Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η βασιλική της Αγίας Μαρίας της Μεγαλυτέρας είναι μια εκκλησία που βρίσκεται στο Μπέργκαμο, στην πλατεία Ντουόμο. Χτίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Το εξωτερικό είναι διαμορφωμένο με βάση το ρωμανικό-λομβαρδικό αρχιτεκτονικό στυλ, ενώ το εσωτερικό είναι διακοσμημένο σε στυλ μπαρόκ (από το 1500 έως το 1700). Αρχικά, υπήρξε η βαπτιστική εκκλησία του καθεδρικού ναού του Αγίου Βικεντίου, χτισμένη δίπλα στο συγκρότημα της επισκοπικής κουρίας του Μπέργκαμο.[3]
Αγία Μαρία η Μεγαλύτερα του Μπέργκαμο | |
---|---|
Santa Maria Maggiore | |
Είδος | ελάσσονα βασιλική |
Αρχιτεκτονική | ρομανική αρχιτεκτονική |
Διεύθυνση | Piazza Rosate[1] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Θρήσκευμα | Καθολικισμός[2] |
Θρησκευτική υπαγωγή | ρωμαιοκαθολική επισκοπή του Μπέργκαμο |
Διοικητική υπαγωγή | Μπέργκαμο[1] |
Τοποθεσία | Τσιτά Άλτα |
Χώρα | Ιταλία |
Έναρξη κατασκευής | 12ος αιώνας |
Προστασία | ιταλικό πολιτισμικό αγαθό[1] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, κάτι που εν μέρει επιβεβαιώνεται και από έγγραφα, η εκκλησία χτίστηκε για να εκπληρώσει ένα τάμα των κατοίκων του Μπέργκαμο που έγινε προς την Παναγία κατά το 1133 προκειμένου αυτή να προστατεύσει την πόλη από την πανούκλα[4] που είχε εξαπλωθεί στη Βόρεια Ιταλία. Η εκκλησία, όμως, φαίνεται πως υπήρχε ήδη από τον 9ο αιώνα, όπως τεκμηριώθηκε από τον Μάριο Λούπο στο έργο του Codex diplomaticus civitatis et ecclesiae bergomensis (Διπλωματικός Κώδικας της πόλης και της εκκλησίας του Μπέργκαμο), το οποίο δημοσιεύθηκε το 1784. Ανασκαφές κάτω από το πεζοδρόμιο στη νoτιo-ανατολική πλευρά με την ανακάλυψη των θεμελίων της προηγούμενης εκκλησίας επιβεβαιώνουν τις ενδείξεις[5] ότι η εκκλησία χτίστηκε πάνω από ένα ειδωλολατρικό ναό αφιερωμένο στη θεά της Επιείκειας (Clemenza), πράγμα όμως που δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε πηγή.[6]
Η επιγραφή στην πύλη της νότιας εισόδου (γνωστή ως "Τα λευκά λιοντάρια") ανάγεται στην ανοικοδόμηση της βασιλικής του 1137 έργο του Φρέντο. [4][7] Στην εκκλησία, η οποία αρχικά ονομάστηκε 'Αγία Μαρία' (Santa Maria), προστέθηκε το προσωνύμιο 'η Μεγαλυτέρα' (Maggiore), ακριβώς για να δείξει την επανοικοδόμηση και τη διεύρυνσή της.[8] Επιπλέον, είχε συσταθεί ειδικά η 'Κοινοπραξία των Κτηρίων' για τη συλλογή των προσφορών αλλά και τη διαχείρισή τους.
Το εξωτερικό του ναού μαρτυρά ότι η κατασκευή του συντελέστηκε σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η αψίδα, ο βόρειος βραχίονας του εγκάρσιου κλίτους, καθώς και το κάτω μέρος του νότιου βραχίονα είναι φτιαγμένα από γκρίζο ψαμμίτη με πέτρα καλά τετραγωνισμένη, ενώ στα υπόλοιπα μέρη ο ψαμμίτης είναι στο χρώμα της ώχρας και αποτελείται από πιο μικρές πέτρες.[9]
Το αρχικό σχέδιο της εκκλησίας ήταν ένας ελληνικός σταυρός με επτά αψίδες, τρεις στο κέντρο και τέσσερις στο εγκάρσιο κλίτος, από τα οποίες σήμερα υπάρχουν τρεις: την αψίδα στον άξονα βορρά-δύσης έσπασε το 1472 ο Βαρθολομαίος Κολλεόνι για να δημιουργήσει χώρο για το μαυσωλείο του.
Αρχικά, χτίστηκε το μέρος μεταξύ της κεντρικής αψίδας και του κλίτους και παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε το 1185 καθαγιάστηκε μία Αγία Τράπεζα και το 1187 ολοκληρώθηκαν το πρεσβυτέριο (μέρος της εκκλησίας) και οι αψίδες στην ανατολική πλευρά του κλίτους.
Οι εργασίες υπέστησαν μια ύφεση κατά το 1200 λόγω οικονομικών δυσκολιών. Ωστόσο, είχαν ολοκληρωθεί η 'τυφλή' πρόσοψη και το αίθριο. Προστέθηκε και μια άλλη στοά -που αργότερα κατεδαφίστηκε για την κατασκευή της εκκλησίας Κολλεόνι- η οποία ονομάστηκε porticum militum (η στοά των στρατιωτών) και αποτελούσε την έδρα -θα λέγαμε- της κοινότητας της Αγίας Μαρίας της Μεγαλυτέρας, του λόχου των τετρακοσίων στρατιωτών πεζικού υπό τη διοίκηση του στρατηγού τους, καθώς και των δικαστών: ένα δωμάτιο με μια θολωτή οροφή αποτελούσε την έδρα του σώματος των δικαστών.[10][11] Στην βασιλική λάβαιναν χώρα, επίσης, οι συνελεύσεις του λαού, σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική κατά την περίοδο που η κοινότητα ήταν ελεύθερη από εξωτερικές επιρροές. Όμως, στο τέλος του δέκατου τρίτου αιώνα, η πολιτική κατάσταση άλλαξε και το Μπέργκαμο πέρασε στην επιρροή του οίκου Βισκόντι, ενώ στη συνέχεια στην Ενετική Δημοκρατία. Η βασιλική, σταδιακά έχασε τον πολιτικο-κοινωνικό της ρόλο και παρέμεινε μόνο ο ρόλος της ως πνευματικού κέντρου.
Κατά τη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα οι εργασίες συνεχίστηκαν από τους γλύπτες από το Καμπιόνε με την προσθήκη του βαπτιστηρίου, στη συνέχεια με την διαμόρφωση του εσωτερικού του κτιρίου (1340), και την ανασυγκρότηση των δύο μικρών υπαίθριων βεραντών (της μίας προς την κατεύθυνση του δημοτικού παλατιού το 1353 και της άλλης στην πλατεία Αντεσκόλις το 1360) από τον Τζιοβάννι από το Καμπιόνε.
Μεταξύ του 1436 και 1459 χτίστηκε ο πύργος του καμπαναριού μέχρι και τον κωδωνοκρούστη από τον Μπερτολάζιο Μορόνι ντα Αλμπίνο μαζί με μαρμάρινα ανάγλυφα του Αρντιτζίνο ντε Μπούστις. Το καμπαναριό επικαλύφθηκε προς το τέλος του δέκατου έκτου αιώνα, και μεταξύ του 1485 και του 1491 δημιουργήθηκε το "νέο σκευοφυλάκιο", καθώς το παλιό είχε κατεδαφιστεί για την κατασκευή της εκκλησίας Κολλεόνι.[4]
Στις 23 Ιουνίου του 1449 η Γερουσία και το Ανώτατο Συμβούλιο του Μπέργκαμο ανέθεσαν τη διαχείριση της εκκλησίας στην Κοινοπραξία της Μεγάλης Ελεούσας, ενός διάσημου σωματείου, που ιδρύθηκε το 1265 από τον Πριναμόντε ντα Μπρεμπάντε με σκοπό να διατηρήσει και να εμπλουτίσει την καλλιτεχνική κληρονομιά της βασιλικής. Στις 14 Μαρτίου του 1453 ο πάπας Νικόλαος Β κήρυξε την εκκλησία απαλλαγμένη από την δικαιοδοσία του επισκόπου, και εξαρτημένη από τον πάπα. Αυτό επέτρεψε τη δημιουργία δωρεάν σχολείων για την την εκμάθηση γραμμάτων και μουσικής για τα άπορα παιδιά υπό την υπηρεσία των λειτουργιών της Βασιλικής. Αυτό ήταν μόνο η αρχή για να δημιουργηθεί αργότερα το μουσικό Παρεκκλήσι.
Το 1521 φτιάχτηκε από τον αρχιτέκτονα Πιέτρο Ιζαμπέλλο μία πύλη στον άξονα νότου-δύσης, η οποία ονομάστηκε 'πύλη της Κρήνης'.
Το κτίριο έχει υποστεί και άλλες αναδιαμορφώσεις στο εσωτερικό του κατά τη διάρκεια του δέκατου έβδομου αιώνα, λόγω παρεμβάσεων, κυρίως διακοσμητικών (που επιτελέστηκαν μεταξύ του 1614 και του 1651) από τους Φραντσέσκο Μαρία Ρικίνι, Τζιοβάννι Άντζελο Σάλα και Τζιοβάννι Μπαρμπερίνι. Κατά την ίδια περίοδο επανεμφανίστηκε, επίσης, η λάμπα χειρός/το φανάρι.
Η βασιλική χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μιας κεντρικής εισόδου και πρόσοψης. Η πρόσοψη στην πραγματικότητα είναι 'τυφλή΄, καθώς υπάρχει ένας τοίχος με το αρχαίο επισκοπικό παλάτι. Οι τέσσερις είσοδοι της εκκλησίας είναι όλες πλευρικές.
Στην αριστερή πλευρά προς την πλατεία Ντουόμο ανοίγει η πύλη των Κόκκινων Λεόντων όπως ονομάζεται μία μικρή υπαίθρια ισόγεια βεράντα (πρόθυρο) που κατασκευάστηκε από τον Τζιοβάννι από το Καμπιόνε. Στα αριστερά της πύλης πίσω από την αψίδα υπάρχει μία δευτερεύουσα είσοδος. Μεταξύ των δύο πυλών είχαν τοποθετήσει στον τοίχο τις παλιές μονάδες μέτρησης του Μπέργκαμο: το Capitium Comunis Pergami (το καπίστρι - 2,63 μέτρα) και το Brachium (το χέρι - 53,1 εκατ.), τα οποία είχαν ως σημείο αναφοράς όσοι ασχολούνταν με την υφαντική, καθώς και οι έμποροι. Δεξιά από την πύλη των Κόκκινων Λεόντων προβάλλει η εκκλησία Κολλεόνι με σκάλα της εισόδου να περιβάλλεται από σφυρήλατο σίδερο. Πάντα στα δεξιά, αποσπασμένο στο κάτω μέρος της πλατείας, βρίσκεται το βαπτιστήριο.
Η κεντρική αψίδα στέφεται από μία χτιστή στοά (ανοιχτή από τη μία πλευρά) με κυλινδρικούς θόλους που πλαισιώνεται επάνω από μία οδοντωτή ζωφόρο και στη βάση από μία φυτική ζωφόρο κλασσικής προέλευσης που λειτουργεί ως γείσο. Το κάτω κάτω μέρος είναι διαμοφωμένο από τυφλά τόξα πάνω σε ημικίονες που περιλαμβάνουν παράθυρα. Στην κορυφή ανάμεσα σε δύο από τις τυφλές καμάρες υπάρχει ένα πορτραίτο γενειοφόρου ανθρώπου μέσα σε ένα σκελετό, με μια επιγραφή τώρα δυσανάγνωστη. Τα κιονόκρανα έχουν φυτική διακόσμηση, εκτός από μία που απεικονίζει τους αγγέλους με τις τρομπέτες της κρίσης.
Η αψίδα του δεξιού κλίτους έχει παρόμοια δομή με την κεντρική. Στον γείσο της στοάς υπάρχει μια ζωφόρος αποτελούμενη από συνυφασμένες κορδέλες, εντός των οποίων βρίσκονται σκαλισμένα ζώα. Σε μία από τις στήλες των τυφλών τόξων υπάρχει ένα κιονόκρανο με τη θυσία του Αβραάμ.
Ακόμη και η αψίδα του αριστερού κλίτους είναι παρόμοια με την κεντρική, αν και παρουσιάζει λιγότερη ακρίβεια στην διαμόρφωσή της.
Πάνω από τη βόρεια πύλη, που ονομάζεται πύλη των Κόκκινων Λεόντων και που ανοίγει προς το αριστερό κλίτος και εισέρχεται στην πλατεία Ντουόμο, ανυψώνεται μία μικρή υπαίθρια ισόγεια βεράντα (πρόθυρο) κατασκευής του Τζιοβάννι από το Καμπιόνε που χρονολογείται το 1353 αλλά με σημαντικές βελτιώσεις ως το τέλος του 14ου αιώνα. Η πύλη υποστηρίζεται από κολόνες που στηρίζονται πάνω σε δύο στηλοφόρους λέοντες που είναι φτιαγμένοι από βερονέζικο μάρμαρο και αναπαρίστανται να κάθονται σε στάση περιτριγυρισμένοι από φιγούρες ανθρώπων και ζώων.
Το τόξο έχει ένα περίτεχνο διακοσμητικό μοτίβο από μια ζωφόρο με σκηνές κυνηγιού, ενώ η πρόσοψη είναι διακοσμημένη με πολύχρωμους ρόμβους. Στο πάνω πάνω μέρος της κατασκευής που στηρίζει το τόξο αναπαρίσταται ο Ευαγγελισμός.
Πάνω από την υπαίθρια βεράντα βρίσκεται μια ανοιχτή χτιστή στοά τριών χώρων με τόξα σε σχήμα τριφυλλιού που περιέχει τα αγάλματα των Αγίου Βαρνάβα, του Αγίου Βικεντίου και στο κέντρο του έφιππου αγάλματος του Αγίου Αλεξάνδρου.
Ακόμη πιο πάνω, βρίσκεται η Παναγία με το Βρέφος περιτριγυρισμένη από την Αγία Εστερία και την Αγία Γκράτα. Η κατασκευή ανήκει στον Αντρεόλο ντε Μπιάνκι (1398).
Η ρωμανική πύλη του 12ου-13ου αιώνα χωρίς φεγγίτη και επιστύλιο διαθέτει ειδώλια ενσωματωμένα σε πλαίσιο.
Κατά μήκος του αριστερού διαδρόμου κρυμμένη από τη βορειο-ανατολική αψίδα ανοίγει μία πύλη που υποστηρίζεται από ένα τόξο μεταξύ του τοίχου και της αψίδας, όπου υπήρχαν νωπογραφίες του Πατσίνο ντα Νόβα (σήμερα δεν υπάρχουν παρά ίχνη ζωγραφικής). Η πύλη, η οποία κατασκευάστηκε από τον Νικολίνο μαζί με τον πατέρα του Τζιοβάννι από το Καμπιόνε παρουσιάζει μία εξέλιξη προς μία πιο γοτθική τεχνοτροπία πλην όμως με φτωχότερο σχέδιο. Τα αγάλματα από ψαμμίτη τα πιο χοντροκομμένα και λαϊκά πιθανώς υποδηλώνουν μια προγενέστερη υλοποίηση. Αυτή ακριβώς η πύλη χρησιμοποιήθηκε ως χώρος για την ταινία Οι υποσχέσεις των παντρεμένων του Σαλβατόρε Νοτσίτα του 1989.
Η νότια πύλη, η ονομαζόμενη πύλη των Λευκών Λεόντων, που ανοίγει προς τη δεξιά πλευρά του κλίτους και οδηγεί στην πλατεία Ροζάτε, σκεπάζεται από μία μικρή υπαίθρια ισόγεια βεράντα (πρόθυρο) που κατασκευάστηκε από τον Τζιοβάννι από το Καμπιόνε (χρονολογείται από το 1360) και στηρίζεται πάνω σε δύο σειρές κιονοστοιχιών: οι εξωτερικές υποστηρίζονται από στηλοφόρους λέοντες, ενώ οι εσωτερικές στηρίζονται πάνω σε δύο γονατιστούς 'άτλαντες' μιας πιο παλιάς εποχής, έναν άνδρα και μια γυναίκα.
Η κατασκευή που στηρίζει η αψίδα του προθύρου είναι διακοσμημένη με φύλλα. Στο δεξιό μέρος της κατασκευής εικονίζονται δράκοι και τερατώδη όντα, ενώ στο αριστερό απεικονίζονται κυνητικές σκηνές.
Η πύλη επιστεγάζεται από ένα ανάγλυφο που απεικονίζει μέσα σε κόγχες το Χριστό περιτριγυρισμένο από Αγίους - όλα κατασκευασμένα από τον Τζιοβάννι από το Καμπιόνε (1360). Στον φεγγίτη υπάρχει μία σκηνή με τη Γέννηση του Βαπτιστή.
Πάνω από το πρόθυρο υπάρχει μία υπερυψωμένη νησίδα σε γοτθικό στυλ που κατασκευάστηκε μεταξύ του 1400 και του 1403 από τον Χανς φον Φερνάχ.
Κατά μήκος της νότιας πλευράς ανοίγει μια δεύτερη πύλη που ονομάζεται πύλη της Κρήνης πάνω από την οποία βρίσκεται μια μικρή αναγεννησιακή αψίδα κατασκευής του Πιέτρο Ισαμπέλλο (1521). Ο φεγγίτης αναπαριστά τη Γέννηση της Μαρίας έργο που αποδίδεται στον Αντρέα Πρεβιτάλι.
Ο θόλος έχει οκταγωνικό σχήμα και σχηματίζεται από τρία υπερώα που έχουν καθοδική κλίση και που εγκαταστάθηκαν τον 13ο αιώνα. Ο θόλος αναστηλώθηκε και τροποποιήθηκε από τον Φραντσέσκο Μαρία Ριτσίνι τον 17ο αιώνα.
Το βαπτιστήριο χτίστηκε το 1340 από τον Τζιοβάννι από το Καμπιόνε και αρχικά τοποθετήθηκε στον κεντρικό ναό. Κατά τους επόμενους αιώνες μετακινήθηκε αρκετές φορές: αφού αφαιρέθηκε από το εσωτερικό της βασιλικής το 1660, πρώτα αποκαταστάθηκαν μερικά κομμάτια του σε ένα συγκεκριμένο παρεκκλήσι του Ντουόμο το 1691. Τελικά, ολόκληρη η κατασκευή ανακατασκευάστηκε με προσθήκες και βελτιώσεις στην αυλή της Κανόνικα γύρω στο 1856.
Σήμερα το βαπτιστήριο βρίσκεται στη δυτική πλευρά της πλατείας Ντουόμο στον ίδιο άξονα με την πρόσοψη του καθεδρικού ναού και κοντά στην εκκλησία Κολλεόνι. Είναι το αποτέλεσμα ενός στυλιστικού επανασχεδιασμού, που πραγματοποιήθηκε το 1898-1899.
Το εσωτερικό της βασιλικής διατηρεί τη ρωμανική κατασκευή με τον ελληνικό σταυρό με τρία κλίτη που χωρίζονται από πυλώνες που καταλήγουν σε αψίδα, αλλά η διακόσμηση έχει αλλάξει σημαντικά κατά τον 17ο αιώνα σε στυλ μπαρόκ χάρη στην τεχνογνωσία των σοβατζήδων που εργάστηκαν εκεί, του Τζιοβάννι Άντζελο Σάλα και του γιου του Γερόλαμο.
Κατά μήκος των τοίχων και των πυλώνων είναι κρεμασμένες ταπετσαρίες, που άλλες δημιουργήθηκαν στη Φλωρεντία (1583-86) σχεδιασμένες από του Αλεσσάντρο Αλλόρι και άλλες από φλαμανδική κατασκευή (XVI-XVII αιώνας), και που αναπαριστούν σκηνές της ζωής της Μαρίας.
Πάνω από την ταπετσαρία που απεικονίζει τη Σταύρωση, και που φτιάχτηκε στην Αμβέρσα το 1698 σε χαρτόνι από τον Λούντβιχ βαν Σορ, είναι ο πίνακας του Λουκά Τζιορντάνο που παριστά το Πέρασμα της Ερυθράς Θάλασσας (1681).
Στα αριστερά της εισόδου βρίσκεται το επιτάφιο μνημείο του καρδινάλου Γουλιέλμο Λόγκι κατασκευής του Ούγκο από το Καμπιόνε (1319-1320).
Στον κάτω τοίχο βρίσκονται, το εντυπωσιακό νεκρώσιμο μνημείο του Γκετάνο Ντονιτσέττι κατασκευής του γλύπτη Βιντσέντζο Βέλα (1855) και εκείνο του Σιμόνε Μάιρ -δάσκαλος του Ντονιτσέττι, και ήδη δάσκαλος της εκκλησίας στην ίδια τη βασιλική - που κατασκευάστηκε το 1852 από τον Ιννοτσέντσο Φρακαρόλι.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.