Υπασβεστιαιμία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η υπασβεστιαιμία είναι ηλεκτρολυτική διαταραχή που οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Οι εργαστηριακές τιμές του ασβεστίου στην περίπτωση υπασβεστιαιμίας είναι μικρότερες από 2.1 mmol/L ή 9 mg/dl ή στην περίπτωση του ιονισμένου ασβεστίου μικρότερες από 1.1 mmol/L (4.5 mg/dL)[1].
Υπασβεστιαιμία | |
---|---|
Ειδικότητα | ενδοκρινολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | E83.5 |
ICD-9 | 275.41 |
DiseasesDB | 6412 |
eMedicine | emerg/271 |
MeSH | D006996 |
Στο αίμα περίπου η μισή ποσότητα του ασβεστίου είναι συνδεδεμένη με πρωτεΐνες, όπως είναι η λευκωματίνη του ορού, αλλά είναι το μη συνδεδεμένο-ιονισμένο ασβέστιο αυτό που το σώμα ρυθμίζει. Αν τα επίπεδα των πρωτεϊνών του αίματος ενός ατόμου είναι παθολογικά, η μέτρηση του ασβεστίου του πλάσματος μπορεί να μην είναι ακριβής. Τότε χρησιμοποιούμε τη μέτρηση του ιονισμένου ασβεστίου. Όταν έχουμε μειωμένη αλβουμίνη ορού (συχνά σε ασθενείς με χρόνιες νόσους, ηπατικές ασθένειες ή ακόμα και μετά από μεγάλη νοσοκομειακή νοσηλεία) ο τύπος διόρθωσης του ασβεστίου είναι: Διορθωμένο ασβέστιο = ασβέστιο ορού + [(4.0 - αλβουμίνη ορού) * 0.8]. Έτσι αν η αλβουμίνη είναι μειωμένη, το μετρούμενο ασβέστιο μπορεί να φαίνεται μειωμένο ενώ στην πραγματικότητα να βρίσκεται εντός φυσιολογικών ορίων[2].