δείκτης ο οποίος μετρά προσεγγιστικά την ευφυΐα ενός ατόμου From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Δείκτης Νοημοσύνης (Intelligence Quotient, IQ) είναι ο δείκτης ο οποίος μετρά προσεγγιστικά την ευφυΐα ενός ατόμου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το IQ κάθε ατόμου μετράται με διάφορες μεθόδους, οι οποίες περιλαμβάνουν συνήθως τεστ με ερωτήσεις ή διαδικασίες με καθορισμένα αντικείμενα.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες ψυχομετρικές αντιλήψεις, υπάρχει το IQ των ανηλίκων και το IQ των ενηλίκων. Οι δύο αυτοί δείκτες IQ είναι αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους.
Το παιδικό IQ ορίζεται ως το πηλίκο της πνευματικής ηλικίας ως προς την σωματική ηλικία πολλαπλασιαζόμενο επί 100[1][2][3]. Για παράδειγμα, ένα παιδί 10 ετών με τις νοητικές ικανότητες του μέσου δεκατριάχρονου έχει IQ 130 [(13/10)x100]. Αποτελεί, λοιπόν, έναν ποσοτικό δείκτη που αφορά το ίδιο το παιδί και την συγκριτική πνευματική ωρίμανσή του σε σχέση με την σωματική ηλικία του[4]. Ο μέσος όρος του παιδικού IQ ορίζεται το 100, όταν δηλαδή ένα παιδί 10 ετών έχει πνευματική ηλικία 10 ετών [(10/10)x100].
Το ενήλικο IQ ορίζεται ως η σπανιότητα μιας πνευματικής επίδοσης ενός ενήλικα στον γενικό, μη επιλεγμένο πληθυσμό. Η σπανιότητα της επίδοσης ορίζεται από την απόσταση της επίδοσης IQ από το μέσο όρο που είναι ένα IQ 100[5][6]. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε πως ένας ενήλικας (ανεξαρτήτως ηλικίας που πρέπει να είναι μόνο >18 ετών) έχει IQ 130 με τυπική απόκλιση 15, αυτό σημαίνει πως η πνευματική του επίδοση βρίσκεται 2 τυπικές αποκλίσεις πάνω από το μέσο όρο [(130-100)/15]. Με δεδομένη την κανονική κατανομή των πνευματικών επιδόσεων που προσεγγίζονται με τον δείκτη IQ στον γενικό, μη επιλεγμένο πληθυσμό, μια επίδοση που εκτιμάται 2 τυπικές αποκλίσεις πάνω από το μέσο όρο είναι στατιστικά αναμενόμενη μόνο από το 2% του γενικού πληθυσμού.
To 1905, ο Γάλλος ψυχολόγος Αλφρέντ Μπινέ (Alfred Binet) εξέδωσε το πρώτο μοντέρνο τεστ ευφυίας, την κλίμακα ευφυίας Binet-Simon. Ο πρωταρχικός του σκοπός ήταν να αναγνωρίσει ποιοι μαθητές είχαν δυσκολίες στο να αντεπεξέρχονται στα μαθήματα του σχολείου. Με τον συνεργάτη του Theodore Simon, ο Μπινέ εξέδωσε διάφορες παραλλαγές του τεστ το 1908 και το 1911. Το 1912 η συντομογραφία IQ χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Γερμανό ψυχολόγο Βίλλιαμ Στερν (William Stern).
Ένας περαιτέρω ορισμός της κλίμακας Binet-Simon δόθηκε το 1916 από τον Lewis M. Terman, του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, ο οποίος ενστερνίστηκε την άποψη του Stern ότι στην ευφυία μπορούν να αποδοθούν αριθμητικές τιμές.
Το 1939 ο David Wechsler δημοσίευσε το πρώτο τεστ IQ ειδικά σχεδιασμένο για ενήλικες, βασισμένο στην κλίμακα ευφυίας για ενήλικες του Wechsler (WAIS), η οποία επεκτάθηκε και για παιδιά (WISC), η οποία ακόμη χρησιμοποιείται. Οι κλίμακες Wechsler περιλάμβαναν υποκατηγορίες όπως λεκτική και πρακτική ικανότητα, έτσι ώστε να μην βασίζεται τόσο εκτενώς στην λεκτική ικανότητα όπως το αυθεντικό τεστ Binet, και ήταν οι πρώτες που βάσιζαν τα αποτελέσματα στην κανονική κατανομή. Από την έκδοση του WAIS και μετά, σχεδόν όλες οι κλίμακες IQ βασίζονται στην κατανομή του Gauss.
Τα μοντέρνα τεστ IQ δίνουν αποτελέσματα για διάφορα νοητικά πεδία (όπως μαθηματική ικανότητα, οπτική ικανότητα, γλωσσική ικανότητα κ.τ.λ.), με το συνολικό αποτέλεσμα να υπολογίζεται από τις υποκατηγορίες. Ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων είναι 100. Ανάλυση των επιμέρους αποτελεσμάτων σε ένα μοναδικό τεστ αποκαλύπτει πως υπάρχει ένα κοινός παράγοντας ο οποίος υπολογίζεται από κάθε τεστ και διάφοροι άλλοι που υπολογίζονται χωριστά. Αυτό έχει οδηγήσει στην θεωρία ότι κάθε επιμέρους νοητική διεργασία εξαρτάται από έναν κοινό παράγοντα, το g, το οποίο αντιστοιχεί στον ευρέως κατανοητό ορισμό της λέξης ευφυΐα. Κατά μέσο όρο, το IQ και το g σχετίζονται κατά 90% και συχνά χρησιμοποιούνται αντιστρόφως.
Διάφορα τεστ IQ μετρούν την τυπική απόκλιση με διαφορετικό αριθμό βαθμών. Άρα, όταν αναφέρεται η τιμή του IQ[7], θα πρέπει να αναφέρεται και η τυπική απόκλιση ή η διασπορά.
Ο ρόλος των γονιδίων και του περιβάλλοντος στο συνολικό IQ εξετάζεται στο et. al του Plomin. Ο βαθμός στον οποίο οι γενετικές τροποποιήσεις επιδρούν σε ένα παρατηρήσιμο χαρακτηριστικό είναι ένα στατιστικό μέγεθος το οποίο ονομάζεται κληρονομικότητα. Η κληρονομικότητα έχει τιμές από 0 έως 1, και μπορεί να εξηγηθεί ως το ποσοστό της ποικιλότητας οφειλόμενης σε γενετικά αίτια. Μελέτες σε διδύμους και υιοθετήσεις χρησιμοποιούνται συχνά για να οριστεί η κληρονομικότητα ενός χαρακτηριστικού. Ορισμένες μελέτες θέτουν την κληρονομικότητα του IQ περίπου στο 0,5, με διακυμάνσεις από 0.4 έως 0.8, πράγμα το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το IQ είναι στοιχειωδώς κληρονομήσιμο.
Η κληρονομικότητα του IQ έχει ελεγχθεί σε μεγάλο αριθμό διδύμων, αδελφών, γονέων-παιδιών και υιοθετημένων ατόμων. Σύμφωνα με την τρέχουσα βιβλιογραφία, η έκφραση του γονιδίου SNAP25 υποδεικνύεται ως σχετιζόμενη με τη υψηλή νοημοσύνη[8][9][10].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.