Σκωτσέζος συγγραφέας, ποιητής και ιερέας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ (1824-1905) (George MacDonald) ήταν Σκώτος συγγραφέας, ποιητής και ιερέας. Ήταν μια πρωτοποριακή φιγούρα στη λογοτεχνία, στο πεδίο του φανταστικού και μέντορας του φίλου του Λιούις Κάρολ. Το έργο του λειτούργησε ως καταλύτης σε έργα συναδέλφων του, καθώς μεγάλοι συγγραφείς έχουν επηρεαστεί από αυτόν, όπως ο Ουίσταν Ώντεν, ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, ο Κλάιβ Στέιπλς Λιούις, ο Γκ. Κ. Τσέστερτον, κ.ά.[1]
Τζορτζ ΜακΝτόνλαντ | |
---|---|
Όνομα | Τζορτζ ΜακΝτόνλαντ |
Γέννηση | 10 Δεκεμβρίου 1824 Σκοτία |
Θάνατος | 18 Σεπτεμβρίου 1905 Αγγλία |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | Συγγραφέας, ποιητής και ιερέας |
Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κ.Σ. Λιούις έγραψε ότι τον θεωρούσε «πνευματικό του διδάσκαλο»: «Μια μέρα, βρήκα στο βιβλιοπωλείο ενός σιδηροδρομικού σταθμού ένα αντίτυπο από το βιβλίο του Phantastes κι άρχισα να το διαβάζω. Μια ώρα αργότερα, ήξερα ότι είχα διαβεί ένα μεγάλο σύνορο». Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίον ο Λιούις αναφέρθηκε στον ΜακΝτόναλντ στο βιβλίο του Το μεγάλο διαζύγιο.[2] Ο Γκ. Κ. Τσέστερτον ανέφερε το The Princes and the Goblin σαν ένα βιβλίο, που «άλλαξε ολόκληρη την ύπαρξή μου». Η Ελίζαμπεθ Γιέϊτς έγραψε για το Sir Gibbie: «Με συγκίνησε όπως με είχαν συγκινήσει στην παιδική μου ηλικία τα βιβλία, που μου άνοιξαν τις πύλες της λογοτεχνίας κι οι πρώτες επαφές μου με ευγενείς σκέψεις και λόγια ήταν απερίγραπτα συναρπαστικές».[3] Ακόμη και ο Μαρκ Τουέην, που αρχικά δεν συμπαθούσε τον ΜακΝτόναλντ, στη συνέχεια έγινε φίλος του και υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι επηρεάστηκε από αυτόν.
Εκτός από παραμύθια, ο ΜακΝτόναλντ έγραψε πολλά βιβλία χριστιανικής απολογητικής, σε πολλά από τα οποία υποστήριζε τον χριστιανικό ουνιβερσαλισμό.
Ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου το 1824, στο Αμπερντινσάιρ, στη Σκωτία. Ο πατέρας του ήταν αγρότης.[4] Μεγάλωσε στο περιβάλλον της Κογκρεγκασιοναλιστικής προτεσταντικής εκκλησίας με μια ατμόσφαιρα καλβινισμού. Όμως ο Μακ Ντόναλντ δεν συμπαθούσε ορισμένες όψεις του καλβινισμού. Λέγεται ότι, όταν του εξήγησαν για πρώτη φορά το δόγμα του «απόλυτου προκαθορισμού», ξέσπασε σε κλάματα (παρ’ όλο που, για να τον ησυχάσουν, τον διαβεβαίωσαν ότι ήταν ένας από τους «εκλεκτούς»). Σε μυθιστορήματά του όπως ο Robert Falconer (1870) και η Λίλιθ [5], είναι φανερή η απόστασή του από την ιδέα ενός Θεού που η αγάπη του περιορίζεται σε ορισμένους εκλεκτούς και αρνείται τους άλλους ανθρώπους. Ιδιαίτερα στο τρίτομο βιβλίο του Unspoken Sermons (Άρρητα κηρύγματα) [6], δείχνει δείγματα βαθιάς θεολογικής γνώσης.
Ο ΜακΝτόναλντ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν και στο Ανεξάρτητο Κολλέγιο Χάιμπερι. Ήταν εξαιρετικά μελετηρός και διάβαζε όχι μόνο στ’ αγγλικά αλλά και στα ολλανδικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα λατινικά και τα ελληνικά.
Το 1850 διορίστηκε ιερέας στο Άρουντελ. Το 1851 ολοκληρώνει τη μετάφραση των Δώδεκα πνευματικών ασμάτων του Νοβάλις και την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Λουίζα Πάουελ (1822-1902), με την οποία θα κάνει έντεκα παιδιά: τη Λίλια (1852-1891), τη Μαίρη Ζόζεφιν (1853-1878)), την Κάρολιν Γκρέις (1854-1884), τον Γκρέβιλ Μάθεσον (1856-1944), που έγινε περίφημος γιατρός και συγγραφέας, την Ειρήνη (1857-1939), τη Γουίνιφριντ Λουίζα (1858-1946), τον Ρόναλντ (1860-1933), που έγινε και αυτός συγγραφέας, τον Ρόμπερτ Φάλκονερ (1862-1913), τον Μόρις (1864-1879), τον Μπέρναρντ Πάουελ (1865-1928) και τον Τζορτζ ΜακΚέϊ (1876-1909).
Αργότερα όμως ήρθε σε ρήξη με μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, διότι τα κηρύγματά του, στα οποία μιλούσε για την αγάπη του Θεού προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, δεν έβρισκαν σύμφωνη την Κογκρεγκασιοναλιστική εκκλησία. Έτσι ο μισθός του περικόπηκε στο μισό και τελικά παραιτήθηκε το 1853. Ωστόσο, δεν σταμάτησε να κηρύττει και να δίνει ομιλίες. Μάλιστα ο Άρτσιμπαλντ Τέιτ (1811-1882), αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, που τον άκουσε στην Bordighera, είπε ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ του καλύτερο κήρυκα από τον ΜακΝτόναλντ. [7]
Μετά την παραίτησή του, για να ζήσει την οικογένειά του ο ΜακΝτόναλντ εργάστηκε σε διοικητικό πόστο στο Μάνστεστερ, αλλά αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της εύθραυστης υγείας του. Έπειτα από σύντομη παραμονή στο Αλγέρι, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και καταπιάστηκε με διάφορες δουλειές, μεταξύ αυτών, και του δασκάλου. [8] Το 1868 ο ΜακΝτόναλντ πήρε το δίπλωμα του καθηγητή Φιλολογίας. Επίσης, περιόδευσε τις ΗΠΑ, το 1872, δίνοντας αρκετές διαλέξεις.
Το 1877 συνταξιοδοτείται και το 1879 μετακομίζει με την οικογένειά του στην ιταλική κωμόπολη Bordighera, κοντά στα γαλλικά σύνορα, όπου έγραψε τα μισά σχεδόν από τα έργα του κι έζησε μέχρι το 1900. Στην πόλη υπήρχε Αγγλικανική εκκλησία, στην οποία πήγαινε να λειτουργηθεί. Εκεί ίδρυσε μάλιστα μια λογοτεχνική λέσχη, ονόματι Casa Coraggio (Ο οίκος του θάρρους), που σύντομα έγινε ένα από τα γνωστότερα πνευματικά κέντρα.
Το 1902 μετακομίζει στο St George's Wood, στο Haslemere, ένα σπίτι που σχεδίασε γι’ αυτόν ο γυιός του Ρόμπερτ Φάλκονερ και την κατασκευή του επέβλεψε ο μεγαλύτερος γυιός του, ο Γκρέβιλ Μακ Ντόναλντ.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Το 1902 πεθαίνει η σύζυγός του, με την οποία έζησαν μαζί πάνω από πενήντα χρόνια. Τρία χρόνια μετά, το 1905, ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ πεθαίνει στο Άστεντ της Αγγλίας.
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε περί το 1855 και μέχρι τον θάνατό του προκαλούσε πάντα την προσοχή αλλά και το ενδιαφέρον των κριτικών και του κοινού.
Δημοσίευσε περισσότερα από πενήντα βιβλία, τα οποία ήταν σχετικά με την ποίηση, τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τις παιδικές φανταστικές ιστορίες κ.ά.[8]
Τα δυο πρώτα βιβλία που έγραψε ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ, ήταν ποιήματα – Within and Without: A Dramatic Poem (1855) και Poems (1857) – και ποτέ του δεν σταμάτησε να γράφει ποίηση, βασικά σε μορφή σονέτων. Τα πιο γνωστό βιβλία του όμως, είναι τα Phantastes (1858), At the Back of the North Wind (1871) και Λίλιθ (1895), όλα τους βιβλία φαντασίας, καθώς και παραμύθια όπως τα «The Light Princess» (1864), «The Golden Key» (1867), και «The Wise Woman» (1875). «Δεν γράφω για τα παιδιά», έλεγε, «αλλά για όποιον έχει παιδική καρδιά, είτε είναι πέντε, πενήντα ή εβδομήντα πέντε χρονών».
Οι βασικές επιρροές που δέχτηκε ήταν από τα έργα των Γερμανών ρομαντικών (Γκαίτε, Σίλερ, Χάινε), με τα οποία ήρθε σε επαφή από τα 18 του χρόνια, ιδιαίτερα από την πλούσια φαντασία του Νοβάλις, του Ε.Τ.Α. Χόφμαν και του ντε λα Μοτ Φουκέ, από το μυστικισμό του Γιάκομπ Μπέμε, του Σβέντενμποργκ, και από τους Άγγλους ρομαντικούς Κόλεριτζ και Γουόρντσουορθ.
Δημοσίευσε επίσης βιβλία με τα θεολογικά κηρύγματά του (Unspoken Sermons, The Miracles of our Lord, κ.α.).
Κατά την παραμονή του στην Ιταλία, οργάνωνε στην Casa Corragio συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, ενώ κάθε Τετάρτη απήγγειλε στίχους από την καλύτερη βρετανική ποίηση.
Είχε γνωριστεί με πολλούς σπουδαίους λογοτέχνες του καιρού του. Όπως φαίνεται από μια παλιά ομαδική φωτογραφία, γνωριζόταν με τον Ντίκενς, τον Θάκερυ, τον Τένυσον, τον Γουίλκι Κόλινς, τον Τρόλοπ και τον Τζόρτζ Λιούις. Μάλιστα κατά την παραμονή του στις ΗΠΑ έκανε παρέα με τον Λονγκφέλοου και τον Ουώλτ Ουίτμαν. Ήταν επίσης φίλος με τον περίφημο συγγραφέα, ποιητή, καλλιτέχνη, δοκιμιογράφο και τεχνοκριτική Τζον Ράσκιν, ο οποίος έλεγε ότι τα Unspoken sermons ήταν το καλύτερο βιβλίο κηρυγμάτων που είχε διαβάσει ποτέ. Μάλιστα ο ΜακΝτόναλντ τού αφιέρωσε το θεολογικό βιβλίο του The miracles of our Lord (1870).
Τέλος, υπήρξε μέντορας του Λιούις Κάρολ. Η ενθουσιώδης υποδοχή της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων από τον Μακ Ντόναλντ και τις κόρες του, έπεισε τον Κάρολ να προχωρήσει στην έκδοση αυτού του περίφημου πλέον βιβλίου του. [9]
Ο ΜακΝτόναλντ απέρριπτε το καλβινιστικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Χριστός πήρε τη θέση των αμαρτωλών και τιμωρήθηκε αντί αυτών για να τους εξιλεώσει από την οργή του Θεού. Πίστευε απεναντίας, ότι ο Χριστός ήρθε να ελευθερώσει τους ανθρώπους από την αιχμαλωσία τους στις δυνάμεις του Κακού και να τους σώσει από την αμαρτία, και όχι από την οργή του Θεού. Γράφει συγκεκριμένα: «Ο Χριστός δεν μας έσωσε από την τιμωρία. Λέγεται Ιησούς διότι μας έσωσε από την αμαρτία». [10]
Ο ΜακΝτόναλντ πίστευε πως Θεός τιμωρεί μόνο για παιδαγωγικό σκοπό, και η οργή του έχει μοναδικό στόχο τη βελτίωση του αμαρτωλού.[11] Όπως δηλαδή ο γιατρός χρησιμοποιεί, αν χρειαστεί, τον καυτηριασμό, έτσι και ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει την πυρά της Κολάσεως αν αυτό είναι απαραίτητο για να θεραπεύσει τον σκληρόκαρδο αμαρτωλό.[12]
Στο κήρυγμά του με τίτλο «Δικαιοσύνη», όπου εξετάζει διεξοδικά το ζήτημα της δικαιοσύνης, της τιμωρίας και του ελέους, γράφει: «Ο Θεός δεν νοιάζεται να τιμωρήσει την αμαρτία αλλά να την καταλύσει. (…) Ο Θεός πάντοτε καταλύει την αμαρτία και Τον εμπιστεύομαι σε αυτό: ότι θα καταλύσει την αμαρτία μου. Ο Θεός πάντοτε σώζει τον αμαρτωλό από τις αμαρτίες του, και τον σώζει καταστρέφοντας την αμαρτία. Η εκδίκηση και το οδόντα αντί οδόντος εναντίον του αμαρτωλού δεν υπάρχουν ούτε στην καρδιά, ούτε στο χέρι του Θεού. Αν στόχος της θείας οργής ήταν ο αμαρτωλός, τότε ο Θεός δεν θα ήταν ελεήμων. (…) Πιστεύω ότι κανείς άνθρωπος δεν τιμωρείται [από τον Θεό] για κανένα αμάρτημά του, εκτός από ένα: για το ότι δεν έκανε πέρα τις αμαρτίες του και δεν αφέθηκε να γίνει το παιδί εκείνου που είναι ο Πατέρας του». [13]
Ως προς αυτό το κρίσιμο σημείο, τονίζει στο ίδιο κήρυγμα: «Ο Θεός μπορεί να στρέψει τον άνθρωπο από το κακό προς το καλό, όμως δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τη συμμετοχή του ανθρώπου, αν δεν το θέλει ο ίδιος ο άνθρωπος». [14]
Πολλοί μελετητές του επισημαίνουν τη συνάφεια της θεολογίας του με αυτή της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Τόμας Τάλμποτ τονίζει ότι «ο ΜακΝτόναλντ ασκούσε επίμονα κριτική στη Δυτική θεολογία και οι θρησκευτικές του απόψεις έτειναν να συγκλίνουν πολύ περισσότερο προς την Ανατολική Ορθόδοξη παράδοση. (…) Αυτό φαίνεται εντελώς ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν την εξιλέωση (...) καθώς απέρριπτε τη λανθασμένη ιδέα ότι σκοπός της Σταύρωσης ήταν να ικανοποιηθεί η θεία οργή».[15]
Εγκωμιαστική αναφορά στη θεολογία του ΜακΝτόναλντ έκανε και ο Κ.Σ. Λιούις στο βιβλίο του George MacDonald: An Anthology (1947), γράφοντας ότι «δεν γνωρίζω σχεδόν κανένα άλλο συγγραφέα που να βρίσκεται τόσο κοντά, ή τόσο σταθερά κοντά, στο πνεύμα του ίδιου του Χριστού».
Το ροκ συγκρότημα The Waterboys τιτλοφόρησαν τον δίσκο τους Room to Roam (1990) από ένα απόσπασμα από τους Phantastes, του ΜακΝτόναλντ, το οποίο υπάρχει και στη Λίλιθ. Αναφέρονται σε αυτά τα βιβλία και στον δίσκο τους Universal Hall (2003).
Το συγκρότημα συμφωνικού μέταλ Nightwish παραθέτει ένα στίχο από το ποίημα του ΜακΝτόναλντ The Light Princess (1867) στο τραγούδι τους «Beauty and the Beast» (2002)
Το πανκ συγκρότημα Ballydowse έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «George MacDonald» Out of the fertile Crescent (2000), το οποίο βασίζεται στο ποίημα «My two geniuses» του ΜακΝτόναλντ και περιέχει επίσης αποσπάσματα από τους Phantastes.
Ο Αμερικανός συνθέτης κλασικής μουσικής John Craton έχει χρησιμοποιήσει πολλές από τις ιστορίες του ΜακΝτόναλντ σε έργα του όπως το «The Gray Wolf» (2006) και «Three Tableaux from George MacDonald» (2006).
Ο μουσικός Jeff Johnson έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Golden Key», εμπνευσμένο από την ομώνυμη ιστορία του ΜακΝτόναλντ. Έχει επίσης γράψει πολλά τραγούδια εμπνευσμένα από άλλα έργα του ΜακΝτόναλντ και τη λέσχη Inklings.
Ο πιανίστας της τζαζ Ray Lyon, στο cd του Beginning to See (2007) έχει ένα τραγούδι με τίτλο «Up The Spiral Stairs», που περιέχει στίχους από το ποιητικό βιβλίο του ΜακΝτόναλντ A Book of Strife, in the Form of the Diary of an Old Soul (1880).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.