Τυπική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στα διακριτά μαθηματικά, στη μαθηματική λογική, στη θεωρητική πληροφορική και στη γλωσσολογία, μια τυπική γλώσσα (formal language) ή απλώς γλώσσα είναι η γλώσσα που ορίζεται από ακριβείς μαθηματικούς τύπους, ή τύπους που μπορεί να επεξεργαστεί μια μηχανή. Πιο αναλυτικά, μια γλώσσα ορίζεται ως ένα πιθανώς άπειρο σύνολο από πεπερασμένου μήκους σειρές από στοιχεία προερχόμενα από ένα καθορισμένο, πεπερασμένο σύνολο (αλφάβητο). Ο κλάδος που μελετά τις ιδιότητες των τυπικών γλωσσών λέγεται θεωρία τυπικών γλωσσών.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Όπως και οι γλώσσες στη γλωσσολογία, οι τυπικές γλώσσες έχουν γενικά δυο πλευρές:
- Το συντακτικό μιας γλώσσας έχει να κάνει με το πώς φαίνεται η γλώσσα, ή, πιο επίσημα, είναι το σύνολο όλων των πιθανών εκφράσεων που ανήκουν στη γλώσσα.
- Η σημασιολογία (ή σημαντική) έχει να κάνει με την ερμηνεία των φράσεων της γλώσσας, και ορίζεται επίσημα με διάφορους τρόπους, ανάλογα με το είδος της εκάστοτε γλώσσας.