτό του να τις ξαναζεί. Έτσι βλέπει τις ευτυχισμένες στιγμές της σχέσης του με την Κλέμενταϊν και παλεύει να διατηρήσει έστω και τη μικρότερη ανάμνηση από τη σχέση τους. Παρ' όλες τις προσπάθειές του, οι αναμνήσεις του σιγά σιγά διαγράφονται.
Κατά τη διάρκεια διαγραφής της μνήμης του Τζόελ, οι υπάλληλοι της κλινικής έχουν ο καθένας τη δική τους ιστορία. Ο Πάτρικ, ένας τεχνικός, έχει σχέση με την Κλέμενταϊν και αντιγράφει τις κινήσεις του Τζόελ για να τη σαγηνεύσει. Η Μαίρη, η ρεσεψιονίστ, είχε σχέση με το Δόκτωρ Χάουαρντ Μιέρζβιακ, τον παντρεμένο γιατρό και διευθυντή της κλινικής. Η Μαίρη όμως δε θυμάται ότι συμφώνησε να διαγράψει τη σχέση αυτή από το μυαλό της, παρά μόνο όταν το ανακάλυψε η σύζυγος του γιατρού. Όταν η Μαίρη μαθαίνει όλη την αλήθεια, κλέβει τα αρχεία της κλινικής και τα στέλνει σε όλους τους πελάτες.
Ο Τζόελ και η Κλέμενταϊν λαμβάνουν τα αρχεία της κλινικής, λίγο μετά που ξανά γνωρίστηκαν αφού είχαν διαγράψει τις αναμνήσεις τους. Στην αρχή σοκάρονται, καθώς δε θυμούνται τίποτα. Ο Τζόελ προσπαθεί να πείσει την Κλέμενταϊν ότι μπορούν να ξαναπροσπαθήσουν, αλλά η Κλέμενταϊν φοβάται ότι θα έχουν την ίδια κατάληξη. Ο Τζόελ το δέχεται και τελικά αποφασίζουν να είναι και πάλι μαζί.
Η ιδέα για την ταινία προήλθε από συνομιλίες μεταξύ του σκηνοθέτη Μισέλ Γκοντρί και του σεναριογράφου Πιερ Μπισμούτ το 1998.[11] Οι δυο τους γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 κατά τη διάρκεια της καριέρας του Γκοντρί ως ντράμερ στο γαλλικό ποπ συγκρότημα Oui Oui.[12] Ο Μπισμούτ είχε συλλάβει την ιδέα της διαγραφής ορισμένων ανθρώπων από το μυαλό ως απάντηση σε μια φίλη που παραπονιόταν για το αγόρι της. Όταν τη ρώτησε αν θα έσβηνε αυτόν τον φίλο από τη μνήμη της, εκείνη είπε ναι.[12][13] Ο Μπισμούτ αρχικά σχεδίαζε να πραγματοποιήσει ένα πείραμα τέχνης που περιλάμβανε την αποστολή καρτών σε ανθρώπους που έλεγαν ότι κάποιος που γνώριζαν είχε διαγράψει τον παραλήπτη της κάρτας από τη μνήμη τους.[14] Όταν το ανέφερε αυτό στον Γκοντρί, το εξέλιξαν σε μια ιστορία βασισμένη στις καταστάσεις που θα προκύπτανε αν ήταν επιστημονικά δυνατό.[12][14] Ο Μπισμούτ δεν πραγματοποίησε ποτέ την ιδέα του πειράματος.[14]
Ο Γκοντρί προσέγγισε το σεναριογράφο Τσάρλι Κάουφμαν με αυτή την ιδέα[13][14] και το εξέλιξαν σε ένα μικρό σενάριο.[15] Ενώ οι δυο τους δεν πίστευαν ότι το κόνσεπτ αυτό θα ήταν εμπορικό, ένας μικρός πόλεμος προσφορών ξεκίνησε για την ιδέα τους.[11][15][16] Ο Στιβ Γκόλιν της εταιρίας παραγωγής Propaganda Films αγόρασε το σενάριο στις 12 Ιουνίου 1998, έναντι ενός χαμηλού επταψήφιου ποσού.[17][18] Ο Κάουφμαν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συγγραφή του σεναρίου, δεν ξεκίνησε αμέσως, αντ' αυτού επέλεξε να αναστείλει τη συγγραφή ενώ δούλευε στις ταινίες Adaptation (2002), Εξομολογήσεις ενός Επικίνδυνου Μυαλού (Confessions of a Dangerous Mind, 2002) και Ανθρώπινη Φύση (Human Nature, 2001), στην οποία ο Γκοντρί πραγματοποίησε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο.[11]
Εκείνη την περίοδο, ο σκηνοθέτης Κρίστοφερ Νόλαν κυκλοφόρησε την ταινία του Memento (2000), η οποία επίσης ασχολείται με τη μνήμη. Λόγω των ομοιοτήτων, ο Κάουφμαν ανησύχησε και προσπάθησε να αποσυρθεί από το πρότζεκτ, αλλά ο Γκόλιν τον ανάγκασε να το ολοκληρώσει.[17] Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, η ιδιοκτησία του σεναρίου άλλαξε αρκετές φορές με αποτέλεσμα ο Κάουφμαν να μην χρειάζεται να ασχοληθεί με τα στούντιο μέχρι το τέλος της διαδικασίας συγγραφής σεναρίου.[11] Το τελικό σενάριο έκανε τα στούντιο να ανησυχούν.[11]
Ο Κάουφμαν δεν ήθελε να κάνει την ταινία θρίλερ και ήθελε να υποβαθμίσει τις πτυχές επιστημονικής φαντασίας της διαγραφής της μνήμης, εστιάζοντας στη σχέση.[11][14][16] Έδινε έναν "τεράστιο αγώνα" ενώ έγραφε το σενάριο, αντιμετωπίζοντας ιδιαίτερα δύο προβλήματα: στο πως να δείξει τις αναμνήσεις, τις αντιδράσεις του Τζόελ στις αναμνήσεις και τον Τζόελ που αλληλοεπιδρά με την Κλέμενταϊν έξω από τις αναμνήσεις και μέσα στις αναμνήσεις, και το γεγονός ότι οι χαρακτήρες μπορούσαν να αναφέρονται σε μεταγενέστερες σκηνές σε ήδη σβησμένες αναμνήσεις.[11]Ο Κάουφμαν έλυσε το πρώτο πρόβλημα κάνοντας τον Τζόελ διαυγή και ικανό να σχολιάσει τις αναμνήσεις του και έλυσε το δεύτερο κάνοντας τις αναμνήσεις να υποβαθμιστούν αντί να σβήσουν αμέσως, με το πλήρες σβήσιμο να συμβαίνει στο ξύπνημα.[11] Ο αρχικός τίτλος που έδωσε ο Κάουφμαν στο σενάριο είχε 18 λέξεις, καθώς ήθελε έναν τίτλο που δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε αφίσα.[19] Τελικά αποφάσισε τον τίτλο Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού, έναν τίτλο που προέρχεται από το ποίημα Eloisa to Abelard του Αλεξάντερ Πόουπ.[20]
Ο Τσάρλι Κάουφμαν έδωσε στον Τζόελ μερικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.[17] Οι παραγωγοί έδωσαν στον Τζιμ Κάρεϊ το ρόλο του Τζόελ παρά το γεγονός ότι ο ηθοποιός δεν υποδυόταν τέτοιους ρόλους καθώς τον προτίμησαν για την καθημερινή του εμφάνιση και για την κωμική του ικανότητα. Σύμφωνα με τον Γκοντρί, αυτό συνέβη επειδή "Είναι δύσκολο να είσαι αστείος. Είναι πολύ πιο εύκολο να πάρεις κάποιον πραγματικά αστείο και να τον ρίξεις στα πατώματα παρά να κάνεις το αντίθετο."[21] Για να παρακινήσει τον Κάρεϊ, έναν ηθοποιό που συνήθως απεικόνιζε ρόλους με πολύ ενέργεια, να απεικονίσει έναν συγκρατημένο χαρακτήρα, ο Γκοντρί δεν του επέτρεπε να αυτοσχεδιάσει, έναν περιορισμό που δεν έθεσε στα άλλα μέλη του καστ και που στον Κάρεϊ δεν άρεσε καθόλου.[22] Ο Γκοντρί έβγαλε επίσης τον Κάρεϊ εκτός ισορροπίας δίνοντάς του παραπλανητικές οδηγίες ή ξεκινώντας το γύρισμα σε λάθος χρόνο. Ο Γκοντρί πίστευε ότι αυτό θα έκανε τον Κάρεϊ να ξεχάσει τι έπρεπε να κάνει για να είναι ο Τζόελ, επιτρέποντάς του να μπει στο χαρακτήρα.[17] Στο ντοκιμαντέρ του Netflix το 2017 με τίτλο Jim & Andy: The Great Beyond, ο Κάρεϊ αναφέρει μια συνομιλία με τον Γκοντρί ένα χρόνο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα για την ταινία και λίγο μετά τον χωρισμό του Κάρεϊ με μια γυναίκα που δεν κατονόμασε.[23] Ο Γκοντρί είδε ότι η συναισθηματική κατάσταση του Κάρεϊ εκείνη την εποχή ήταν "τόσο όμορφη, τόσο καταρρακωμένη" που του ζήτησε να μείνει έτσι για ένα χρόνο για να ταιριάζει με τον χαρακτήρα. Στο ντοκιμαντέρ, ο Κάρεϊ σχολίασε: "Τόσο τρελή είναι αυτή η βιομηχανία."[24][25] Ο Νίκολας Κέιτζ ήταν η αρχική επιλογή του Γκοντρί για να υποδυθεί τον Τζόελ[22], αλλά ο Κέιτζ δεν ήταν διαθέσιμος καθώς είχε μεγάλη ζήτηση από ανεξάρτητους σκηνοθέτες μετά την ερμηνεία του στην ταινία Αφήνοντας το Λας Βέγκας (Leaving Las Vegas, 1995).[21]
Για τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο οι παραγωγοί σκέφτηκαν την Κέιτ Γουίνσλετ, καθώς η ηθοποιός είχε εμφανιστεί σε μεγάλο βαθμό σε ταινίες εποχής[26] και έτσι θα ερχόταν σε αντίθεση με το ρόλο της Κλέμενταϊν.[17] Η Γουίνσλετ πήρε το ρόλο αφού ήταν η μόνη ηθοποιός που άσκησε κριτική στο σενάριο αντί να κολακέψει το σεναριογράφο.[21] Όταν μια άλλη ηθοποιός κέρδισε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, το στούντιο προσπάθησε να πείσει τον Γκοντρί να δώσει το ρόλο σε αυτήν και όχι στη Γουίνσλετ, αλλά ο Γκοντρί απείλησε ότι θα αποχωρήσει από την ταινία αν συμβεί αυτό.[21] Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Γκοντρί πήρε τη Γουίνσλετ σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο για να κάνουν πρόβες και φορούσε περούκες αντί να βάψει τα μαλλιά της.[26] Μερικοί σχολιαστές σημειώνουν πως ο ρόλος της Κλέμενταϊν ασκεί κριτική στον αρχετυπικό εκκεντρικό χαρακτήρα.[27] Οι περισσότεροι σχολιαστές στέκονται σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για να καταδείξουν αυτήν την κριτική, όπου η Κλέμενταϊν προειδοποιεί τον Τζόελ ότι έχει ελαττώματα: "Πολλοί άντρες πιστεύουν ότι είμαι ιδέα, ή τους ολοκληρώνω, ή θα τους κάνω ζωντανούς. Είμαι απλά ένα γαμημένο κορίτσι που ψάχνει τη δική μου ηρεμία. Μη μου αναθέσεις τη δική σου."[28][29] Με την παρορμητικότητά της, τη συναισθηματική της ένταση (ακραίες αλλαγές στη διάθεση), την εξάρτηση από το αλκοόλ, τις ταραχώδεις σχέσεις, την απερίσκεπτη συμπεριφορά και τη βιαστική εξιδανίκευση ή υποτίμηση του Τζόελ, η Κλέμενταϊν φαίνεται να παρουσιάζει χαρακτηριστικά οριακής διαταραχής προσωπικότητας, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Κάουφμαν έγραψε τον χαρακτήρα έχοντας κατά νου αυτή τη συγκεκριμένη διάγνωση.[30] Ο Γκοντρί είχε σκεφτεί νωρίτερα να δώσει στην Μπιορκ το ρόλο της Κλέμενταϊν. Η Μπιορκ όμως φοβόταν ότι θα επηρεαζόταν συναισθηματικά και απέρριψε την πρόταση αφού διάβασε το σενάριο.[31]
Ο Μαρκ Ράφαλο πήρε το ρόλο του Σταν, όταν ο ηθοποιός έδωσε μια "απροσδόκητη ερμηνεία για το ρόλο" στον Γκοντρί όταν πρότεινε στο σκηνοθέτη ο Σταν να είναι θαυμαστής του συγκροτήματος The Clash και να μοιάζει με τον Τζο Στράμερ.[21] Ο Σεθ Ρόγκεν έκανε δοκιμαστικό για το ρόλο του Πάτρικ, πριν καταλήξει στον Ελάιτζα Γουντ.[32]
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στα μέσα Ιανουαρίου 2003 μετά από έξι εβδομάδες προετοιμασίας.[33][34][35] Διήρκησαν τρεις μήνες με προϋπολογισμό 20 εκατομμυρίων δολαρίων και πραγματοποιήθηκαν κυρίως μέσα και γύρω από την πόλη της Νέας Υόρκης.[22][35] Το συνεργείο παραγωγής αναδημιούργησε μερικές βασικές σκηνές, όπως το διαμέρισμα του Τζόελ και την κουζίνα σε στυλ της δεκαετίας του 1950, σε μια πρώην βάση του αμερικανικού ναυτικού στο Νιου Τζέρσεϊ.[35] Το γύρισμα ήταν δύσκολο, μερικές φορές κρατούσε 17 ώρες την ημέρα σε σκληρά περιβάλλοντα.[36]
Τα γυρίσματα αποδείχτηκαν πρόκληση για τη διευθύντρια φωτογραφίας Έλεν Κούρας λόγω της δυσκολίας της κινηματογράφησης του οράματος που είχε ο Γκοντρί για την ταινία, να συνδυάσει δηλαδή την αυθεντικότητα των γυρισμάτων σε πραγματικές τοποθεσίες με απρόβλεπτες λάμψεις ανάλαφρου χιούμορ. Σύμφωνα με αυτό το όραμα, ο Γκοντρί ήθελε φυσικό φως να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για κάθε λήψη. Η Κούρας διαφώνησε και εργάστηκε γύρω από αυτήν την ιδέα φωτίζοντας το δωμάτιο αντί για τους ηθοποιούς και κρύβοντας φώτα και λάμπες γύρω από το σετ για να αυξήσει τα επίπεδα φωτός.[35] Ένα άλλο ζήτημα που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί ήταν ότι λόγω του συχνού αυτοσχεδιασμού, της έλλειψης σημείων και των λίγων προβών, συχνά δεν ήξεραν πού θα ήταν οι ηθοποιοί. Δύο κάμερες χειρός τραβούσαν πλάνα 360 μοιρών ανά πάσα στιγμή, τραβώντας συνολικά 10.900 μέτρα φιλμ την ημέρα.[37][35] Ο Γκοντρί εμπνεύστηκε από το έργο του Γάλλου σκηνοθέτη του Νέου Κύματος Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Έτσι γύρισε σκηνές χρησιμοποιώντας αναπηρικά καροτσάκια καθώς και έλκηθρα και τροχήλατες πλατφόρμες. Όταν χρησιμοποιούσαν αναπηρικά καροτσάκια, η λήψη δεν ήταν σταθερή. Ωστόσο, καθώς στην Κούρας άρεσε η αισθητική της χαμηλής γωνίας με ταλαντευόμενη κίνηση, το υλικό συμπεριλήφθηκε στην ταινία.[35]
Η ταινία χρησιμοποίησε ελάχιστα CGI, με πολλά εφέ να επιτυγχάνονται εντός της κάμερας, μέσω αναγκαστικών προοπτικών, κρυφού χώρου, προβολέων, μη συγχρονισμένου ήχου, διαχωρισμένης εστίασης και μοντάζ χωρικής και χρονικής συνέχειας.[14] Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ο ωκεανός που ξεβράζει το σπίτι στο Μόντοκ. Η ομάδα παραγωγής το πέτυχε αυτό χτίζοντας τη γωνία ενός σπιτιού στην παραλία και αφήνοντας την παλίρροια να ανέβει.[22] Η εκτέλεση αυτού του εφέ ήταν δύσκολη, καθώς η ειδική ομάδα που προσλήφθηκε για να τοποθετήσει το σετ στο νερό αρνήθηκε λόγω αντιληπτών κινδύνων. Σε απάντηση, ο Γκοντρί απέλυσε την ομάδα και έβαλε την ομάδα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των ηθοποιών και των παραγωγών, να βάλουν το σετ στο νερό. Σε αντίποινα για τις ενέργειες του Γκοντρί, ο αρχηγός του σωματείου επέπληξε το σκηνοθέτη μπροστά στο συνεργείο.[38]
Ο Κάουφμαν ξαναέγραψε μέρος του σεναρίου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Έτσι, υπάρχουν αρκετές αποκλίσεις μεταξύ του σεναρίου παραγωγής και της τελικής ταινίας.[15] Μια θεμελιώδης διαφορά είναι ότι στο σενάριο παραγωγής, με το σβήσιμο κάθε μνήμης, η συμπεριφορά της Κλέμενταϊν γίνεται όλο και πιο ρομποτική.[11] Στην τελική ταινία, η Γουίνσλετ υποδύεται την Κλέμενταϊν αμετάβλητη και η υποβάθμιση των σκηνικών και η εισβολή των σκηνικών το ένα πάνω στο άλλο καθορίζουν οπτικά την υποβάθμιση της μνήμης. Ένα άλλο στοιχείο του σεναρίου που δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική ταινία ήταν η εμφάνιση της Ναόμι, της κοπέλας του Τζόελ, την οποία υποδύθηκε η Έλεν Πομπέο. Ενάντια στην επιμονή του Κάουφμαν να συμπεριληφθεί η Ναόμι, η ομάδα παραγωγής έκοψε τις ήδη γυρισμένες σκηνές της.[11] Ο Τρέισι Μόργκαν κόπηκε επίσης από την ταινία.[39] Η Ισλανδή μοντέρ Βάλντις Οσκαρσντότιρ επιμελήθηκε την ταινία και φέρεται να συγκρούστηκε με τον Γκοντρί κατά τη διάρκεια του μοντάζ.[40] Ο Κάουφμαν συμμετείχε επίσης πολύ στο μοντάζ της ταινίας. Το μοντάζ ήταν μια μακρά διαδικασία, καθώς δεν υπήρχε απαίτηση να γίνει γρήγορα.[17][15] Υπήρξαν μερικές δοκιμαστικές προβολές της ταινίας, οι οποίες προκάλεσαν θετικές αντιδράσεις.[15]
Eternal Sunshine of the Spotless Mind Original Soundtrack | |
---|---|
Soundtrack από Διάφοροι | |
Κυκλοφορία | 16 Μαρτίου 2004 |
Διάρκεια | 56:08 |
Δισκογραφική | Hollywood Records |
Τη μουσική της ταινίας ανέλαβε ο Τζον Μπράιον και το soundtrack περιελάμβανε επίσης τραγούδια από καλλιτέχνες όπως οι The Polyphonic Spree, The Willowz και Don Nelson. Η δισκογραφική εταιρία Hollywood Records κυκλοφόρησε το soundtrack στις 16 Μαρτίου 2004.[41] Μια διασκευή του συγκροτήματος The Korgis του τραγουδιού "Everybody's Got to Learn Sometime" με ενορχήστρωση από τον Μπράιον και με φωνητικά του Beck χρησιμοποιήθηκε ως το βασικό μουσικό θέμα του soundtrack, δίνοντας τον τόνο της ταινίας στους τίτλους αρχής και τέλους της ταινίας.[41][42]
Το soundtrack έλαβε γενικά θετικές κριτικές. Το AllMusic το περιέγραψε ως "σχεδόν τόσο επιδέξιο" και χαρακτήρισε τη μουσική του Μπράιον ως "οικεία", προκαλώντας αγάπη και αναμνήσεις.[43] Άλλες θετικές κριτικές σημείωσαν την ατμοσφαιρική φύση της μουσικής και επαίνεσαν τη διασκευή του Beck στο "Everybody's Got to Learn Sometime".[44] Οι επικριτές του soundtrack επέκριναν την έλλειψη ταυτότητας του άλμπουμ και την καταθλιπτική του ατμόσφαιρα.[45] Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ των επικριτών, η ικανότητα της μουσικής να συνδυάζεται με την πλοκή επαινέστηκε, μια εκτίμηση κοινή σε πολλές κριτικές.[43][44][45][46]
Αρ. | Tίτλος | Artist | Διάρκεια |
---|---|---|---|
1. | "Theme" | 2:24 | |
2. | "Mr. Blue Sky" | Electric Light Orchestra | 5:03 |
3. | "Collecting Things" | 1:13 | |
4. | "Light & Day" | The Polyphonic Spree | 3:03 |
5. | "Bookstore" | 0:52 | |
6. | "It's the Sun" (KCRW Morning Becomes Eclectic version) | The Polyphonic Spree | 5:33 |
7. | "Wada Na Tod, Mera Man Tera Pyasa" | Lata Mangeshkar, Mohammed Rafi | 5:54 |
8. | "Showtime" | 0:55 | |
9. | "Everybody's Got to Learn Sometime" (The Korgis cover) | Beck | 5:54 |
10. | "Sidewalk Flight" | 0:31 | |
11. | "Some Kinda Shuffle" | Don Nelson | 2:11 |
12. | "Howard Makes It All Go Away" | 0:14 | |
13. | "Something" | The Willowz | 2:23 |
14. | "Postcard" | 0:23 | |
15. | "I Wonder" | The Willowz | 2:56 |
16. | "Peer Pressure" | 1:12 | |
17. | "A Dream Upon Waking" | 3:36 | |
18. | "Strings That Tie to You" | 2:33 | |
19. | "Phone Call" | 1:03 | |
20. | "Nola's Bounce" | Don Nelson | 1:56 |
21. | "Down The Drain" | 0:56 | |
22. | "Row" | 1:00 | |
23. | "Drive In" | 2:19 | |
24. | "Main Title" | 1:23 | |
25. | "Spotless Mind" | 1:12 | |
26. | "Elephant Parade" | 0:28 | |
Συν. διάρκεια: |
56:08 |
Ο τίτλος της ταινίας, Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού (Eternal Sunshine of the Spotless Mind), είναι η 209η γραμμή του ποιήματος Eloisa to Abelard του Άγγλου ποιητή Αλεξάντερ Πόουπ, που δημοσιεύτηκε το 1717:
« |
|
» |
—Αλεξάντερ Πόουπ, Eloisa to Abelard[47] |
Το ποίημα του Πόουπ αναφέρεται στην έκφραση αγάπης της Ελοΐζα προς τον αγαπημένο της Αβελάρδο μετά την απαγόρευση του έρωτά τους από την οικογένεια της Ελοΐζα. Γνωρίζοντας ότι ο Αβελάρδος δεν μπορεί να ανταποδώσει την αγάπη του, η Ελοΐζα ζητάει μόνο ένα πράγμα, που είναι η λήθη. Αυτό το ποίημα διαβάστηκε από τη Μέρι (Κίρστεν Ντανστ) στον Δρ. Χάουαρντ Μιέρζβιακ (Τομ Γουίλκινσον) όταν ο Μιέρζβιακ ιχνηλατεί αναμνήσεις που σχετίζονται με την Κλέμενταϊν (Κέιτ Γουίνσλετ) στη μνήμη του Τζόελ (Τζιμ Κάρεϊ). Η ιστορία αγάπης της Κλέμενταϊν και του Τζόελ στην ταινία έχει επίσης πολλά βάσανα και δυσκολίες παρόμοιες με τους διάσημους εραστές Ελοΐζα και Αβελάρδο.[48]
Στην ιατρική, η λανθασμένη αμνησία είναι μια αμνησία που εμφανίζεται με ορισμένα γεγονότα στο παρελθόν. Στην ταινία, τόσο ο Τζόελ, η Κλέμενταϊν όσο και η Μέρι, αφού σβήνουν τις αναμνήσεις τους, επιστρέφουν στον παρελθοντικό εαυτό τους και οι τρεις ερωτεύονται ξανά το άτομο για το οποίο είχαν προηγουμένως συναισθήματα. Ο χαρακτήρας της Μέρι, που υποδύεται η Ντανστ, παραθέτει συχνά το απόφθεγμα του Φρίντριχ Νίτσε από το βιβλίο του Πέρα από το Καλό και το Κακό για να μιλήσει για τη θετική έννοια της λήθης: «Ευτυχισμένη η λήθη, με την οποία οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι παρά τα λάθη τους». Σύμφωνα με το βιβλίο Faith, Film and Philosophy, αυτή η λεπτομέρεια δείχνει τις παρόμοιες απόψεις μεταξύ του Τσάρλι Κάουφμαν και του φιλόσοφου Τζον Λοκ για την ανθρώπινη προσωπικότητα.[49] Η θεραπεία διαγραφής μνήμης είναι επίσης μια λύση για τη διαταραχή μετατραυματικού στρες, ένα θέμα που εμφανίζεται σε πολλές ταινίες του Χόλιγουντ μετά την 11η Σεπτεμβρίου.[50] Ο Ντέιβιντ Μάρτιν-Τζόουνς στο βιβλίο του Deleuze, Cinema and National Identity υποστηρίζει ότι η αποτυχία της θεραπείας διαγραφής μνήμης για τους χαρακτήρες στην ταινία είναι η μεταφορά του Κάουφμαν για τον κίνδυνο. Ο καλύτερος τρόπος για να βοηθηθεί η Αμερική είναι να ξεπεράσει τον πόνο της φρίκης της 11ης Σεπτεμβρίου και να ξαναχτίσει την εθνική της ταυτότητα. Να ζήσει και να αντιμετωπίσει αυτές τις αναμνήσεις, όπως η απόφαση της Κλέμενταϊν και του Τζόελ να ξεκινήσουν από την αρχή, ακόμα και όταν ξέρουν ότι η αγάπη τους μπορεί να τελειώσει. Σε αντίθεση με τον Μάρτιν-Τζόουνς, ο Τόμας Ε. Γουόρτενμπεργκ στο έργο του Thinking on Screen πιστεύει ότι το τέλος της ταινίας είναι ένα αντιπαράδειγμα στον ωφελιμισμό, η επιλογή δηλαδή των δύο ηρώων να βρουν ο ένας τον άλλον ανεξάρτητα από το μέλλον της σχέσης τους δηλώνει ότι το να υπομείνει κανείς τον πόνο είναι μια σωστή επιλογή γιατί η ευτυχία δεν είναι η μόνη αξία της ζωής.[51]
Αν και αυτή η θεραπεία διαγραφής μνήμης είναι απλώς προϊόν της φαντασίας των δημιουργών της ταινίας, η θεραπεία της διαγραφής αγχωτικών αναμνήσεων έχει επίσης αναφερθεί από την επιστημονική κοινότητα.[52] Το Φεβρουάριο του 2009, το περιοδικό Nature Neuroscience σημείωσε ότι το φάρμακο βήτα αποκλειστής για την υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη διαγραφή αναμνήσεων, επειδή έχει την ικανότητα να παρεμβαίνει στην αναδόμηση των αναμνήσεων προκαλώντας άγχος, αλλά η εφαρμογή αυτής της διαδικασίας απαιτεί πολύ χρόνο.[53]
Με προϋπολογισμό 20.000.000 δολάρια[5], η ταινία έκανε άνοιγμα τριημέρου στην 7η θέση με 8,1 εκατομμύρια δολάρια.[5] Οι συνολικές εισπράξεις στο αμερικανικό box office έφτασαν τα 34,4 εκατομμύρια δολάρια, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο συγκέντρωσε 38,9 εκατομμύρια δολάρια.[5] Παγκοσμίως απέφερε 73,3 εκατομμύρια δολάρια.[5]
Η ταινία έλαβε διθυραμβικές κριτικές, με τους περισσότερες να επαινούν τη σκηνοθεσία του Γκοντρί, το σενάριο, το οπτικό στυλ, το μοντάζ, τη μουσική, τα θέματα και τις ερμηνείες του καστ, ειδικά του Κάρεϊ και της Γουίνσλετ. Στην ιστοσελίδα Rotten Tomatoes το 92% των κριτικών έδωσαν στην ταινία θετικά σχόλια.[54]
Ο Ρότζερ Ίμπερτ της εφημερίδας The Chicago Sun-Times στην αρχική του κριτική το 2004 έδωσε στην ταινία 3½ αστέρια στα 4.[55] Επαναξιολόγησε την ταινία το 2010 όταν αναφέρθηκε στον Κάουφμαν ως "ο πιο προικισμένος σεναριογράφος της δεκαετίας του 2000" και αναθεώρησε τη βαθμολογία με τέσσερα αστέρια, προσθέτοντάς την στη λίστα του με τις καλύτερες ταινίες.[56] Η εφημερίδα The New York Times επαίνεσε την ταινία επειδή είναι "εγκεφαλική, τυπικά και εννοιολογικά περίπλοκη, πυκνή με λογοτεχνικές νύξεις και τόσο ασύστολα ρομαντική όσο κάθε ταινία που θα δεις ποτέ."[57] Το περιοδικό Time Out συνόψισε την κριτική του λέγοντας: "Ο τρομερός άξονας Γκοντρί/Κάουφμαν/Κάρεϊ/Γουίνσλετ λειτουργεί θαυμάσια εκφράζοντας την απίστευτη ομορφιά και τον υπαρξιακό τρόμο του να εγκλωβίζεται κανείς μέσα στο δικό του θολωμένο μυαλό και αλληγορώντας την αυτοσυντηρούμενη αμνησία μιας ραγισμένης αλλά ελπιδοφόρας καρδιάς."[58]
Οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας, Τζιμ Κάρεϊ και Κέιτ Γουίνσλετ έλαβαν εξαιρετικές κριτικές για την ερμηνεία τους. Η εφημερίδα The Seattle Times επαίνεσε τον Κάρεϊ γράφοντας "Ο Κάρεϊ δεν είναι καθόλου κακός — στην πραγματικότητα, είναι η πιο ειλικρινής και ευάλωτη δουλειά που έχει κάνει ποτέ"[59] ενώ το περιοδικό Slate δήλωσε "Σπάνια είναι κομπλιμέντο όταν αναφέρομαι σε έναν ηθοποιό ως "ζουρλομανδύα", αλλά ο μανδύας του Τζιμ Κάρεϊ είναι έντονος. Βλέπεις όλη αυτή τη μανιακή κωμική ενέργεια φυλακισμένη σε αυτόν τον συνηθισμένο άνθρωπο, με τον αναρχισμό να κρυφοκοιτάζει και να προσπαθεί να βρει τρόπο να εκφραστεί."[60] Για την ερμηνεία της Γουίνσλετ η εφημερίδα USA Today έγραψε "Η Γουίνσλετ είναι υπέροχη ως ελεύθερο πνεύμα, της οποίας το χρώμα των μαλλιών αλλάζει μαζί με τη διάθεσή της. Δεν είχε έναν τόσο σαρκώδη ρόλο εδώ και καιρό, και τον υποδύεται στην εντέλεια."[61] Η εφημερίδα The Washington Post δήλωσε "Ακόμα και όταν αναγκάστηκε να φορέσει κοστούμια και περούκες, η Γουίνσλετ διατήρησε μια καθησυχαστική ισορροπία. Χρειάζεται ένας ηθοποιός της σταθερότητάς της για να υποδυθεί κάποιον τόσο ψυχικά ασταθή."[62]
Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού ήταν υποψήφια πολλές κατηγορίες βραβείων ταινιών.[63] Μεταξύ αυτών, ήταν υποψήφια στις δύο κατηγορίες του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, AFI 100 Χρόνια... 100 Ταινίες[64] και AFI 10 Top 10... 10 Ταινίες Επιστημονικής Φαντασίας.[65]
Οργάνωση | Κατηγορία | Υποψήφιος | Αποτέλεσμα | Παραπομπή |
---|---|---|---|---|
Όσκαρ | Α' Γυναικείου Ρόλου | Κέιτ Γουίνσλετ | Υποψηφιότητα | [7] |
Πρωτότυπο Σενάριο | Τσάρλι Κάουφμαν | Νίκη | [7] | |
Χρυσές Σφαίρες | Καλύτερη Ταινία - Κωμωδία/Μιούζικαλ | Υποψηφιότητα | [66] | |
Α' Γυναικείου Ρόλου - Κωμωδία/Μιούζικαλ | Κέιτ Γουίνσλετ | Υποψηφιότητα | [66] | |
Α' Ανδρικού Ρόλου - Κωμωδία/Μιούζικαλ | Τζιμ Κάρεϊ | Υποψηφιότητα | [66] | |
Σενάριο | Τσάρλι Κάουφμαν | Υποψηφιότητα | [66] | |
BAFTA | Α' Ανδρικού Ρόλου | Τζιμ Κάρεϊ | Υποψηφιότητα | [67] |
Α' Γυναικείου Ρόλου | Κέιτ Γουίνσλετ | Υποψηφιότητα | [67] | |
Σκηνοθεσία | Μισέλ Γκοντρί | Υποψηφιότητα | [67] | |
Μοντάζ | Βάλντις Οσκαρσντότιρ | Νίκη | [67] | |
Καλύτερη Ταινία | Άντονι Μπρέγκμαν & Στιβ Γκόλιν | Υποψηφιότητα | [67] | |
Πρωτότυπο Σενάριο | Τσάρλι Κάουφμαν | Νίκη | [67] | |
Screen Actors Guild Awards | Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο | Κέιτ Γουίνσλετ | Υποψηφιότητα | [68] |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.