![cover image](https://wikiwandv2-19431.kxcdn.com/_next/image?url=https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/c/c6/Blood_pressure_monitoring.jpg/640px-Blood_pressure_monitoring.jpg&w=640&q=50)
Πίεση αίματος
Πίεση αίματος είναι η πίεση του αίματος που κυκλοφορεί στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων. / From Wikipedia, the free encyclopedia
Αρτηριακή πίεση αναφερόμενη και ως Πίεση αίματος είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών. Η πίεση αυτή οφείλεται στο έργο που παράγει η καρδιά (συστολή, διαστολή) αντλώντας αίμα μέσω του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο όρος αρτηριακή πίεση χωρίς παραπέρα εξειδίκευση αναφέρεται συνήθως στην πίεση σε μεγάλες αρτηρίες της συστηματικής κυκλοφορίας. Η πίεση του αίματος εκφράζεται συνήθως με όρους της συστολικής πίεσης (μέγιστη κατά τη διάρκεια ενός καρδιακού κτύπου) και της διαστολικής πίεσης (ελάχιστη μεταξύ δύο καρδιακών κτύπων) και μετράται σε χιλιοστά υδραργύρου (mmHg), πάνω από την περιβάλλουσα ατμοσφαιρική πίεση.
Ιατρική διάγνωση | |
---|---|
![]() Μέτρηση πίεσης αίματος με σφυγμομανόμετρο | |
MedlinePlus | 007490 |
MeshID | D001795 |
LOINC | 35094-2 |
|
Η πίεση του αίματος είναι ένα από τα ζωτικά σημεία, μαζί με τον αναπνευστικό ρυθμό, τον καρδιακό ρυθμό, τον κορεσμό οξυγόνου και τη σωματική θερμοκρασία. Η κανονική πίεση αίματος σε ηρεμία είναι για ενηλίκους περίπου 120mmHg ή 16kPa η συστολική και 80mmHg ή 11kPa η διαστολική, που συντομεύεται σε "120/80 mmHg". Γενικά, η μέση πίεση του αίματος, προτυποποιημένη με την ηλικία, έχει μείνει περίπου η ίδια από το 1975 μέχρι σήμερα, περίπου 127/79 mmHg στους άνδρες και 122/77 mmHg στις γυναίκες.[1]
Παραδοσιακά, η πίεση του αίματος μετράται μη επεμβατικά με τη χρήση ακρόασης με τη χρήση σφυγμομανομέτρου υδραργυρικού σωλήνα.[2] Η ακρόαση εξακολουθεί γενικά να θεωρείται η ακριβέστερη μέθοδος για μη επεμβατικές μετρήσεις της πίεσης του αίματος στις κλινικές.[3] Όμως, οι ημιαυτόματες μέθοδοι έχουν γίνει συνηθισμένες, κυρίως λόγω της δυνητικής τοξικότητας του υδραργύρου,[4] αν και το κόστος, η ευκολία χρήσης και η εφαρμοσιμότητα στις εξωνοσοκομειακές ή οικιακές μετρήσεις της πίεσης του αίματος έχει επηρεάσει επίσης αυτήν τη τάση.[5] Οι πρώιμες αυτοματοποιημένες εναλλακτικές ως προς τα σφυγμομανόμετρα υδραργυρικού σωλήνα ήταν συχνά αρκετά ανακριβείς, αλλά οι σύγχρονες συσκευές επιβεβαιωμένες από διεθνή πρότυπα επιτυγχάνουν μέση διαφορά μεταξύ δύο τυποποιημένων μετρήσεων της τάξης των 5 mm Hg ή λιγότερο και τυπική απόκλιση λιγότερο από 8 mm Hg.[5] Οι περισσότερες από αυτές τις ημιαυτοματοποιημένες μεθόδους μετρούν την πίεση του αίματος με τη χρήση ταλαντωσιμετρίας.[6]
Η πίεση του αίματος επηρεάζεται από την καρδιακή παροχή (cardiac output), την ολική περιφερική αντίσταση (total peripheral resistance) and την αρτηριακή δυσκαμψία (arterial stiffness) και ποικίλει ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση, τη δραστηριότητα και τις σχετικές καταστάσεις υγείας/ασθένειας. Βραχυπρόθεσμα, η πίεση του αίματος ρυθμίζεται από τασεοϋποδοχείς (baroreceptors) που δρουν μέσω του εγκεφάλου για να επιδράσουν στο νευρικό και το ενδοκρινικό σύστημα.
Η πίεση του αίματος που είναι υπερβολικά χαμηλή ονομάζεται υπόταση (hypotension) και η πίεση που είναι συστηματικά υψηλή ονομάζεται υπέρταση. Και οι δυο έχουν πολλά αίτια και μπορεί να εμφανίζονται ξαφνικά ή να έχουν μεγάλη διάρκεια. Η μακροχρόνια υπέρταση είναι ένας παράγοντας κινδύνου για πολλές ασθένειες, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω: καρδιοπάθεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Η μακροχρόνια υπέρταση είναι πιο συνηθισμένη από τη μακροχρόνια υπόταση, που διαγιγνώσκεται συνήθως όταν προκαλεί συμπτώματα.