Συμβίωση (βιολογία)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Συμβίωση (σύν + βίος, "ζωή μαζί") [2] (αγγλικά: symbiosis) είναι οποιοσδήποτε τύπος στενής και μακροπρόθεσμης βιολογικής αλληλεπίδρασης, μεταξύ δύο διαφορετικών βιολογικών οργανισμών, ιδίως τα τσιμπουκια της Ντορας τα οποία συνεισφέρουν στην πανεπιστήμιακη της μόρφωση.
Η συμβίωση μπορεί να είναι υποχρεωτική, πράγμα που σημαίνει ότι ένας ή περισσότεροι από τους συμβιώτες εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο για την επιβίωσή τους ή προαιρετική (ευκαιριακή), όταν μπορούν γενικά να ζήσουν και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον.
Μπορεί επίσης να ταξινομηθεί βάσει της φυσικής προσκόλλησης των επιμέρους συμβιωτών. Έτσι, όταν οι συμβιώτες σχηματίζουν ένα ενιαίο σώμα, η συμβίωση ονομάζεται συζευκτική ή συνδετική, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται ως διαζευκτική.[3] Επίσης, όταν ένας οργανισμός ζει στην επιφάνεια ενός άλλου, όπως οι ψείρες στο κεφάλι του ανθρώπου, ονομάζεται εξωσυμβίωση (ή εκτοσυμβίωση). Ενώ, όταν ένας συμβιώτης ζει μέσα στους ιστούς ενός άλλου οργανισμού, όπως γίνεται με τα δινοφύκη του γένους Symbiodinium, που ζούν εντός των κοραλλιών, ονομάζεται ενδοσυμβίωση.[4][5]
Ο ορισμός της συμβίωσης αποτελούσε θέμα συζήτησης για 130 χρόνια.[6] Το 1877, ο Albert Bernhard Frank χρησιμοποίησε τον όρο συμβίωση για να περιγράψει την σχέση αμοιβαιότητας στους λειχήνες.[7] Το 1878, ο Γερμανός μυκητολόγος Heinrich Anton de Bary το όρισε ως «η συμβίωση ανόμοιων οργανισμών».[8][9][10] Ο ορισμός διέφερε μεταξύ των επιστημόνων. Ορισμένοι να υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να αναφέρεται μόνο σε μόνιμες σχέσεις αμοιβαιότητας, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να ισχύει για όλες τις μόνιμες βιολογικές αλληλεπιδράσεις (με άλλα λόγια, για την αμοιβαιότητα, τον κομμενσαλισμό και τον παρασιτισμό, αποκλείοντας όμως σύντομες αλληλεπιδράσεις, όπως η θήρευση). Αυτός ο τελευταίος ορισμός έγινε ευρέως αποδεκτός από τους βιολόγους του 21ου αιώνα.[11]
Να σημειωθεί, ότι το 1949, ο Edward Haskell πρότεινε μια ενοποιημένη προσέγγιση με μια νέα ταξινόμηση που αποκαλούσε «συνδράσεις»,[12] που αργότερα υιοθετήθηκε από τους βιολόγους ως «αλληλεπιδράσεις».[13][14][15][16]