![cover image](https://wikiwandv2-19431.kxcdn.com/_next/image?url=https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/63/Otets_Sergiy_1918_Poster.jpg/640px-Otets_Sergiy_1918_Poster.jpg&w=640&q=50)
Ο πατήρ Σέργιος
νουβέλα του Λέοντα Τολστόι / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο πατήρ Σέργιος (ρωσ. Отец Сергий) είναι νουβέλα του Λέων Τολστόι που τη δούλεψε τμηματικά στα έτη 1890, 1891, 1895 και 1898 και ενώ δεν συνδέεται σαν υπόθεση με την Ανάσταση, ωστόσο συνταιριάζεται μ΄αυτήν ιδεολογικά.
Γρήγορες Πληροφορίες Συγγραφέας, Τίτλος ...
![]() Αφίσα (1918) πριν τη προβολή της κινηματογραφικής ταινίας του Yakov Protazanov | |
Συγγραφέας | Λέων Τολστόι |
---|---|
Τίτλος | Ο πατήρ Σέργιος Отец Сергий Otets Sergiy |
Γλώσσα | Ρωσικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1898 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1911 |
Μορφή | Νουβέλα. |
Τόπος | Ρωσία |
![]() | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Κλείσιμο
«Όλη αυτήν την ώρα, ο πατήρ Σέργιος στεκότανε μέσα στο καμαράκι του και προσευχότανε. Είχε ακούσει το φρού-φρού, την ώρα που έβγαλε το μεταξωτό φουστάνι της, την άκουσε να περπατάει ξυπόλητη, να τρίβει τα πόδια της.΄Ένιωθε πως παρασύρεται και γι ΄αυτό προσευχότανε χωρίς διακοπή. Την ίδια στιγμή, εκείνη του φώναξε:
-Μα ακούστε λοιπόν! Αυτό καταντάει απάνθρωπο. Μπορεί και να πεθάνω.
-Ναι, θα πάω. Θα κάνω όπως έκανε κείνος ο πατήρ, που έβαλε το χέρι του πάνω της και το άλλο πάνω στη πυρω-μένη σκάρα του τζακιού. Εδώ όμως δεν υπάρχει σκάρα… Κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε στο καντήλι. Έβαλε το δάχτυλό του πάνω από τη φλόγα κι΄ έσμιξε τα φρύδια του, έτοιμος να υποφέρει. Για μια στιγμή είχε την εντύ-πωση πως δεν νοιώθει πόνο.
-Για όνομα Θεού! Άχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω!
-Τώρα έρχομαι, πρόφερε αυτός. Κι΄ ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε από μπροστά της χωρίς να την κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο πρόδωμα, εκεί που έκοβε τα ξύλα. Βρήκε ψηλαφητά το κούτσουρο που έκοβε απάνω του τα ξύλα. Το τσεκούρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο...
- Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι΄ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του».
Μετάφραση από τα ρωσικά Άρης Αλεξάνδρου-Εκδόσεις Χ. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1959
-Μα ακούστε λοιπόν! Αυτό καταντάει απάνθρωπο. Μπορεί και να πεθάνω.
-Ναι, θα πάω. Θα κάνω όπως έκανε κείνος ο πατήρ, που έβαλε το χέρι του πάνω της και το άλλο πάνω στη πυρω-μένη σκάρα του τζακιού. Εδώ όμως δεν υπάρχει σκάρα… Κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε στο καντήλι. Έβαλε το δάχτυλό του πάνω από τη φλόγα κι΄ έσμιξε τα φρύδια του, έτοιμος να υποφέρει. Για μια στιγμή είχε την εντύ-πωση πως δεν νοιώθει πόνο.
-Για όνομα Θεού! Άχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω!
-Τώρα έρχομαι, πρόφερε αυτός. Κι΄ ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε από μπροστά της χωρίς να την κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο πρόδωμα, εκεί που έκοβε τα ξύλα. Βρήκε ψηλαφητά το κούτσουρο που έκοβε απάνω του τα ξύλα. Το τσεκούρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο...
- Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι΄ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του».
Μετάφραση από τα ρωσικά Άρης Αλεξάνδρου-Εκδόσεις Χ. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1959