Προγεννητικός έλεγχος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο προγεννητικός έλεγχος (αγγλ. prenatal testing) αποτελείται από τις προγνωστικές εξετάσεις (prenatal screening) και τις διαγνωστικές εξετάσεις (prenatal diagnosis), οι οποίες είναι πτυχές της προγεννητικής φροντίδας που εστιάζουν στην ανίχνευση προβλημάτων στην εγκυμοσύνη όσο το δυνατόν νωρίτερα.[1][2] Αυτά μπορεί να είναι προβλήματα στην ανατομία και στη φυσιολογία του ζυγωτού ή του εμβρύου. Μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν ξεκινήσει η κύηση (όπως στη γενετική διάγνωση πριν από την εμφύτευση)[3] ή όσο πιο νωρίς είναι πρακτικά εφικτό κατά τη διάρκεια της κύησης.[2]
Προγεννητικός έλεγχος | |
---|---|
Ιατρική εικόνα υπέρηχου ανθρώπινου εμβρύου στον τέταρτο μήνα κύησης. | |
Συνώνυμα | Προγνωστικές εξετάσεις, Διαγνωστικές εξετάσεις |
Ειδικότητα | Διαγνωστική ιατρική, Μαιευτική, Γυναικολογία |
Διαγνωστική μέθοδος | Μέτρηση βιοχημικών δεικτών (PAPP-Α και β-hCG), υπερηχογράφημα, μέτρηση αυχενικής διαφάνειας, ανάλυση γενετικού υλικού |
Ταξινόμηση |
Οι προγνωστικές εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύσουν προβλήματα (μονογονιδιακά, πολυπαραγοντικά, χρωμοσωμικές ανωμαλίες) που θα οδηγούσαν σε γενετικές διαταραχές και διάφορα άλλα εκ γενετής ελαττώματα,[4][5] όπως ανωμαλίες του νευρικού σωλήνα (μυελομηνιγγοκήλη και δισχιδής ράχη), σχιστία χείλους και υπερώας, σύνδρομο Down, νόσος Τέι-Ζάκς, δρεπανοκυτταρική αναιμία, θαλασσαιμία, κυστική ίνωση, μυϊκή δυστροφία και σύνδρομο εύθραυστου χρωμοσώματος Χ.[1] Ορισμένες δοκιμές έχουν σχεδιαστεί για να ανακαλύψουν προβλήματα που επηρεάζουν κυρίως την υγεία της μητέρας, όπως το PAPP-Α (σχετιζόμενη με την εγκυμοσύνη πρωτεΐνη πλάσματος-Α) για την ανίχνευση προεκλαμψίας ή δοκιμές ανοχής στη γλυκόζη για τη διάγνωση του διαβήτη κύησης. Η εξέταση μπορεί επίσης να ανιχνεύσει ανατομικά ελαττώματα του εμβρύου, όπως υδροκεφαλία, ανεγκεφαλία, καρδιακά ελαττώματα και σύνδρομο αμνιακής ταινίας.
Oι προγνωστικές εξετάσεις χρησιμοποιούνται γενικά για να εκτιμηθεί η πιθανότητα να υπάρχουν σοβαρές, κυρίως γενετικές παθήσεις, ή άλλες πιθανές ανωμαλίες στη διάπλαση του εμβρύου. Όταν οι προγνωστικές εξετάσεις δείχνουν ότι ένα έμβρυο διατρέχει αυξημένο κίνδυνο, μπορούν να πραγματοποιηθούν διαγνωστικές εξετάσεις, οι οποίες συχνά είναι επεμβατικές, για να επιβεβαιωθεί η παρουσία μιας διαταραχής.[6] Οι πιο συνηθισμένες προγνωστικές εξετάσεις είναι οι υπερήχοι ρουτίνας, οι εξετάσεις αίματος και η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Οι κοινές διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνουν αμνιοπαρακέντηση και λήψη χοριακών λαχνών.[2][5]
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ολοένα και συχνότερα οι μη επεμβατικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό εμβρυϊκού κινδύνου για γενετικές διαταραχές χωρίς να υπάρχει κίνδυνος αποβολής. Η ταχεία πρόοδος των σύγχρονων μοριακών τεχνολογιών υψηλής απόδοσης μαζί με την ανακάλυψη ελεύθερου εμβρυϊκού DNA (cffDNA) στο μητρικό πλάσμα οδήγησε σε νέες μεθόδους προσδιορισμού εμβρυϊκών χρωμοσωμικών ανευπλοειδιών. Η εξέταση αυτού του είδους αναφέρεται ως μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (NIPT). Οι επεμβατικές διαδικασίες, ωστόσο, παραμένουν σημαντικές, ειδικά για τη διαγνωστική τους αξία στην επιβεβαίωση των θετικών μη επεμβατικών ευρημάτων και στην ανίχνευση των γενετικών διαταραχών.[7][8][9]