Πόλεμος στο Ντονμπάς
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πόλεμος στο Ντονμπάς (ονομάζεται επίσης Πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία) είναι μια συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουση στην περιοχή Ντονμπάς της Ουκρανίας που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2022 εξελίχθηκε σε ένα από τα κύρια μέτωπα του Ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
Πόλεμος στο Ντονμπάς | |||
---|---|---|---|
Μέρος της Ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης | |||
Η τρέχουσα κατάσταση στην περιοχή | |||
Χρονολογία | 6 Απριλίου 2014 – σήμερα | ||
Τόπος | Ντονμπάς | ||
Κατάσταση | Σε εξέλιξη | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Εμπλεκόμενες μονάδες | |||
Δυνάμεις | |||
|
Από τον Μάρτιο του 2014 και ως απάντηση στο κίνημα Γιουρομαϊντάν και στη λεγόμενη Επανάσταση της Αξιοπρέπειας, φιλορωσικές και αντικυβερνητικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στις περιφέρειες (όμπλαστ) του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ της Ουκρανίας. Η απάντηση της Ρωσίας σε αυτό το πραξικόπημα κατά του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, όπως το θεώρησε, ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Η κίνηση αυτή τροφοδότησε μια σειρά φιλορωσικών διαδηλώσεων σε ολόκληρη τη νότια και ανατολική Ουκρανία, οι οποίες κλιμακώθηκαν σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των αποσχιστικών δυνάμεων των περιοχών αυτών που εν τω μεταξύ προχώρησαν στην ανεξαρτητοποίηση τους από την Ουκρανία και στη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας Ντονέτσκ και της Λαϊκής Δημοκρατίας Λουγκάνσκ [1][2] Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη στην Ουκρανία, πριν την αλλαγή της ανώτατης ηγεσίας του Αυγούστου,[3] οι αυτονομιστές σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούνταν από ντόπιους ηγέτες.[4]
Μεταξύ 22 και 25 Αυγούστου 2014 το ρωσικό πυροβολικό, προσωπικό, και αυτό που Ρωσία ονόμασε «ανθρωπιστική νηοπομπή», φέρεται να διέσχισαν τα σύνορα της ουκρανικής επικράτειας χωρίς την άδεια της ουκρανικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, κινήθηκαν τόσο σε περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των φιλορωσικών δυνάμεων, όσο και σε περιοχές που δεν ήταν υπό τον έλεγχό τους, όπως το νοτιοανατολικό τμήμα της περιφέρειας Ντονέτσκ, κοντά στο Νοβοαζόφσκ. Αυτά τα γεγονότα, όπως αναφέρεται, ακολούθησαν τον βομβαρδισμό ουκρανικών θέσεων από τη ρωσική πλευρά των συνόρων κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα.[5][6][7][8][9] Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας Βαλεντίν Ναλιβαϊτσένκο είπε ότι τα γεγονότα της 22ας Αυγούστου ήταν μια «άμεση εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία».[10] Δυτικοί και Ουκρανοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν αυτά τα γεγονότα ως «λαθραία εισβολή» της Ουκρανίας από τη Ρωσία.[9] Ως εκ τούτου, οι φιλορώσοι αντάρτες ανέκτησαν μεγάλο μέρος του εδάφους που είχαν χάσει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής επίθεσης της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η πρώτη συμφωνία για τη διευθέτηση της διένεξης και την κατάπαυση πυρός, πραγματοποιήθηκε στο Μινσκ της Λευκορωσίας (Μινσκ Ι), και υπεγράφη στις 5 Σεπτεμβρίου του 2014. Τα όσα συμφωνήθηκαν όμως στο Μινσκ ανάμεσα στους ηγέτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας και τον ΟΑΣΕ, δεν έγιναν αποδεκτά από τους ηγέτες των δυο περιοχών [11] και οι μάχες αναζωπυρώθηκαν με σφοδρότητα σε όλη την εμπόλεμη ζώνη, συμπεριλαμβανομένων και των αεροδρομίων του Ντονέτσκ και του Ντεμπάλτσεβο. [12] Η δεύτερη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στη διένεξη (Μινσκ ΙΙ) πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2015. Παρά τη νέα συμφωνία κατάπαυσης του πυρός όμως, οι δυνάμεις των αυτονομιστών εξαπέλυσαν επίθεση στο Ντεμπάλτσεβο και ανάγκασαν τις ουκρανικές δυνάμεις να αποσυρθούν από αυτό. Τους μήνες που ακολούθησαν την πτώση του Ντεμπάλτσεβο, οι αψιμαχίες συνεχίστηκαν κατά μήκος της γραμμής επαφής, αλλά δεν σημειώθηκαν εδαφικές αλλαγές. Αυτή η κατάσταση αδιεξόδου οδήγησε στο να χαρακτηριστεί ο πόλεμος ως «παγωμένη σύγκρουση»[13] με την περιοχή να παραμένει εμπόλεμη ζώνη, και με δεκάδες στρατιώτες και πολίτες να σκοτώνονται κάθε μήνα.[14]
Το 2017, κατά μέσο όρο ένας Ουκρανός στρατιώτης πέθαινε στη μάχη κάθε τρεις ημέρες,[15] με τον αριθμό των ρωσικών και αυτονομιστικών στρατευμάτων, που παρέμεναν στην περιοχή να υπολογίζεται σε 6.000 και 40.000 αντίστοιχα.[16][17]
Μέχρι το τέλος του 2017, η αποστολή του παρατηρητηρίου του ΟΑΣΕ είχε στείλει περίπου 30.000 άτομα με στρατιωτική ενδυμασία ανάμεσα στα δύο συνοριακά σημεία ελέγχου, με σκοπό την παρακολούθηση και καταγραφή των εχθροπραξιών.[18]
Από την έναρξη της σύγκρουσης υπήρξαν 29 εκεχειρίες, καθεμία από τις οποίες είχε σκοπό να παραμείνει σε ισχύ επ' αόριστον, αλλά καμία από αυτές δεν σταμάτησε τη βία.[19][20][21] Η πιο επιτυχημένη προσπάθεια διακοπής των μαχών ήταν το 2016, όταν επιτεύχθηκε εκεχειρία για έξι συνεχόμενες εβδομάδες.[21]
Η Ουκρανία, η Ρωσία, η ΛΔΝ, η ΛΔΛ και ο ΟΑΣΕ συμφώνησαν σε ένα σχέδιο για τον τερματισμό της σύγκρουσης την 1η Οκτωβρίου 2019.[22] Ωστόσο, η σύγκρουση δεν σταμάτησε από τότε και, μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού του 2020, παρέμενε ακόμη ανεπίλυτη σε πολλά επίπεδα.[19][23] Η τελευταία εκεχειρία (29η) [19] συμφωνήθηκε στις 27 Ιουλίου 2020 και για ένα διάστημα τριών μηνών οι θάνατοι στρατιωτών περιορίστηκαν.[19][24][25]
Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τις ουκρανικές αρχές, από τις 27 Ιουλίου 2020 έως τις 7 Νοεμβρίου 2020 οι θανατηφόρες απώλειες της Ουκρανίας υποδεκαπλασιάστηκαν (τρεις Ουκρανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν) και ο αριθμός των επιθέσεων μειώθηκε 5,5 φορές.[26] Το πρώτο τρίμηνο του 2021 σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των θανάτων από την Ουκρανία (25, σε σύγκριση με 50 θανάτους ολόκληρο το 2020) και συσσώρευση μεγάλης ρωσικής στρατιωτικής δύναμης στα σύνορα Ντονμπάς-Ρωσίας στα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Απριλίου 2021 και από τα τέλη Οκτωβρίου και τον Νοέμβριο του 2021 και μετά.[27] Στις 21 Φεβρουαρίου 2022 ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν με τηλεοπτικό διάγγελμα ανακοίνωσε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των περιοχών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας.[28] Παράλληλα διέταξε το υπουργείο Άμυνας να αναπτύξει στρατεύματα σε αυτές τις περιοχές, για να αναλάβουν «ειρηνευτικό» ρόλο, χωρίς να διευκρινίζεται η διάρκεια και η έκταση της εισβολής των ρωσικών στρατευμάτων.[29] Οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις από τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Φεβρουαρίου 2022 άρχισαν να πλήττουν στρατιωτικές υποδομές σε διάφορες περιοχές της Ουκρανίας, ξεκινώντας την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.