From Wikipedia, the free encyclopedia
Η βιόλα ντα γκάμπα (αγγλ. viol, ιτ. viola da gamba, γαλλ. viole (de gambe)) είναι έγχορδο μουσικό όργανο, η κατασκευή και η μουσική για το οποίο αναπτύχθηκε την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Προέρχεται από το μεσαιωνικό όργανο βιχουέλα και ανήκει σε μια ευρύτερη οικογένεια οργάνων, τα οποία καλύπτουν έκταση αντίστοιχη μ' αυτήν της οικογένειας του βιολιού. Το προσωνύμιο ντα γκάμπα (από το ιτ. gamba = πόδι, γάμπα) είναι ενδεικτικό της στάσης παιξίματος (πρβλ. βιόλα ντα μπράτσο), καθώς στηρίζεται ανάμεσα στις γάμπες και όχι στο έδαφος, όπως το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Για την βιόλα ντα γκάμπα γράφτηκε ένας μεγάλος όγκος μουσικής, τόσο ως μέρος συνόλου ή ορχήστρας, όσο ως σολιστικό όργανο. Το απόγειο θεωρείται πως έφτασε με τους Γάλλους συνθέτες της εποχής του Μπαρόκ, όπως τον Αντουάν Φορκερέ και τον Μαρέν Μαραί, ενώ στην Αγγλία του 17ου αιώνα αναπτύχθηκαν περισσότερο τα σύνολα βιόλας ντα γκάμπα (συνήθως πέντε ή έξι όργανα διαφόρων μεγεθών), τα οποία ονομάζονται viol consort (πρβλ. κουαρτέτο εγχόρδων). Η γκάμπα (όπως έχει επικρατήσει να λέγεται) είναι επίσης αναφαίρετο μέρος του συνεχούς βάσιμου (κοντίνουο) και η χρήση της επικράτησε μέχρι τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και εκτοπίστηκε από την οικογένεια του βιολιού.
Το όργανο έγινε ευρύτερα γνωστό και διαδόθηκε στη ζωντανή και ηχογραφημένη μουσική στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα,[1] με τη συνεισφορά δεξιοτεχνών του, όπως ο μουσικός της πρώιμης δυτικής μουσικής Ζόρντι Σαβάλ.[2]
Υπάρχουν έξι μεγέθη βιόλας ντα γκάμπα, τα οποία είναι τα εξής:
Δύο ακόμη όργανα που σχετίζονται κατασκευαστικά αλλά και μουσικά με τη βιόλα ντα γκάμπα είναι το βαρύτονο (γαλλ. baryton) και η βιόλα ντ' αμόρε. Όλα τα μέλη της οικογένειας της γκάμπας παίζονται είτε ανάμεσα στις γάμπες, ή τοποθετημένα κάθετα πάνω στα γόνατα (αφορά τα μικρότερα μεγέθη). Σε σχέση με την οικογένεια του βιολιού έχουν πολύ μεγαλύτερο πλάτος, ενώ το μανίκι φέρει τάστα, τα οποία συνήθως είναι φτιαγμένα από παλιές χορδές και είναι κινητά, ώστε να είναι δυνατή η τροποποίηση του συγκερασμού. Ο κύριος τρόπος παιξίματος γίνεται με δοξάρι, αλλά και ο τρόπος πιτσικάτο είναι εξίσου ενδεδειγμένος. Το δοξάρι μιας γκάμπας είναι περισσότερο κυρτό απ' αυτό του βιολιού και κρατιέται από κάτω, όπως περίπου γίνεται στη γερμανική σχολή του κοντραμπάσου. Αντίθετα με το βιολί, ο εκτελεστής σπρώχνει το δοξάρι για να παίξει τη θέση ενός μέτρου (γαλλ. pousser), ενώ το τραβάει για να παίξει σιγανότερα (γαλλ. tirer). Σε πολλές παρτιτούρες της εποχής αναγράφεται η τεχνική αυτή με τις συντομογραφίες p και t. Οι χορδές, τέλος, είναι κατασκευασμένες από έντερο, το οποίο προσδίδει έναν πιο μουντό και ένρινο τόνο, ενώ υπάρχουν πολλά εναλλακτικά χορδίσματα, μια ιδιοτροπία που ονομάζεται σκορντατούρα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.