From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Επαρχικόν Βιβλίον ήταν νομοθετικό έργο του Λέοντος του Σοφού. Περιγράφει το πλαίσιο λειτουργίας των συστημάτων (συντεχνιών) της Κωνσταντινούπολης. Πιθανή έκδοσή του ήταν το 714 μ.Χ.[1]
Το Επαρχικόν Βιβλίον έλαβε την ονομασία του από τον ηγέτη της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν τότε ο ανώτατος διοικητής της πρωτεύουσας, ένα είδος διορισμένου, ισόβιου δήμαρχου, και είχε στη δικαιοδοσία του τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης [2]
Σώζεται σε δύο χειρόγραφα, ένα στη Βιβλιοθήκη της Γενεύης γνωστό και ως Codex Genevensis 23 γραμμένο σε χαρτί, αναγόμενο στον 14ο αι. και το οποίο ανακαλύφθηκε το 1893 από τον Lules Nicole. Το δεύτερο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη.[3]
Το χειρόγραφο της Γενεύης δεν μας πληροφορεί περί του χρόνου σύνταξης του κειμένου. Οι απόψεις σχετικά με τον χρόνο συγγραφής του ομαδοποιούνται ως εξής: α)η πρώτη την τοποθετεί στους χρόνους του Λέοντα Στ΄ Σοφού (886-912), β)η δεύτερη την τοποθετεί στους χρόνους του Νικηφόρου Φωκά (963-969) και ειδικότερα την περίοδο 963-968, χωρίς όμως να αρνείται πως μπορεί τμήματά του να γράφτηκαν, στους χρόνους του Λέοντος.[4] Μια τρίτη ομιλεί γενικώς περί τον 10ο αι. και τέλος μία άλλη ισχυρίζεται πως δεν μπορούμε με σιγουριά να αποφανθούμε για την εποχή σύνταξης του κειμένου.[5] Πιθανός χρόνος σύνταξής του ήταν γύρω στο έτος 895.[6] Κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912, αλλά οπωσδήποτε πριν τον θάνατο του Λέοντα (11 ή 12 Μαΐου).[7]
Η ιδέα αυτής της έκδοσης αποδίδεται στον Φώτιο, δάσκαλο του Λέοντα Στ Σοφού. Τα κείμενα των πιο πολλών τίτλων συγκεντρώθηκαν στην αρχική μορφή τους από τους ειδικούς των συντεχνιών. Στη συνέχεια δύο τουλάχιστον νομικοί του επαρχικού γραφείου, τα επεξεργάστηκαν κάνοντας διάφορες προσθήκες και ίσως τους τίτλους 20-22. Μετά την έκδοση του 912 ίσχυσε όλον τον 10ο αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 11ου, καθώς οι μνείες στο τεταρτηρό, των δύο τετάρτων νομίσματος προστέθηκαν επί Κωνσταντίνου Η' (1025-1028) [8] Με το νομοθέτημα αυτό επιδιώχθηκε η εξάλειψη του αθέμιτου ανταγωνισμού ανάμεσα στους επαγγελματίες με την οριοθέτηση των δραστηριοτήτων του καθενός κατά κατηγορίες[9] και ο περιορισμός της εκμεταλλεύσεως , όχι όμως με την έννοια της προστασίας των καταναλωτών, όπως αυτό νοείται στις ημέρες μας, αλλά της εξασφάλισης ομαλών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών κλάδων.[10] Επίσης επιδιώχθηκε η άσκηση ορθής πολιτικής ανεφοδιασμού για την αποτροπή έλλειψης ειδών και υπερβολικής ύψωσης των τιμών.[11]
Αποτελείται από ένα σύντομο προοίμιο και είκοσι δύο κεφάλαια, κάθε ένα από τα οποία αναφέρεται σε ένα επάγγελμα ή ομάδα συγγενών επαγγελμάτων. Στο εικοστό μόνο αναπτύσσει τα καθήκοντα του κρατικού αξιωματούχου του λεγεταρίου.[12] ο οποίος ήταν υπάλληλος στην υπηρεσία του Επάρχου, υπεύθυνου για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων των ξένων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη.[13] Οι διατάξεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Η σειρά δε των επαγγελμάτων κατά κεφάλαια καθορίζεται από την σπουδαιότητα και την εκτίμηση την οποία απολάμβαναν το κάθε ένα από αυτά στη βυζαντινή κοινωνία.[15] Τα χειρωνακτικά επαγγέλματα καταλαμβάνουν τα τελευταία κεφάλαια.[16] Πιο αναλυτικά με τη σειρά δηλώνονται οι συντεχνίες των ταβουλλάριων, αργυροπρατών, μεταξοπρατών, καταρταρίων, σηρικαρίων, οθωνιοπρατών, μυρεψών, κηρουλαριών, σαπωνοπρατών, σαλδαμαριών, λωροτομών, μαλελαρίων, χοιρεμπόρων, ιχθυοπρατών, αρτοποιών, καπήλων, βόθρων (δηλαδή εμπορομεσιτών και εκτιμητών υποζυγίων)[17] και των εργολάβων (δηλαδή λεπτυργών, γυψοπλαστών, μαρμαριών, ασκοθυραρίων, ζωγράφων και λοιπών).[13] Όμως δεν περιλαμβάνονται όλες οι συντεχνίες[11] Για παράδειγμα απουσιάζει η συντεχνία των δικηγόρων.[18] Οι συντεχνίες που καταχωρούνται ήταν κυρίως αυτές οι οποίες κυριαρχούσαν στην κάλυψη των βασικών οικονομικών, πολιτικών και τελετουργικών δεσποζουσών αναγκών της μεσοβυζαντινής οικονομίας, δηλαδή του ανεφοδιασμού της πρωτεύουσας, της κάλυψης των αναγκών της Αυλής και του ελέγχου των αγαθών εκείνων τα οποία έδιναν γόητρο και είχαν καίριο ρόλο στη διεθνή διπλωματία.[19] Η απουσία συντεχνιών που μας είναι γνωστές από άλλες πηγές αποδίδεται από τους ερευνητές για διαφορετικούς λόγους: α)περιέχονται μόνο συντεχνίες επιφορτισμένες με κρατικές λειτουργίες (Munera) και μεταξύ αυτών με την εμπορία τροφίμων. β)αφορούσε μόνο αυτές που ασχολούνταν με την διατροφή του πληθυσμού και γ) έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και η σχετική έλλειψη στις άλλες συντεχνίες δείχνει την απουσία κρατικής μέριμνας για την οργάνωση των άλλων.[20] Τέλος η Ελευθερία Παπαγιάννη το αποδίδει στο ότι το έργο δεν σώζεται πλήρες, χωρίς να λείπει το τέλος του έχει αποσπασματικό χαρακτήρα.[21]
Με τον 1ο κανόνα περιγράφονται τα προσόντα και οι αρμοδιότητες των ταβουλαρίων, των αιρετών οργάνων των συντεχνιών και του κυριότερου αξιωματούχου τους, του πριμηκαρίου. Αναγκαία προϋπόθεση για να είναι κανείς υποψήφιος είναι να κατέχει τόσο τον Πρόχειρο Νόμο όσο και τα Βασιλικά. Η αντιμισθία τους για τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για ποσά 100 ή λιγότερα νομίσματα έφτανε τα δώδεκα κεράτια.[6]
Στον 2ο κανόνα έχουν τη θέση τους οι αργυροπράτες, οι χρυσοχόοι δηλαδή, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να να μετατρέπουν χρυσό ή ασημένια νομίσματα σε οικιακά σκεύη ή κοσμήματα, ενώ τους επιτρέπεται να μετατρέπουν λίτρες χρυσού που δεν έχουν γίνει νομίσματα.[6]
Στον 3ο κανόνα οι τραπεζίτες δίνεται η εντολή να μην επιτρέπεται να νοθεύουν τα αυτοκρατορικά νομίσματα ενώ θα πρέπει να αποκαλύπτουν όσους επιχειρούν να τους τα προμηθεύσουν.[6]
Στους κανόνες 4 έως 8 αναφέρονται ρυθμίσεις σχετικά με το εμπόριο των μεταξωτών[22]: δεν επιτρέπεται η πώληση ακατέργαστου μεταξιού και πορφύρας από τους βεστιοπράτες σε αλλοδαπούς, εκτός αν ήταν προορισμένα για εξωτερικό εμπόριο. Για όσους πωλούσαν μετάξι σε Εβραίους εμπόρους ή σε εμπόρους οι οποίοι θα το μεταπωλούσαν έξω από τη βυζαντινή πρωτεύουσα θα τιμωρούνταν με μαστίγωση ή και κούρεμα. Τέλος οι σηρικάριοι οι οποίοι δεν τηρούσαν τους προβλεπόμενους περιορισμούς στη χρήση ορισμένων χρωμάτων, όπως το καταπερσίκιο (ροδακινί απόχρωση)[6]
Οι οθωνιοπράτες ή αργυραμοιβοί, σύμφωνα με τον 9ο κανόνα, έπρεπε να καταθέτουν από ένα ποσό και πάνω τα χρήματα που διαχειρίζονταν στους τραπεζίτες.[6]
Οι έμποροι καλλυντικών και οι αρωματοποιοί, οι οποίοι στον 10ο κανόνα λέγονται μυρεψοί, ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο των πρώτων υλών τους.[6] Οι πάγκοι του έπρεπε να βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία της πρωτεύουσας, επί τη Χάλκη στοιχηδόν ιστάμενα μέχρι του Μιλίου. Αν ασκούσαν σαλδαμαρική ή άλλη εμπορία τιμωρούνταν.[23] Οι Χαλδαίοι και Τραπεζούντιοι έμποροι μυρεψικών προϊόντων οι οποίοι παρέμεναν πάνω από τρεις μήνες στην πρωτεύουσα ήταν ύποπτοι για αισχροκέρδεια θα τιμωρούνταν με ξυλοδαρμό κούρεμα και εξορία.[24]
Οι κηρουλάριοι του 11ου κανόνα δεν έπρεπε να νοθεύουν το κερί που εμπορεύονταν.[6] Αν απέκρυπταν το λάδι τιμωρούνταν με σωματικές ποινές και κατάσχεση.[25]
Οι σαπωνοπράται αν κατασκεύαζαν σαπούνι εκ στέατος ζώων την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ή άλλης νηστείας μαστιγώνονταν, κουρεύονταν και αποβάλλονταν από τη συντεχνία τους. Αυτό δεν συνδεόταν με την ποιότητα του σαπουνιού αλλά την αποφυγή αθέλητου μιασμού κατά τις περιόδους νηστείας.[26] Και ο 12ος κανόνας στους οποίους αναφέρεται συνεχίζει με την δυνατότητα κατόπιν αδείας του επάρχου να εκπαιδεύουν νέα μέλη της συντεχνίας τους.[6]
Οι σαλδαμάριοι ή παντοπώλες, κατά τον 13ο κανόνα, μπορούσαν να πωλούν όπου ήθελαν[27] τα προϊόντα τους ενώ μπορούσαν να τιμωρηθούν με χρηματικό πρόστιμο αν υπερέβαιναν το κέρδος των δύο μιλιαρέσιων (4 κεράτια).[28] Επίσης αν εμπορεύονταν προϊόντα άλλων εμπόρων, δηλαδή σαπούνι, λινά υφάσματα, αρώματα, κρασί, νωπό κρέας, τιμωρούνταν με κούρεμα, ξυλοδαρμό και εξορία.[29]
Στον 14ο κανόνα οι λωροτόμοι ή σαγματοποιοί τροφοδοτούσαν αποκλειστικά τον αυτοκράτορα.[30]
Ο 15ος κανόνας αφορούσε τους μακελάριους οι οποίοι έπρεπε να πωλούν αποκλειστικά μοσχαρίσιο και αρνίσιο κρέας.[30]
Ο 16ος κανόνας μιλάει για τους εμπόρους χοιρινού κρέατος.[30] Τιμωρούνταν με ξυλοδαρμό αν απέκρυπταν το κρέας των χοίρων που είχαν σφάξει.[25]
Ο 17ος κανόνας έλεγε πως οι ιχθυέμποροι δεν επιτρεπόταν να ψαρεύουν οι ίδιοι αλλά να προμηθεύονται το εμπόρευμά τους από τους ψαράδες στους γυαλούς ή στα ψαροκάικα. Επίσης έπρεπε να αναφέρουν την ποσότητα λευκών ψαριών που είχαν αγοράσει την προηγούμενη μέρα στον Έπαρχο.[30][31] Καθορίζονταν επίσης το ύψος του νόμιμου κέρδους τους: δύο φόλλεις ανά νόμισμα.[32]
Στον 18ο κανόνα οι αρτοποιοί και τα ζώα που είχαν για τη μεταφορά των προϊόντων τους ήταν απαλλαγμένα από αγγαρείες. Τρία κεράτια οριζόταν το ύψος του νόμιμου κέρδους τους. Επίσης τα αρτοποιία δεν έπρεπε να βρίσκονται πλησίον κατοικιών για λόγους ασφαλείας (αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιάς)[30].
Το ωράριο λειτουργίας των καπηλειών τις Κυριακές και τις λοιπές αργίες καθορίζει ο 19ος κανόνας: 1μ.μ έως 1 π.μ.[30][33]
Στον 20ο κανόνα αναφέρεται ο λεγετάριος και τα καθήκοντά του, δηλαδή η αποτροπή και ο έλεγχος εξόδου κάθε προϊόντος απαγορευμένου προς εξαγωγή από την βυζαντινή πρωτεύουσα.[30]
Στον προτελευταίο και 21ο κανόνα οι ασχολούμενοι με το εμπόριο των ζώων βόθροι περιορίζονταν σε συγκεκριμένες περιοχές για τις συναλλαγές τους. Αν κάποιος αγόραζε ελαττωματικό ζώο μπορούσε να αποζημιωθεί εντός έξι μηνών από την ημέρα αγοράς του ζώου με την επιστροφή του τιμήματος. Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα η αποζημίωση μειωνόταν.[30][34]
Στον τελευταίο, 22ο κανόνα, οι διάφοροι εργολάβοι έπρεπε να καταβάλουν εγγύηση κατά τη σύνταξη της σύμβασης έργου που συνήπταν[35] και δεν ξεκινούσαν τις εργασίες τους χωρίς αυτήν την καταβολή του αρραβώνα. Αν ο εργολάβος δεν ολοκλήρωνε την αναληφθείσα από αυτόν εργασία έχανε τον αρραβώνα (εγγύηση) και τα ποσά που είχε δώσει, ενώ ο Έπαρχος μπορούσε να τον κουρέψει ή να το εξορίσει. Οι παρεξηγήσεις των όρων των συμβολαίων των εργολάβων και των πελατών τους λύνονταν με διαιτησία του Επάρχου. Οι οικοδόμοι έπρεπε να είναι ειδικοί για το αντικείμενό τους και αν εντός δέκα ετών από την κατασκευή που είχαν κάνει καταστρεφόταν όχι από θεομηνία έπρεπε να την ξανακτίσουν με δικά τους υλικά δωρεάν.[30]
Οι πράξεις οι οποίες είναι ποινικώς κολάσιμες διακρίνονται σε αδικήματα τα οποία προβλέπονται από τη γενική νομοθεσία και σε πράξεις που εγκληματικοποιούνται με το Επαρχικό Βιβλίο, επειδή αφορούν έννομες σχέσεις που ρυθμίζονται από αυτό. Πιο αναλυτικά έχουμε περιπτώσεις που προβλέπεται η επιβολή μίας ή περισσότερων ποινών σωρευτικώς ή γίνεται συσχέτιση με ποινές προηγούμενης διάταξης. Επίσης έχουμε περιπτώσεις μη πρόβλεψης συγκεκριμένης ποινής ή τέλος, έχουμε επιβολή ποινής ίδιας με αυτής για τους φονιάδες, στην περίπτωση των σαπωνοπρατών που δίνουν υγράν ατασταλλακτήν, δηλαδή κατάλοιπα προϊόντων της δουλειάς του(προϊόν γνωστό σήμερα ως πρωτείον)[36] τα οποία είναι δηλητήρια προς βλάβην άλλου προσώπου.[37] Ακρωτηριασμός χεριού προβλέπεται στις περιπτώσεις νόθευσης αργύρου, νομίσματος, παράλλειψης καταγγελίας σακκουλαρίων, σχετικά με την κατεργασία της μετάξης, και η πώληση σε εξωτικούς ή αλλοδαπούς δούλου εξειδικευμένου στην επεξεργασία του μεταξιού.[38] Επίσης σωματικός κολασμός, κούρεμα, εξορία, διαπόμπευση, χρηματικές ποινές (κυμαινόμενες από 10 έως 24 νομίσματα)[39], δήμευση ειδών σχετικών με την αξιόποινη πράξη.[40]
Μέσα στο Επαρχικόν Βιβλίον υπήρχε μια πρωτογενής προστασία της επαγγελματικής στέγης: Έτσι αν κάποιος προσέφερε κρυφά ή φανερά στον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος υψηλότερο ενοίκιο από αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή του προσφερόταν με σκοπό να πάρει έξωση ο παλιός εκμισθωτής και να εγκατασταθεί ο νέος τότε διωκόταν ποινικά.[41]
Η αισχροκέρδεια ήταν ένα αυτοτελές αδίκημα και συνδεόταν με την απάτη στην τιμή και με την πώληση ελλειποβαρών ή νοθευμένων προϊόντων. Σωματικές ποινές (ξυλοδαρμός, κόψιμο χεριού) αποβολή από τη συντεχνία δήμευση του προϊόντος ήταν οι ποινές γι' αυτές τις περιπτώσεις. Τα όργανα μέτρησης των διαφόρων επαγγελματιών έπρεπε να είναι σφραγισμένα από την επαρχιακή σφραγίδα.[42]
Η άσκηση περισσότερου του ενός επαγγέλματος και κατά συνέπεια η συμμετοχή σε περισσότερες της μίας συντεχνίας απαγορευόταν.[43]
Δεν είναι εσωτερικός κανονισμός των συντεχνιών, η ύπαρξη των οποίων όμως δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αλλά δεν σώζονται τέτοιοι.[14] Δεν πρόκειται για ένα νομοθέτημα το οποίο εισάγει μόνο νέους κανόνες αλλά είναι επίσημη κωδικοποίηση προγενέστερων διατάξεων, οι οποίες είχαν εκδοθεί κατά καιρούς. Περιλαμβάνει όχι γενικές διατάξεις αλλά ειδικές για κάθε μία συντεχνία.[44] Είναι ένα κείμενο με έντονη ποινική φυσιογνωμία διότι δεν υπάρχει ούτε μία παράγραφος χωρίς να προβλέπει ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση παραβίασής της.[45] Για τον χαρακτήρα του κειμένου έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, όπως ότι πρόκειται για σχέδιο νόμου ή για ιδιωτική συλλογή διαφόρων συντεχνιακών κανονισμών, προερχόμενη από το έπαρχο Φιλόθεο, προορισμένη να χρησιμεύσει ως διδακτικό εγχειρίδιο για τον Κωνσταντίνο Ζ.[46]
Το Επαρχικόν Βιβλίον δεν επιδιώκει να μας δώσει «μια εξαντλητική ανατομία της οικονομίας της Κωνσταντινούπολης στο σύνολό της».[19] Η εντύπωση που μας δίνει είναι πως η βυζαντινή οικονομία ήταν μία κατευθυνόμενη οικονομία, στην οποία κυριαρχούσαν οι ανάγκες του κράτους.[19] Μεταξύ άλλων είναι πολύτιμη μαρτυρία σχετικά με τα υλικά τα οποία εισάγονταν και εμπορεύονταν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον 10ο αι., όπως το εγχώριο ή ακατέργαστο μετάξι.[47] Η έκταση που καταλαμβάνουν σε αυτό οι ρυθμίσεις σχετικά με την εμπορία υφασμάτων αποτυπώνει τη σημασία που είχε η ζήτησή τους στη βυζαντινή πρωτεύουσα.[48] Για τον 10ο αιώνα και την τοπογραφία της βυζαντινής πρωτεύουσας της περιόδου αυτής είναι χρήσιμη πηγή καθώς κατονομάζονται σε αυτό διάφορες εμπορικές τοποθεσίες.[49] Έτσι τα ψάρια πωλούνται στις Μέγιστες Καμάρες, το χοιρινό κρέας στον Ταύρο (σημερινή πλατεία Beyazit) , τα πρόβατα στο Στρατήγιο.[50]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.