Γερμανός αρχιτέκτονας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Χανς (Μπέρναρντ) Σάρουν (γερμανικά: Hans Bernard Scharoun) (1893-1972)[12] ήταν ένας Γερμανός αρχιτέκτονας της εποχής του μοντερνισμού. Ειδικότερα, το όνομά του έχει συνδεθεί με την εξπρεσιονιστική και την οργανική αρχιτεκτονική.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Χανς Σάρουν | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Hans Scharoun (Γερμανικά) |
Γέννηση | 20 Σεπτεμβρίου 1893[1][2][3] Βρέμη[4][5] |
Θάνατος | 25 Νοεμβρίου 1972[1][2][3] Δυτικό Βερολίνο[6] |
Τόπος ταφής | Waldfriedhof Zehlendorf |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[7][8] |
Σπουδές | Πολυτεχνείο του Βερολίνου |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας[2][9][10], διδάσκων πανεπιστημίου, σχεδιαστής[11] και πολεοδόμος[9] |
Σημαντικά έργα | Φιλαρμονική του Βερολίνου, Ledigenheim in Wrocław, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Μέγαρο Μουσικής Δωματίου του Βερολίνου, Großsiedlung Siemensstadt και Villa Schminke |
Βραβεύσεις | Επίτιμος πολίτης του Βερολίνου (1969), Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, βραβείο Erasmus (1970), Βραβείο Τέχνης του Βερολίνου (1955), επίτιμος διδάκτωρ του Πολυτεχνείου του Βερολίνου και βραβείο Ωγκύστ Περρέ (1965) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χάνς Σάρουν γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1893 στη Βρέμη. Σε ηλικία ενός έτους μετακόμισε με την οικογένειά του στο Μπρεμερχάφεν. Η έντονη δραστηριότητα του λιμανιού άφησε ανεξίτηλες μνήμες στον αρχιτέκτονα, όπως ο ίδιος αναφέρει σε διάλεξή του το 1967 στο πανεπιστήμιο της Βρέμης.
Το ενδιαφέρον του για την αρχιτεκτονική εκδηλώθηκε από νωρίς με τον πατέρα του, όμως, να αποτελεί τροχοπέδη για οικονομικούς λόγους. Αντίβαρο αποτέλεσε η στενή επαφή του, ήδη από τα σχολικά του χρόνια, με την οικογένεια Χοφμάγιερ, η οποία είχε συστήσει κατασκευαστική εταιρία.
Το 1912 μετά το απολυτήριο λυκείου (Abitur) εισήχθη στο τεχνικό πανεπιστήμιο Berlin-Charlottesburg στο τμήμα της αρχιτεκτονικής. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, διέκοψε τις σπουδές του για να καταταγεί στον στρατό (1915-1918). Εκεί έδρασε ως επικεφαλής του τομέα ανακατασκευών της ανατολικής Πρωσίας, στην περιοχή Ίστενμπουργκ, όπου και εγκαταστάθηκε ως το 1925. Μετά τον πόλεμο, αποφάσισε να διακόψει τις σπουδές του –οι απόψεις του απέκλιναν από τον καθηγητή του Πάουλ Κρούχεν (Paul Kruchen) – προκειμένου να αποκομίσει εμπειρία μέσω της πρακτικής. Ήδη, κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε συμμετάσχει σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.
Το 1919 η πρόταση του Σάρουν σε διαγωνισμό για πλατεία στο Πλέντσλαου (Plenzlau Insterburg) κέρδισε το πρώτο βραβείο και τα εγκωμιαστικά σχόλια του Άντολφ Μπένε, κριτικού με καθοριστική δράση την εποχή του μεσοπολέμου για τη Γερμανία. Την ίδια χρονιά εντάσσεται στην ομάδα Gläserne Kette (Γυάλινη Αλυσίδα). Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, (μεταξύ άλλων οι αδερφοί Ταούτ, ο Φίνστερλιν κλπ) που ήταν επηρεασμένοι από τα σοσιαλιστικά μανιφέστα, και οραματίζονταν μια νέα κοινωνία, μια ουτοπία ως απάντηση στις κτηνωδίες του πολέμου. Ωστόσο, η οικονομική ευμάρεια της δεκαετίας του 1920, και οι αναθέσεις έργων ακόμη και στους εξπρεσιονιστές της Gläserne Kette, τους έστρεψαν σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής. Ο Σάρουν, εντούτοις, συνέχισε να αναζητά την ουτοπία μέσω της εξπρεσιονιστικής αρχιτεκτονικής, με δυναμικές φόρμες, ρευστότητα στις γραμμές και έμφαση στην οριζόντια κίνηση. Η νέα τάση, όμως, και η στροφή στον ρασιοναλισμό, δεν τον ευνοούσαν και παρότι οι συμμετοχές σε διαγωνισμούς τον κατέστησαν γνωστό στο κοινό ως έναν πρωτότυπο αρχιτέκτονα, δεν απέφεραν διακρίσεις.
Το 1925 ο Σάρουν, έπειτα από διαμεσολάβηση του συναδέλφου του Άντολφ Ράντινγκ, διορίστηκε καθηγητής στο Βρότσουαφ. Αν και στην ουσία αυτοδίδακτος, σε πέντε χρόνια κατόρθωσε να γίνει καθηγητής και στην Εθνική Ακαδημία Τεχνών, κυρίως χάρη στη φήμη που είχε κερδίσει από τους διαγωνισμούς. Η ακαδημαϊκή πορεία του Σάρουν, όπως αναφέρει ο ίδιος, τον βοήθησε να θεμελιώσει και να υποστηρίξει το αρχιτεκτονικό του λεξιλόγιο.
Το 1926 ίδρυσε με τον Άντολφ Ράντινγκ αρχιτεκτονικό γραφείο στο Βερολίνο και ενσωματώθηκε στην ομάδα “Der Ring” (The Ring), έναν οργανισμό μοντέρνων αρχιτεκτόνων (συμμετείχαν οι Πέτερ Μπέρενς, Χούγκο Χαίρινγκ, Έριχ Μέντελσον, Μις φαν ντερ Ρόε, οι αδεφοί Ταούτ και οι αδερφοί Λούκχαρτ.
Το 1927 ο Σάρουν εγκαινίασε μια περίοδο συνεχών αναθέσεων, η οποία και θα τελειώσει το 1933 με την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Προηγήθηκαν το Transportable Timber House για την έκθεση του Liegnitz και το γωνιακό σπίτι για την έκθεση “The flat” του γερμανικού συνδέσμου στη Στουτγάρδη. Το σπίτι στον πειραματικό οικισμό Βάισενχοφ (Weissenhof-Siedlung) είναι το πρώτο από τα τέσσερα μεγάλα προτζεκτ για κατοικίες των μεγάλων πόλεων που ανέλαβε ο Σάρουν το διάστημα αυτό. Κέντρο του πειραματισμού του ήταν η αναζήτηση μιας τυπολογίας με αναφορές στο παραδοσιακό ενοικιαζόμενο δωμάτιο και το ξενοδοχείο. Εμφανείς είναι οι επιρροές του από στοιχεία οικοτροφείων των ΗΠΑ, συλλογικής κατοικίας της Σουηδίας και κομμουνιστικής κατοικίας της Σοβιετικής Ένωσης. Στόχος του ήταν να δώσει στον ένοικο την αίσθηση του ξενοδοχειακού περιβάλλοντος, Αυτό μεταφράζεται σε έναν σχετικά περιορισμένο ιδιωτικό χώρο, που συγκεντρώνει όλες τις παροχές και προσφέρει ανακούφιση απ’ τον φόρτο εργασιών του νοικοκυριού, όπως ανέφερε σε διάλεξή του (ελεύθερη μετάφραση).
Τα έργα που εντάσσονται στην κατηγορία αυτή, είναι το μεγάλης κλίμακας ξενώνες για την έκθεση του Deutscher Werkbund στο Βρότσουαφ και οι κατοικίες στο βορειοδυτικό Βερολίνο, κοντά στο εργοστάσιο της Siemens. Ο επίλογος της επιτυχημένης αυτής περιόδου για τον Σάρουν είναι το Haus Schminke στο Löbau το 1933. Η οικογενειακή αυτή κατοικία, θεωρήθηκε από ιστορικούς του μοντέρνου, όπως ο Γάλλος Julius Posener, ένα από τα καλύτερα και πιο ρηξικέλευθα κτίρια του μοντέρνου κινήματος.
Η άνοδος των ναζί στην εξουσία σηματοδότησε μια σειρά γεγονότων που κατέστησαν την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τον Σάρουν, τη δυσκολότερη της καριέρας του. Το 1932 έκλεισε η σχολή του Wroclow και το 1933 ο στενός συνεργάτης του Άντολφ Ράντινγκ μετανάστευσε στη Γαλλία. Ο Σάρουν, όπως και όλα τα μέλη της ένωσης “Der Ring”, τιτλοφορήθηκε από το καθεστώς ως Kulturbolschewist (πολιτισμικός μπολσεβίκος). Παράλληλα, μερίδα των συντηρητικών αρχιτεκτόνων κέρδισε έδαφος και θέσπισε το Heimatschutzstil (προστασία του πατροπαράδοτου στυλ).
Ο Σάρουν παρέμεινε στη Γερμανία και μέσω γνωριμιών (ανάμεσά τους ο αρχιτέκτονας Χέρμαν Μάτερν) ανέλαβε την κατασκευή 25 οικογενειακών κατοικιών, εκ των οποίων οι 20 αποπερατώθηκαν. Παρότι οι όψεις των κτιρίων συμμορφώνονται με τον παραδοσιακό χαρακτήρα, οι κατόψεις μαρτυρούν τον πειραματισμό του αρχιτέκτονα πάνω στο θέμα κατοικία. Το περιβάλλον της κατοικίας είχε βαρύνουσα σημασία για τη διαμόρφωση του εσωτερικού της και της μεταξύ τους σχέσης. Παράλληλα, ο αρχιτέκτονας επεδίωκε μια ροή χώρων γύρω από έναν πυρήνα που συνδεόταν με την κοινωνική ζωή. Το διάστημα 1943-1945 η κλιμάκωση του Β΄ παγκοσμίου πολέμου οδήγησε σε στάση την όποια κατασκευαστική δραστηριότητα. Ο Σάρουν, βρήκε καταφύγιο σε αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά σχέδια με σκοπό την εφαρμογή τους μετά τη λήξη των εχθροπραξιών.
Με την κατάληψη του Βερολίνου από τους Ρώσους ο Σάρουν διορίστηκε επικεφαλής του κατασκευαστικού τομέα και της οικιστικής ανάπτυξης του Βερολίνου. Με ομάδα συνεργατών κατέθεσε ένα νέο πολεοδομικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της πόλης, το “Kollektivplan” σε μορφή διχτυού που αποτελούνταν από μεσαιωνικά και μοντέρνα στοιχεία. Το 1946, ο Σάρουν δεν επανεξελέγη και το σχέδιο δεν μπήκε ποτέ σε εφαρμογή. Την περίοδο 1946-1948 διετέλεσε πρόεδρος του ινστιτούτου αστικής ανάπτυξης και του τεχνικού πανεπιστημίου Βερολίνου. Το διάστημα 1947-1950 ήταν επικεφαλής του ινστιτούτου κατασκευών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου, όπου και εργάστηκε σε ένα μοντέλο ανάπλασης της περιοχής Friedrichschain, το οποίο δεν τελεσφόρησε, λόγω της κατασκευής της λεωφόρου Stalinallee στο ανατολικό Βερολίνο.
Η μη εφαρμογή των πολεοδομικών του σχεδίων τον έστρεψε σε διαγωνισμούς δημοσίων κτηρίων. Παρότι κέρδισε το πρώτο βραβείο πέντε φορές και τιμήθηκε με διακρίσεις αρκετές άλλες, τα έργα του είτε δεν υλοποιήθηκαν είτε δεν κατάφερνε να αναλάβει όλα τα στάδια κατασκευής ο ίδιος.
Το καλοκαίρι του 1956 ο Σάρουν έλαβε μέρος σε διαγωνισμό για το Μέγαρο Μουσικής του Βερολίνου κερδίζοντας το πρώτο βραβείο. Η Φιλαρμονική αποπερατώθηκε το 1963 και αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο έργο του αλλά και την αρχή μιας επιτυχημένης φάσης της καριέρας του, η οποία διήρκεσε και μέχρι τον θάνατό του, τον Νοέμβρη του 1972. Ο ίδιος θεώρησε σημείο σταθμό στην πορεία του το Ναυτικό Μουσείο στο Μπρεμερχάφεν, του οποίου οι κατασκευές άρχισαν το 1969, διότι είχε αναλάβει ο ίδιος τη μελέτη εξολοκλήρου για πρώτη φορά. Το μουσείο ολοκληρώθηκε το 1974, μετά τον θάνατό του. Την περίοδο αυτή συναντάται η τυπολογία που είχε αναλύσει και εφαρμόσει ο Σάρουν σε προγενέστερα έργα του, μικρότερης κλίμακας τη δεκαετία του 1930.
Η αρχιτεκτονική του Σάρουν κατατάσσεται ενίοτε στην οργανική ή την εξπρεσιονιστική. Ο φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ αναφέρει ότι τα έργα του έχουν σαφείς αναφορές στο μοτίβο του πλοίου και ότι αρνούνται τον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Ωστόσο τη δουλειά του διέπουν ορισμένες αρχές που την καθιστούν ιδιότυπη. Μότο του ήταν «λειτουργία όχι αναπαράσταση», έτσι η κάτοψη των κτιρίων του οργανωνόταν με φονξιοναλιστικά κριτήρια και εν συνεχεία από αυτή προέκυπτε η όψη, για τον λόγο αυτό ο Σάρουν έχει χαρακτηριστεί και οργανικός φονξιοναλιστής.
Όλα τα κτίρια του Σάρουν είναι στη Γερμανία –εξαίρεση αποτελεί η γερμανική πρεσβεία στην Μπραζίλια– και αυτό για τον ίδιο αποτέλεσε επιλογή. Δεν θεωρούσε ότι είναι εκπρόσωπος ενός διεθνούς στυλ, αλλά μιας πολιτισμικής περιοχής, μιας ιστορικής συνέχειας στην οποία λογοδοτεί. Ταυτόχρονα ανέπτυξε μια προβληματική στην οποία συσχέτιζε κοινωνικά ζητήματα με αρχιτεκτονικά. Πίστευε πως η κατοικία και γενικότερα οι χώροι που παρήγε αποτελούν μετάβαση από το ιδιωτικό στο συλλογικό. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «στην κατοικία πρέπει να υπάρχει χώρος, όχι μόνο για την οικογένεια και τις ανάγκες της, αλλά και για τις προσδοκίες που έχει κάθε μέλος αυτής από τη ζωή [...] Το διαμέρισμα είναι το απελευθερωτικό υπόβαθρο της ζωής και συνεπώς πρέπει να έχει και απελευθερωτικό χαρακτήρα».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.