From Wikipedia, the free encyclopedia
Φόβος και Τρόμος (στο πρωτότυπο: Frygt og Bæven) είναι ο τίτλος ενός φιλοσοφικού βιβλίου του Δανού φιλόσοφου και θρησκευτικού συγγραφέα Σαίρεν Κίρκεγκωρ, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1843 με ψευδώνυμο συγγραφέα τον Johannes de Silentio (= Ιωάννη της σιωπής).
Συγγραφέας | Σαίρεν Κίρκεγκωρ |
---|---|
Τίτλος | Frygt og Bæven |
Γλώσσα | Δανικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1843 |
Θέμα | φιλοσοφία |
Προηγούμενο | Two Upbuilding Discourses, 1843 |
Επόμενο | Three Upbuilding Discourses |
δεδομένα ( ) |
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε ένα βιβλικό χωρίο από την Προς Φιλιππησίους επιστολή, Κεφ. 2, στ. 12, όπου ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει: «Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (= Με φόβο και τρόμο να κατεργαζόσαστε τη σωτηρία σας).
Το βιβλίο επικεντρώνεται στο ερώτημα, αν και με ποιο νόημα ο Εβραίος θρησκευτικός ηγέτης Αβραάμ δικαιώνεται ηθικά-θρησκευτικά, όταν υπακούοντας σε εντολή του Θεού αποφασίζει να υψώσει το μαχαίρι για να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του, τον Ισαάκ.
Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να αφηγηθεί «λυρικά-διαλεκτικά» (όπως λέει ο υπότιτλος του βιβλίου) το περιστατικό της θυσιαστικής πράξης του Αβραάμ, με στόχο να μεταδώσει όλο το ρίγος που διεγείρει αυτό το αφήγημα. Λέει επ’ αυτού: «Γενιές αναρίθμητες γνώρισαν από στήθους και λέξη προς λέξη την ιστορία του Αβραάμ· πόσοι όμως χάσανε τον ύπνο τους εξαιτίας της;» (S. Kierkegaard 1980, σελ. 52).
Μετά από μια Εισαγωγική αφήγηση εκείνης της θυσιαστικής πράξης, έτσι όπως παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις, Κεφ. 22), διατυπώνεται ένα εκτεταμένο «Εγκώμιο του Αβραάμ», όπου η αγάπη του Αβραάμ για τον μονάκριβο γιο του αντιπαρατίθεται στην πίστη προς τον Θεό. Στο κύριο μέρος τίθενται τρία «Προβλήματα»:
Η ιστορία του Αβραάμ αναδεικνύει ένα τεράστιο ηθικό πρόβλημα: Έχει δικαίωμα ένα θρησκευτικά φανατισμένο άτομο να διαπράξει ένα κακούργημα με τη δικαιολογία ότι έχει λάβει εντολή από τον Θεό; Η ηθικότητα των ατόμων διασφαλίζεται από τους ποινικούς νόμους και την κοινωνική συναίνεση. Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια γενικής αποδοχής κανένα ανθρώπινο άτομο δεν μπορεί ν’ αποτελέσει εξαίρεση.
Εντούτοις ακόμα και στις πιο προηγμένες κοινωνίες η νομοθεσία που απαγορεύει τον εκούσιο φόνο επιδέχεται εξαιρέσεις. Σε περιπτώσεις π.χ. επιθετικού ή αμυντικού πολέμου ισχύει ένα έκτακτο πολεμικό δίκαιο, που διακηρύσσει μια προσωρινή παύση του ηθικού νόμου υπεράσπισης της ανθρώπινης ζωής και επιβάλλει την υπεράσπιση του γενικού συμφέροντος με μαζικές δολοφονίες ακόμα και έναντι αμάχων.
Ο Κίρκεγκωρ φέρνει ως έξοχο παράδειγμα τον Αγαμέμνονα, αρχιστράτηγο των Αχαιών, ο οποίος εξαναγκάστηκε στην Αυλίδα να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια, προκειμένου να εξευμενιστούν οι θεοί και να ξεκινήσουν τα καράβια για τον Τρωικό πόλεμο. (Ως σύγχρονο παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τους επαναστατημένους Έλληνες του 1821 και τους στρατιώτες του ελληνοαλβανικού πολέμου των ετών 1940-41, τους οποίους αφενός το ελληνικό κράτος αφετέρου η ίδια η ελληνορθόδοξη Εκκλησία προώθησαν άμεσα ή έμμεσα σε ανελέητη φονική σφαγή!)
Ο Αγαμέμνων χαρακτηρίζεται από τον Κίρκεγκωρ ένας τραγικός ήρωας, αφενός επειδή μελετήθηκε επανειλημμένα από τους Αθηναίους τραγωδούς, αφετέρου επειδή χρειάστηκε να υπακούσει σε ένα κοινωνικό-πολιτικό-θρησκευτικό αίτημα θυσιάζοντας την προσωπική του ευτυχία και αγάπη. Η θυσιαστική του πράξη αναγνωρίζεται κι επικροτείται πάντως από την αρχαιοελληνική κοινή γνώμη ως «τελεολογική» αναστολή της ηθικότητας, δηλαδή ως προσδιορισμένη από έναν ανώτερο σκοπό (αρχαιοελληνικά «τέλος»), τον οποίο υπηρετεί.
Η θυσία του Αβραάμ δεν υπάγεται στους ίδιους νόμους με τη θυσία του Αγαμέμνονα. Αυτό που διαφοροποιεί τους δύο επίδοξους πατροκτόνους, είναι οι εκάστοτε προϋποθέσεις. Η θυσιαστική πράξη του Αγαμέμνονα στηρίζεται στην επιχειρούμενη εκστρατεία ενός ολόκληρου λαού και στο κοινωνικό αίσθημα δικαιοσύνης που έχει προσβληθεί από την αρπαγή της ωραίας Ελένης. Αντίθετα, στην περίπτωση του Αβραάμ δεν υπάρχει καμιά εθνική ή κοινωνική ανάγκη που να υπαγορεύει τη θυσία του Ισαάκ. Κι επειδή ο ηθικός νόμος (που επιβάλλει την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής) στρέφεται κατά της ατομικής αυθαιρεσίας και αναλαμβάνει την υπεράσπιση του γενικού συμφέροντος, δεν έχει κανένα λόγο να υποστηρίξει την ατομική απόφαση του Αβραάμ (ή όποιου άλλου θρησκευτικά φανατισμένου), που ισχυρίζεται ότι ο ίδιος ο Θεός τού επέβαλε την πατροκτονία. Πόσο μάλλον αφού με την επιχειρούμενη θυσιαστική πράξη απειλείται η επιβίωση ενός μέλους της κοινωνίας· άρα όχι μόνο ο ηθικός αλλά και ο ποινικός νόμος εναντιώνονται.
Έστω και αν από ηθική και νομική άποψη η πράξη του Αβραάμ κρίνεται καταδικαστέα, ο Αβραάμ οφείλει να κριθεί με ένα άλλο μέτρο, που είναι η πίστη του στον Θεό. Ο θρησκευτικός αυτός ηγέτης σπάζει κάθε δεσμό με την κοινωνία της εποχής του για χάρη της υπακοής στον Θεό. Η θρησκευτική πίστη νοείται από τον Κίρκεγκωρ ως ανύψωση του ανθρώπινου ατόμου υπεράνω της ποινικής νομοθεσίας και της κοινής γνώμης, με στόχο την ικανοποίηση ενός απόλυτου καθήκοντος (S. Kierkegaard 1980, σελ. 85).
Αυτή η αντίληψη περί θρησκευτικού καθήκοντος δεν είναι αυθαίρετη, διότι στηρίζεται σε χωρία της Καινής Διαθήκης που αναγνωρίζουν ρητά την πίστη του Αβραάμ, του αποδίδουν πλήρη δικαίωση (βλ. Προς Γαλάτας 3, 6 και Προς Ρωμαίους 4, 3), ενώ συνοδευτικά στρέφονται με απίστευτη επιθετικότητα ενάντια στον Μωσαϊκό Νόμο (με τις ηθικές του εντολές: «Ου φονεύσεις, Ου κλέψεις, Ου μοιχεύσεις…») και ακυρώνουν τις ηθικές του αξιώσεις (βλ. π.χ. Προς Ρωμαίους 4, 15: «Όπου δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει ούτε παράβαση»).
Ο Κίρκεγκωρ τονίζει το γεγονός ότι πριν από τη θυσιαστική του πράξη ο Αβραάμ δεν γνωστοποιεί και δεν δικαιολογεί τις προθέσεις του ούτε στον γιο-του Ισαάκ ούτε στη σύζυγό του Σάρα ούτε στον Ελιέζερ (ο οποίος αναφέρεται ως ενδεχόμενος κληρονόμος του Αβραάμ στο χωρίο της Γενέσεως 15, 2). Αυτός ο εγκλεισμός του θρησκευτικού ανθρώπου στον εαυτό του συμπεριλαμβάνεται στο καθήκον της απόλυτης επικοινωνίας με τον Θεό. Ο πιστός οφείλει να αποποιηθεί τη δυνατότητα λεκτικής έκφρασης και δημοσιοποίησης της θρησκευτικής του σχέσης. Δεν δικαιούται καν να υπερασπιστεί δημόσια την απόφασή του· υποχρεώνεται να αναλάβει μόνος του όλη την ευθύνη των προθέσεών του, οι οποίες ακόμα και αν γνωστοποιούνταν θα παρέμεναν αδικαιολόγητες.
Για να καταστήσει σαφέστερο τον θρησκευτικό εγκλεισμό του Αβραάμ, ο Κίρκεγκωρ τον αντιπαραβάλλει προς τον αισθητικό-ηθικό εγκλεισμό ενός τραγικού ήρωα. Όσο ο βασιλιάς της Θήβας Οιδίπους αγνοεί ότι έχει σκοτώσει τον πατέρα του και παντρευτεί τη μητέρα του, ζει μέσα σε μια «αισθητική» διαβίωση με βασιλική υπεροχή έναντι της θηβαϊκής κοινωνίας, αποκλεισμένος από κάθε ηθική κάθαρση. Υπάρχει λοιπόν κι εδώ ένας εγκλεισμός, ο οποίος όμως δεν είναι ούτε μια ηθελημένη αποσιώπηση ούτε τελεί μέσα σε αυτογνωσία. Πρόκειται για μια κριτική, την οποία ασκεί ο Κίρκεγκωρ στην αρχαιοελληνική τραγωδία: την χαρακτηρίζει «τυφλή», επειδή το έγκλημα διαπράττεται μέσα σε άγνοια και με εσφαλμένη βούληση. Χρειάζεται να επέλθει –συνήθως από Θεού– η αποκάλυψη των εγκλημάτων, για να ανοίξουν τα μάτια του ένοχου στον ηθικό βούρκο όπου έχει περιπέσει (π.χ. ο Οιδίπους) ή στο κοινωνικό αδιέξοδο όπου έχει ριχτεί (π.χ. η Αντιγόνη).
Αντίθετα, ο Αβραάμ είναι όχι μόνο πλήρως ενήμερος της τραγικής πράξης, την οποία καλείται να διαπράξει θυσιάζοντας τον γιο του, αλλά ξέρει επίσης ότι οφείλει να αναλάβει όλη την ευθύνη και να μην επιτρέψει καμιά κοινωνική («ηθική») αναχαίτιση. Η θεϊκή βούληση στέκεται υπεράνω κάθε ανθρώπινης ένστασης ή νομοθεσίας και δεν έχει ανάγκη από την ανθρώπινη έγκριση ή ποινικοποίησή της.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.