Σκάνδαλο υποκλοπών επί κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη
Ελληνικό πολιτικό και νομικό σκάνδαλο / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το σκάνδαλο υποκλοπών επί κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, γνωστό και ως «Predatorgate»[1], «ελληνικό Watergate»[2], ή «ΕΥΠ GATE»[3], αφορά την παρακολούθηση Ελλήνων δημοσιογράφων, πολιτικών, στρατιωτικών, επιχειρηματιών, δικαστικών και κρατικών λειτουργών κ.ά. μέσω του συστήματος της ΕΥΠ ή με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού, Predator, από το 2020 και μετά.
Αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε την ΕΥΠ υπό την άμεση εποπτεία του και υπό την ευθύνη του ανιψιού του, γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, και, μετά την τροποποίηση των κατά το νόμο κριτηρίων επιλογής του, διόρισε νέο διοικητή αυτής τον Παναγιώτη Κοντολέων, ενώ το 2020 ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα εταιρείες του ομίλου Intellexa που εμπορεύονταν λογισμικό κατασκοπείας έξυπνων τηλεφώνων. Με την αποστολή 220 SMS μέσω υπηρεσιών μαζικής αποστολής μηνυμάτων έγινε προσπάθεια παγίδευσης με το Predator 92 τηλεφώνων που ανήκαν σε επιχειρηματίες, δημοσιογράφους, δικαστικούς, κρατικούς αξιωματούχους, πολιτικούς, υπουργούς και συνεργάτες τους. Τα πρώτα δοκιμαστικά SMS στάλθηκαν το 2020, ενώ τα πρώτα 11 επιβεβαιωμένα πραγματικά SMS εμφανίζονταν ως αντευχετήρια μηνύματα αποσταλέντα από τον αριθμό τηλεφώνου του Δημητριάδη την επαύριο της ονομαστικής του εορτής, τον Ιανουάριο του 2021. Πολλοί από τους στόχους παρακολούθησης με το Predator είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση με το σύστημα νόμιμων παρακολουθήσεων της ΕΥΠ. Η Intellexa έλαβε άδεια εξαγωγής του λογισμικού από το υπουργείο Εξωτερικών και ήταν σε επικοινωνία με το γραφείο του πρωθυπουργού υπό τον Δημητριάδη.
Στις αρχές 2021, ο δημοσιογράφος οικονομικού ρεπορτάζ Θανάσης Κουκάκης αντιλήφθηκε ότι παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ και ζήτησε ενημέρωση από τις αρμόδιες αρχές, αλλά η κυβέρνηση άλλαξε το νόμο το Μάρτιο του 2021, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η πληροφόρησή του, ενώ παράλληλα αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση από την ΕΥΠ ενός ακόμη δημοσιογράφου, του Σταύρου Μαλιχούδη. Την άνοιξη του 2022 αποδείχτηκε αρχικά η χρήση του παράνομου λογισμικού «Predator» εις βάρος του Κουκάκη και αργότερα εις βάρος του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και ευρωβουλευτή, Νίκου Ανδρουλάκη, στο κινητό του οποίου, ωστόσο, δεν εγκαταστάθηκε το λογισμικό. Τον Ιούλιο του 2022 αποκαλύφθηκε ότι ο Ανδρουλάκης παρακολουθήθηκε μέσω του συστήματος της ΕΥΠ, με αποτέλεσμα τις παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα, και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη.
Το φθινόπωρο 2022, δημοσιεύματα της εφημερίδας Documento παρουσίαζαν καταλόγους δημοσίων προσώπων, για τα οποία υποστηριζόταν ότι βρίσκονταν υπό παρακολούθηση. Μετά από αίτημα δύο εξ αυτών, του ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου, η ΑΔΑΕ πραγματοποίησε ελέγχους, που διαπίστωσαν ότι και οι δύο βρίσκονταν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Το Δεκέμβριο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, ζήτησε από την ΑΔΑΕ να ελεγχθεί αν άλλα έξι πρόσωπα μεταξύ των οποίων, ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος καθώς και άλλα μέλη της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ. Μετά τη μη σύγκληση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, όπως είχε αιτηθεί, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος, ενημέρωσε τον Ιανουάριο του 2023 τους πολιτικούς αρχηγούς ότι και τα έξι πρόσωπα είχαν βρεθεί υπό πολύμηνη παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Ο Τσίπρας ανακοίνωσε την απάντηση Ράμμου από το βήμα της Βουλής και κατέθεσε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης η οποία απορρίφθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας.
Τον Μάιο 2023 υιοθετήθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο η τελική αναφορά της επιτροπής PEGA για τη διερεύνηση των κατασκοπευτικών λογισμικών, η οποία κατέληξε πως το κατασκοπευτικό λογισμικό χρησιμοποιήθηκε από την ανώτατη πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και κάλεσε την Ελλάδα να λάβει δέκα μέτρα, μεταξύ των οποίων την κλήση της Europol να συμμετάσχει στην έρευνα της υπόθεσης.[4][5]
Με μια απόφαση αμφισβητούμενης συνταγματικότητας το Σεπτέμβριο του 2023 η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής των Ελλήνων όρισε νέα μέλη της ΑΔΑΕ, μία ημέρα πριν η Αρχή συνεδριάσει για την επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ λόγω της ανεπαρκούς συνεργασίας της στη διερεύνηση της υπόθεσης. Με τη νέα της σύνθεση η ΑΔΑΕ αρνήθηκε τον Οκτώβριο του 2023 αίτημα των δύο εισαγγελέων πρωτοδικών, που από το 2022 ερευνούσαν την υπόθεση, να εξετάσει αν οι 92 παρακολουθούμενοι με το Predator, τους οποίους είχε εντοπίσει τον Ιούνιο η ΑΠΔΠΧ, παρακολουθήθηκαν και από την ΕΥΠ και ενημέρωσε σχετικά την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, που παρήγγειλε την αφαίρεση της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης από τους εισαγγελείς και την ανάθεσή της στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση. Η πειθαρχική έρευνα της εισαγγελέως που επόπτευε την ΕΥΠ τέθηκε στο αρχείο, βάσει απαλλακτικής πρότασης της διαδόχου της στη θέση, τα στοιχεία της οποίας αρνήθηκε να κοινοποιήσει στη Βουλή τον Ιανουάριο του 2024 ο Άρειος Πάγος και η Εισαγγελία του δικαστηρίου, επικαλούμενοι την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Τελικά, στις 30 Ιουλίου 2024 με την παράδοση του πορίσματος, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έθεσε την υπόθεση στο αρχείο ως προς την ΕΥΠ και άλλες κρατικές υπηρεσίες (ΕΛ.ΑΣ. ή Αντιτρομοκρατική), καταλογίζοντας ποινική ευθύνη σε τέσσερα άτομα, νόμιμους εκπροσώπους και ιδιοκτήτες των εταιρειών που ενεπλάκησαν, με όποιον τρόπο, στη δράση με το λογισμικό Predator στη χώρα μας.[6]
Το εισαγγελικό πόρισμα προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις και κοινή πρωτοβουλία κομμάτων της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., ΚΚΕ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας) που ζήτησαν ενημέρωση από τους αρμόδιους εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, αιτούμενα την κλήση τους στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για να τοποθετηθούν σχετικά.[7] Το αίτημα απορρίφθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, θεωρώντας το ως αντισυνταγματικό.[8] Έντονα αντέδρασαν τόσο η Διεθνής, όσο και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, που χαρακτήρισαν το εισαγγελικό πόρισμα "ανησυχητικό", κάνοντας λόγο για μια μαύρη εβδομάδα για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, όπου η ατιμωρησία παραμένει ο κανόνας, συσχετίζοντάς το με την αθώωση των κατηγορουμένων για την δολοφονία του δημοσιογράφου, Γιώργου Καραϊβάζ, την επόμενη ημέρα 31 Ιουλίου.[9][10] Την βαθιά του ανησυχία για τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης, διατύπωσε και το δ.σ. της ΕΣΗΕΑ.[11]