όρος της φυσικοχημείας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η θερμοχωρητικότητα είναι όρος της φυσικοχημείας και ιδιαίτερα της χημικής θερμοδυναμικής, ονομάζεται το πηλίκο του ποσού θερμότητας dQ που προσφέρουμε σε ένα σώμα για να προκαλέσουμε μεταβολή της θερμοκρασίας του κατά dΤ προς τη μεταβολή dΤ, δηλαδή
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
C = ΔQ / δΤ
Στο διεθνές σύστημα μονάδων, η μονάδα της θερμοχωρητικότητας είναι το τζάουλ ανά κέλβιν, j/K.
Η ειδική θερμοχωρητικότητα ή ειδική θερμότητα ενός υλικού ονομάζεται η θερμοχωρητικότητα ανά μονάδα μάζας, ενώ η γραμμομοριακή θερμοχωρητικότητα αναφέρεται σε ένα μολ[1] ενός καθαρού υλικού (που αποτελείται από ομοιόμορφα μόρια).[2] Μια μονάδα που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα είναι το κιλοκαλορί (KCal), που ορίζεται ως η ενέργεια που απαιτείται για την άνοδο της θερμοκρασίας ενός χιλιόγραμμο ύδατος κατά έναν βαθμό Κελσίου, και μάλιστα από 14.5 σε 15.5°C. Έτσι στην κλίμακα αυτή, η ειδική θερμότητα του νερού είναι ακριβώς 1 KCal/(°C·kg).
Εν γένει, η θερμοχωρητικότητα ενός υλικού δεν είναι μια σταθερά, αλλά εξαρτάται από την κλίμακα της θερμοκρασίας στην οποία συμβαίνει η θέρμανση του υλικού. Δηλαδή, για την ίδια μεταβολή θερμοκρασίας δT, σε διαφορετικές περιοχές θερμοκρασίας, απαιτούνται διαφορετικά ποσά θερμότητας ΔQ. Ωστόσο, σε πολλές πρακτικές εφαρμογές προσεγγιστικών υπολογισμών, μπορεί να θεωρηθεί σαν σταθερά.
Τέλος θερμική ροή ονομάζεται ο λόγος της θερμότητας ΔQ που προσφέρεται σε ένα σώμα ανά μονάδα χρόνου δt, Q = ΔQ/δt.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.