From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ (γερμ. Hans-Dietrich Genscher, Ράιντεμπουργκ, Χάλλε, 21 Μαρτίου 1927 - 31 Μαρτίου 2016[1]) ήταν πολιτικός του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (FDP). Διετέλεσε Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών από το 1969 έως το 1974 και από το 1974 έως το 1992, σχεδόν χωρίς διακοπή, Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών και Αντικαγκελάριος. Επίσης, ήταν Πρόεδρος του FDP από το 1974 έως το 1985.
Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ Hans-Dietrich Genscher | |
---|---|
Αντικαγκελάριος της Γερμανίας | |
Περίοδος 1 Οκτωβρίου 1982 – 17 Μαΐου 1992 | |
Καγκελάριος | Χέλμουτ Κολ |
Προκάτοχος | Έγκον Φράνκε |
Διάδοχος | Γιούργκεν Μέλεμαν |
Περίοδος 17 Μαΐου 1974 – 17 Σεπτεμβρίου 1982 | |
Καγκελάριος | Χέλμουτ Σμιτ |
Προκάτοχος | Βάλτερ Σέελ |
Διάδοχος | Έγκον Φράνκε |
Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας | |
Περίοδος 1 Οκτωβρίου 1982 – 17 Μαΐου 1992 | |
Καγκελάριος | Χέλμουτ Κολ |
Προκάτοχος | Χέλμουτ Σμιτ (υπηρεσιακός) |
Διάδοχος | Κλάους Κίνκελ |
Περίοδος 17 Μαΐου 1974 – 17 Σεπτεμβρίου 1982 | |
Καγκελάριος | Χέλμουτ Σμιτ |
Προκάτοχος | Βάλτερ Σέελ |
Διάδοχος | Χέλμουτ Σμιτ (υπηρεσιακός) |
Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας | |
Περίοδος 22 Οκτωβρίου 1969 – 16 Μαΐου 1974 | |
Καγκελάριος | Βίλι Μπραντ |
Προκάτοχος | Ερνστ Μπέντα |
Διάδοχος | Βέρνερ Μάιχοφερ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 21 Μαρτίου 1927, Ράιντεμπουργκ, Γερμανία |
Θάνατος | 31 Μαρτίου 2016 (89 ετών) Βάχτμπεργκ, Γερμανία |
Πολιτικό κόμμα | Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (1952-2016) Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (1946-1952) Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (1945) |
Σύζυγος | Μπάρμπαρα Σμιτ Γκένσερ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ μεγάλωσε σε ένα ημι-αστικό και συντηρητικό περιβάλλον[2]. Ο πατέρας του, Κουρτ Γκένσερ (†1937), ήταν νομικός σύμβουλος του τοπικού αγροτικού συνεταιρισμού και η μητέρα του, Χίλντε Κράιμε (†1988)[3], κόρη αγροτών. Ήταν μαθητής στο κρατικό γυμνάσιο – λύκειο του Χάλλε, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1933. To 1943 συμμετείχε στο σώμα βοηθών αεράμυνας (Flakhelfer - ειδικού σώματος αποτελούμενου κυρίως από τελειόφοιτους μαθητές σχολείων που δημιουργήθηκε στη Γερμανία κατά τα τελευταία δύο έτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την επάνδρωση των επίγειων αντιαεροπορικών συστημάτων), ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του εκπαίδευση στο Χαρτς (Harz) και τοποθετήθηκε από τον Οκτώβριο έως τον Νοέμβριο του 1944 στην Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ (Reichsarbeitsdienst – RAD), στα Όρη Μεταλλεύματος (Erzgebirge). Επίσης, το 1944[4] και σε ηλικία 17 ετών ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei - NSDP, με αριθμό μητρώου μέλους 10123636), αν και, όπως έχει δηλώσει, αυτό έγινε βάσει ομαδικής αίτησης, την οποία ο ίδιος αγνοούσε[5]. Θέλοντας να γίνει έφεδρος αξιωματικός και για να αποφύγει, όπως έχει επίσης ο ίδιος δηλώσει, μια πιθανή αναγκαστική στρατολόγηση στο ένοπλο σώμα των SS (Waffen – SS), εντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1945 οικειοθελώς στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Βέρμαχτ) για να αναλάβει υπηρεσία στον πόλεμο και τοποθετήθηκε αρχικά στο σώμα μηχανικών στρατού στο Βίτενμπεργκ (Wittenberg). Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου το Μάιο του 1945 και όντας υποδεκανέας στη «Στρατιά Βενκ», που ενεπλάκη στη Μάχη του Βερολίνου, αιχμαλωτίστηκε και κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου πρώτα υπό αμερικανική και στη συνέχεια υπό βρετανική στρατιωτική διοίκηση.
Απελευθερώθηκε τον Ιούλιο του 1945 και ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός οικοδόμου. Από το Δεκέμβριο του 1945 επέστρεψε στο σχολείο του, το Λύκειο «Φρίντριχ Νίτσε» της πόλης Χάλλε (που μετονομάστηκε από το 1946 σε «Φρίντριχ Έγκελς») και ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επιτυγχάνοντας στις απολυτήριες εξετάσεις το Μάρτιο του 1946. Το χειμώνα του 1946/47 νόσησε βαριά με φυματίωση και για το λόγο αυτό νοσηλεύτηκε για τρεις μήνες σε σανατόριο. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δέκα ετών χρειάστηκε να νοσηλευτεί επανειλημμένα λόγω αυτής της ασθένειας, που ήταν τότε ακόμη ανίατη. Παρ΄ όλα αυτά, ο Γκένσερ ολοκλήρωσε μέσα στο διάστημα από το 1946 έως το 1949 τον κύκλο σπουδών στις νομικές και οικονομικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια του Χάλλε – Βίτενμπεργκ και της Λειψίας, επιτυγχάνοντας το 1949 στη Λειψία στην πρώτη κρατική εξέταση για νομικούς. Αμέσως μετά και έως το 1952 εργάστηκε ως εισηγητής στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας του Εφετείου της πόλης Χάλλε.
Στις 20 Αυγούστου 1952 ο Γκένσερ πέρασε, μέσω του Δυτικού Βερολίνου, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εργάστηκε ως εισηγητής στο Εφετείο της Βρέμης και το 1954 πέτυχε στη δεύτερη κρατική εξέταση για νομικούς στο Αμβούργο. Στη συνέχεια, έως το 1956, εργάστηκε ως δικηγόρος στη δικηγορική εταιρία των Δρ. Φρικ, Μπούζινγκ, Γκένσερ και Δρ. Μούφελμαν στη Βρέμη, που ειδικευόταν στο οικονομικό και φορολογικό δίκαιο.
Από το 1946 έως το 1952 ο Γκένσερ υπήρξε μέλος του τοπικού παραρτήματος του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (Liberal Demokratische Partei Deutschlands - LDP) στο κρατίδιο Σαξωνίας-Άνχαλτ. Από το 1952 είναι μέλος του FDP. To 1954 εξελέγη στη θέση του αναπληρωτή επικεφαλής των Νέων Δημοκρατών (Jungdemokraten) στη Βρέμη. Από το 1956 έως το 1959 διετέλεσε επιστημονικός βοηθός της κοινοβουλευτικής ομάδας του FDP στη Βόννη. Από το 1959 έως το 1965 ήταν διευθυντής της κοινοβουλευτικής ομάδας του FDP, ενώ από το 1962 έως το 1964 ήταν παράλληλα διευθυντής του κόμματος FDP σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το 1968 εξελέγη αναπληρωτής πρόεδρος του κόμματος. Τέλος, από 1 Οκτωβρίου 1974 έως 23 Φεβρουαρίου 1985 υπήρξε πρόεδρος του FDP. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως προέδρου, συντελέστηκε μια αλλαγή στην πολιτική συνεργασίας του FDP για το σχηματισμό κυβερνήσεων, τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο κρατιδίων: από το 1982 το FDP ξεκίνησε να συνεργάζεται με το συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU), αντί για τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), με τους οποίους συνεργαζόταν έως τότε. Το 1985 επέλεξε να μην αναλάβει πάλι τη θέση του προέδρου του κόμματος. Το 1992, όταν παραιτήθηκε από τη θέση του ως Υπουργού Εξωτερικών, ο Γκένσερ ανακηρύχθηκε σε επίτιμο πρόεδρο του FDP.
Ο Γκένσερ υπήρξε μέλος του γερμανικού ομοσπονδιακού κοινοβουλίου από το 1965 έως το 1998, εκπροσωπώντας την εκλογική περιφέρεια του Δυτικού Βούπερταλ, αλλά εκλεγόμενος πάντα μέσω της λίστας επικρατείας του κρατιδίου Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας. Από το 1965 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση του Βίλλυ Μπραντ το 1969 υπήρξε διευθυντής της κοινοβουλευτικής ομάδας του FDP.
Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 1969, ο Γκένσερ είχε ουσιαστική συμμετοχή στις διεργασίες για το σχηματισμό του συνασπισμού μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και φιλελευθέρων και στις 22 Οκτωβρίου 1969 ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Εσωτερικών στην Κυβέρνηση του Καγκελαρίου Βίλλυ Μπραντ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του συνέβη η Σφαγή του Μονάχου, όταν στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 στο Μόναχο μέλη της ισραηλινής αποστολής έπεσαν θύματα απαγωγής και δολοφονίας από παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση. Ο Γκένσερ πρότεινε στους απαγωγείς να κρατήσουν τον ίδιο ως όμηρο και να απελευθερώσουν τα μέλη της ισραηλινής αποστολής, πρόταση που αυτοί απέρριψαν. Μετά την αιματηρή κατάληξη της υπόθεσης, ο Γκένσερ, στις 26 Σεπτεμβρίου 1972, έδωσε εντολή στην ομοσπονδιακή υπηρεσία φύλαξης συνόρων να δημιουργήσουν την ειδική αντιτρομοκρατική μονάδα GSG 9.
Στις 16 Μαΐου 1974, μετά την παραίτηση του Βίλλυ Μπραντ, την εκλογή του Βάλτερ Σέελ ως Ομοσπονδιακού Προέδρου και το σχηματισμό Κυβέρνησης από τον Χέλμουτ Σμιτ, ο Γκένσερ ανέλαβε τα καθήκοντα του Αντικαγκελαρίου και Υπουργού Εξωτερικών. Υπό την ιδιότητά του αυτή, ο Γκένσερ είχε ουσιαστική συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις για την Τελική Πράξη της ΔΑΣΕ (Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) στο Ελσίνκι. Το Δεκέμβριο του 1976 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη υιοθέτησε την πρόταση του Γκένσερ για την εκπόνηση μιας Σύμβασης κατά της Σύλληψης Ομήρων, στην οποία θα προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα έπρεπε να γίνονται, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, παραχωρήσεις προς τους τρομοκράτες που συλλαμβάνουν ομήρους. Υπό τη σκιά της «διπλής απόφασης» του ΝΑΤΟ, ο Καγκελάριος Σμιτ και ο Γκένσερ ως Υπουργός Εξωτερικών πραγματοποίησαν διαμεσολαβητικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση της Μόσχας, προλειαίνοντας το έδαφος, ώστε η σοβιετική ηγεσία να δεχθεί τελικά να διεξάγει διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ σχετικά με τους πυρηνικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς (Intermediate Nuclear Forces/INF).
Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 1980, σχηματίστηκε εκ νέου κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή του SPD και του FDP[6]. Ωστόσο, από τα μέσα του 1981 οι ενέργειες του Γκένσερ, υποστηριζόμενου κυρίως από τον Υπουργό Οικονομίας Ότο Γκραφ Λάμπστντορφ, κατέτειναν προς τον τερματισμό της συνεργασίας μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων. Ο λόγος, που προβλήθηκε δημοσίως τουλάχιστον, ήταν η εντεινόμενη διάσταση απόψεων, ιδίως σε θέματα οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής[7]. Στο παρασκήνιο, ωστόσο, φαίνεται ότι κρίσιμη ήταν η αυξανόμενη αποστασιοποίηση του SPD από τη «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ[8]. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 ο Γκένσερ και οι υπόλοιποι Υπουργοί του FDP παραιτήθηκαν. Τον Γκένσερ αντικατέστησε προσωρινώς ο ίδιος ο Καγκελάριος Σμιντ, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Εξωτερικών, και ο Έγκον Φράνκε ως Αντικαγκελάριος.
Την 1η Οκτωβρίου 1982, στο πλαίσιο της (συνταγματικής) διαδικασίας «εποικοδομητικής» πρότασης δυσπιστίας, ο έως τότε Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Χέλμουτ Κολ εξελέγη Καγκελάριος, χάρη και στις ψήφους του μεγαλύτερου μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του FDP. Στις 4 Οκτωβρίου 1982 ο Γκένσερ επανήλθε στην Κυβέρνηση ως Αντικαγκελάριος και Υπουργός Εξωτερικών.
Τα έτη 1984-1985 διετέλεσε Προεδρεύων του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ και Προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως Υπουργός Εξωτερικών υποστήριξε μια συμβιβαστική εξωτερική πολιτική μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ανέπτυξε στρατηγικές για την εφαρμογή μιας ενεργούς πολιτικής αποκλιμάκωσης, τη συνέχιση του διαλόγου με την ΕΣΣΔ και την εμβάθυνση της ενοποίησης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ιδίως από το 1987 και εφεξής, ο Γκένσερ υπήρξε οπαδός μιας «ενεργού πολιτικής αποκλιμάκωσης» ως ένδειξη ανταπόκρισης στις προσπάθειες που κατέβαλλε η Σοβιετική Ένωση. Ο Γκένσερ πιστώνεται σημαντικό μερίδιο τόσο στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όσο και στην επανένωση της Γερμανίας, για την οποία διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με τον ομόλογό του από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) Μάρκους Μέκελ. Αρχικά είχε κρατήσει επιφυλακτική στάση για τα σχέδια επανένωσης που υποστήριζε με συνέπεια ο Καγκελάριος Κολ. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1989 επέτυχε να δοθεί άδεια αναχώρησης στο εξωτερικό στους πολίτες της ΛΔΓ που είχαν καταφύγει στην Πρεσβεία της ΟΔΓ στην Πράγα. Υποστήριξε επίσης τη διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων ιδίως στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Για το σκοπό αυτό είχε συναντηθεί, ήδη από τον Ιανουάριο του 1980 στο πλαίσιο μιας επίσκεψής του στην Πολωνία, με τον επικεφαλής της «Αλληλεγγύης» (Solidarność) Λεχ Βαλέσα, εξασφαλίζοντάς του την υποστήριξη της ΟΔΓ στις προσπάθειες τις πολωνικής αντιπολίτευσης για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Τα μέσα που χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της πολιτικής που ακολούθησαν ο Γκένσερ και ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ως «διπλωματία του καρνέ επιταγών» (Scheckbuchdiplomatie). Ο Γκένσερ συμμετείχε στις πρώτες τρεις συναντήσεις των «2+4» Υπουργών Εξωτερικών, με αντικείμενο τις εξωτερικές πτυχές της γερμανικής ενοποίησης, που πραγματοποιήθηκαν διαδοχικά στη Βόννη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Το Νοέμβριο του 1990 ο Γκένσερ και ο Πολωνός ομόλογός του Κριστόφ Σκουμπιζέφσκι υπέγραψαν στη Βαρσοβία τη γερμανο-πολωνική συνθήκη, με την οποία ορίστηκε ως δυτικό σύνορο της Πολωνίας η γραμμή κατά μήκος των ποταμών Όντερ και Νάισε.
Χάρη στη δημοφιλία του Γκένσερ στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Χάλλε, και τις ελπίδες που δημιούργησαν στους Γερμανούς οι εξελίξεις μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, το FDP κατάφερε να συγκεντρώσει στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1990 στο κρατίδιο της Σαξωνίας-Άνχαλτ ποσοστό 17,61% των ψήφων. Χάρη σε αυτό το ποσοστό, ο τοπικός υποψήφιος του κόμματος Ούβε Λουρ επέτυχε, για πρώτη και ως τώρα τελευταία φορά από το 1957, να εκλεγεί βουλευτής στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο με απευθείας εντολή (και όχι μέσω αναλογικής κατανομής εδρών στο σύνολο της επικράτειας).
Τον Ιούλιο του 1984 ο Γκένσερ ήταν ο πρώτος Υπουργός Εξωτερικών της δυτικής Ευρώπης που πραγματοποίησε επίσκεψη στην Τεχεράνη μετά την ισλαμική επανάσταση του 1979.
Έντονη κριτική έχει ασκηθεί στην απόφαση του Γκένσερ για πρόωρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας των πρώην γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών της Σλοβενίας και της Κροατίας από τη Γερμανία το Δεκέμβριο 1991. Η αναγνώριση είχε συμφωνηθεί μόνο με την Αυστρία, αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της Τελικής Πράξης της ΔΑΣΕ και αντέβαινε σε απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς οποιασδήποτε αναγνώρισης κράτους της πρώην Γιουγκοσλαβίας έπρεπε να είχε προηγηθεί αξιολόγηση των πορισμάτων της Επιτροπής Μπαντιντέρ. Ο Γκένσερ κατηγορήθηκε ότι επέσπευσε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον πόλεμο που επακολούθησε. Ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Χαβιέ Πέρες ντε Κουέγιαρ είχε προειδοποιήσει τη γερμανική Κυβέρνηση ότι τυχόν αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας θα οδηγούσε στην επέκταση των εχθροπραξιών στη Γιουγκοσλαβία.
Στις 18 Μαΐου 1992 ο Γκένσερ αποχώρησε οικειοθελώς από την Κυβέρνηση, μετά από 23 χρόνια συνολικής θητείας. Είχε ανακοινώσει την απόφασή του τρεις εβδομάδες νωρίτερα, στις 27 Απριλίου 1992. Κατά το χρόνο της αποχώρησής του, ήταν ο αρχαιότερος εν ενεργεία Υπουργός Εξωτερικών στην Ευρώπη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.