Χαλκή Πύλη
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως Χαλκή Πύλη αναφέρεται η κύρια είσοδος του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης που ονομάστηκε έτσι είτε λόγω των επιχρυσωμένων ορειχάλκινων κεραμιδιών της σκεπής της, είτε λόγω των χάλκινων πυλών της[1]. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αυτοκρατορικά κτίσματα της πόλης, ιδιαίτερης συμβολικής αξίας.
Χαλκή πύλη | |
---|---|
Είδος | vestibule |
Αρχιτεκτονική | βυζαντινή αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°0′21″N 28°58′38″E |
Χώρα | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
δεδομένα (π) |
Πρώτος αρχιτέκτονας της Χαλκής Πύλης ήταν ο Αιθέριος, επί αυτοκρατορίας του Αναστάσιου Α'[1]. Καταστράφηκε κατά τη στάση του Νίκα και επανακατασκευάστηκε με εντολή του Ιουστινιανού Α'. Αυτό το κτίριο περιγράφηκε εκτενώς από τον ιστορικό Προκόπιο στο έργο του, Περί κτισμάτων.[2] Τον 7ο-8ο αιώνα η ίδια η παρακείμενα αυτής κτίσματα χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακή[3]. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α' μετέτρεψε αργότερα το κτίσμα σε δικαστική αίθουσα.[4] Ο Ρωμανός Λεκαπηνός έχτισε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Χριστό τον Χαλκίτη, που το επέκτεινε ο Ιωάννης Α' Τζιμισκής, ο οποίος θάφτηκε κιόλας εκεί. Το κτίσμα έχασε τη σημασία του ως πρόδομος από την εποχή του Νικηφόρου Β' Φωκά, όταν το παλάτι, του οποίου το κέντρο είχε μετακινηθεί προς νότον στο παλάτι του Βουκολέοντος, περιφράχθηκε και μειώθηκε η έκτασή του. Το κτίριο της κυρίως πύλης απογυμνώνεται από τις χάλκινες πύλες του από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β 'Άγγελο κατά την πρώτη του βασιλεία (1185-1195), δεν αναφέρεται από βυζαντινούς χρονογράφους μετά το1200 μ.Χ. Ιστορικές αναφορές για τη Χαλκή πύλη και την εκκλησία της υπάρχουν όμως από ρώσους προσκυνητές τον 14ο αιώνα[5]. Το δε παρεκκλήσι, αν και ερειπωμένο, επιβίωσε κατά την οθωμανική περίοδο, οπότε ήταν γνωστό ως Αρσλάνχανε, μέχρι που κατεδαφίστηκε το 1804.
Στην πρόσοψή της, πάνω από την κεντρική πύλη της εισόδου, είχε τοποθετηθεί εικόνα του Χριστού Χαλκίτη, η οποία αφαιρέθηκε κατά την περίοδο της εικονομαχίας και επαναφέρθηκε αργότερα από την αυτοκράτειρα Ειρήνη[5]. Κατά την αυτοκρατορία του Λέοντα Ε' αντικαταστάθηκε από ένα σταυρό και το 843 από ένα μωσαϊκό με την ίδια παράσταση φιλοτεχνήθηκε από το ζωγράφο Λάζαρο[3].