Ο Δράκος είναι ο τίτλος ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου, βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ίσως η κορυφαία ταινία στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου

Γρήγορες Πληροφορίες Ο Δράκος, Σκηνοθεσία ...
Ο Δράκος
Κινηματογραφική αφίσα.
ΣκηνοθεσίαΝίκος Κούνδουρος
ΠαραγωγήΑθηναική Κινηματογραφική Εταιρεία
ΣενάριοΙάκωβος Καμπανέλλης
ΠρωταγωνιστέςΝτίνος Ηλιόπουλος
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Γιάννης Αργύρης
Θανάσης Βέγγος
ΜουσικήΜάνος Χατζιδάκις
ΤραγούδιΜαργαρίτα Παπαγεωργίου
ΦωτογραφίαΚώστας Θεοδωρίδης
ΜοντάζΝίκος Κούνδουρος
ΣκηνογραφίαΠαναγιώτης Παπαδόπουλος
Τάσος Ζωγράφος
Πρώτη προβολή5 Μαρτίου 1956 (Ελλάδα)
Κυκλοφορία11 Ιουνίου 2002 (DVD)
Διάρκεια85'
ΠροέλευσηΕλλάδα
Γλώσσαελληνική
Κλείσιμο

Πλοκή

Ένας ασήμαντος τραπεζικός υπάλληλος, ο Θωμάς (Ντίνος Ηλιόπουλος), ετοιμάζεται να περάσει μόνος τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς όταν τρομοκρατημένος συνειδητοποιεί ότι μοιάζει μ’ έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν "Ο Δράκος". Λόγω της παρεξήγησης, η αστυνομία τον καταδιώκει και αυτός βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα καμπαρέ. Μες στη διφορούμενη γοητεία της νύχτας, μία συμμορία του υποκόσμου (οι άνθρωποι του καμπαρέ), τον αντιμετωπίζουν ως τον γνήσιο Δράκο και μία χορεύτρια, η λεγόμενη Κάρμεν (Μαρίκα Λεκάκη), τον συμπαθεί και τον προστατεύει. Εκεί ο Θωμάς γνωρίζει την Ρούλα (Μαργαρίτα Παπαγεωργίου), το "μωρό" όπως την αποκαλούν, ένα νεαρό κορίτσι, ορφανό μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά, που το περιμάζεψε η Κάρμεν και το οδήγησε στο καμπαρέ. Το αφεντικό (Γιάννης Αργύρης), ο "Χοντρός" όπως τον αποκαλούν, είναι ερωτευμένος με το "μωρό", την μαλώνει από ζήλεια και δεν την αφήνει να φύγει από τον έλεγχό του. Η ίδια είναι αθώα, με αγνή, σχεδόν παιδική ψυχή και επιθυμεί να φύγει από το καμπαρέ και τον υπόκοσμο, στον οποίο είναι υποχρεωμένη να κινείται. Η εμφάνιση του υποτιθέμενου "Δράκου", δηλαδή του Θωμά, σηματοδοτεί κάτι καινούργιο στη ζωή της. Ο Θωμάς έχει αγνή ψυχή, η ζωή του όλη έχει κυλήσει στη μοναξιά, τον χαρακτηρίζει η ευγένεια και η διακριτικότητα. Και ενώ οι άνθρωποι του καμπαρέ και το ίδιο το αφεντικό, τον αντιμετωπίζουν ως τον διαβόητο κακοποιό και θεωρούν τις ιδιότητές του ένδειξη σκληρότητας, η Ρούλα, το "μωρό", βλέπει σε αυτόν έναν άνθρωπο που διαφέρει από τον υπόκοσμο, στον οποίο έχει συνηθίσει να ζει. Η παρουσία του την ελκύει και την παρηγορεί. Τους ενώνει η αγνότητα των ψυχών τους και η μοναξιά. "Μακάρι να είσασταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, ένας συνηθισμένος, σαν όλους τους άλλους", επαναλαμβάνει η Ρούλα, θεωρώντας τον Θωμά ως τον "Δράκο", τον κακοποιό. "Πείτε πως είμαι ένας απλός υπάλληλος τραπέζης" απαντάει ο Θωμάς ευτυχισμένος. Η σχέση τους είναι λευκή και δυνατή.

Ο Θωμάς και το "μωρό" περνούν μαζί την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Περιφέρονται στους δρόμους της Αθήνας ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι, μακριά από το νοσηρό κλίμα του καμπαρέ. Το ίδιο βράδυ ο Θωμάς συλλαμβάνεται από την αστυνομία, η οποία θεωρεί ότι έχει συλλάβει τον αληθινό "Δράκο". Στο αστυνομικό τμήμα γίνεται η αναγνώριση. Δεν είναι ο "Δράκος" αλλά ένας απλός άνθρωπος που φέρει ομοιότητα με τον κακοποιό. Αφήνεται ελεύθερος.

Στο μεταξύ, οι άνθρωποι του καμπαρέ μαθαίνουν για την σύλληψη του αρχηγού τους. Ο "Χοντρός", ο ιδιοκτήτης του καμπαρέ, αποφασίζει: Η επιχείρηση θα γίνει έστω και υπό αυτές τις συνθήκες. Ο "Δράκος" δεν γίνεται να συλληφθεί. "Θα φάει τα σίδερα και θα έρθει". Και τότε εμφανίζεται ο Θωμάς. Τον υποδέχονται με πανηγυρισμό.

Ο Θωμάς ταυτίζεται με τον καινούργιο του ρόλο, αυτόν του "Δράκου", του αρχηγού της συμμορίας. Στόχος τους είναι να πουλήσουν έναν από τους στύλους του ναού του Ολυμπίου Διός σε έναν Αμερικανό αγοραστή που έχει ενδιαφερθεί. Το μήνυμα του σκηνοθέτη για την έκπτωση των ηθών και τον εκμαυλισμό της ελληνικής κοινωνίας από τις προσδοκίες που τρέφουν για το χρήμα της Δύσης είναι έκδηλο. Υπογραμμίζεται ιδιαιτέρως από τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, στην χαρακτηριστική σκηνή όπου η ορχήστρα του μαγαζιού παίζει για τους Αμερικανούς θαμώνες ένα "ελληνικό γούγκι μπούγκι", το οποίο δεν είναι άλλο από την γνωστή "νεραντζούλα φουντωτή", το παραδοσιακό τραγούδι, τόσο παραλλαγμένο που μόλις και μετά βίας αναγνωρίζεται. Ο Θωμάς έχει ηθικούς ενδοιασμούς που τον αποτρέπουν από το να συμμετέχει στην αρχαιοκαπηλία. Τελικά ακολουθεί τον ρόλο που του δόθηκε. Η συμμορία προετοιμάζεται πίνοντας και χορεύοντας έναν υποβλητικό, βαρύ ζεϊμπέκικο χορό. Ο καθένας μιλάει για τις ανάγκες του, αυτές που θα ικανοποιηθούν αν επιτύχει η επιχείρηση. Ο χορός, οι ευχές και οι προσευχές των παρανόμων παίρνουν τη μορφή μιας παράδοξης τελετουργίας. 'Ολοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον "Δράκο". Η αληθινή του όμως ταυτότητα αποκαλύπτεται λίγο πριν ξημερώσει και τότε εκείνος βρίσκει τραγικό τέλος από την συμμορία.

Διανομή

Thumb
Γιάννης Αργύρης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και Ντίνος Ηλιόπουλος σε σκηνή από την ταινία.

Παραγωγή και υποδοχή

Η ταινία γυρίστηκε στην Ελλάδα και πρωτοεμφανίστηκε στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας. Σκηνικό της ταινίας είναι ο Πειραιάς, γνώριμο σκηνικό του περιθωρίου, στο οποίο συνυπήρχαν φτωχοί και παράνομοι.[1] Όταν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες το 1956 αντιμετώπισε εμπορική αποτυχία αλλά και επιθετικότητα μεγάλης μερίδας του τύπου. Είναι χαρακτηριστικό πως οι εφημερίδες της εποχής Εστία και Αυγή, κατηγόρησαν την ταινία ως ανθελληνική ζητώντας την επέμβαση του εισαγγελέα.

Η ταινία είναι βαθιά υπαρξιακή. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης (Νίκος Κούνδουρος) την χαρακτηρίζει "εγκεφαλική" σε συνέντευξή του, στον Λάκη Παπαστάθη, στην εκπομπή Παρασκήνιο, παραγωγή: CINETIC 2012. Έχει συμπεριληφθεί στις 100 καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες για τον 20ό αιώνα.

Ο Δράκος αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις πιο σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το φιλμ νουάρ. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Βασίλη Ραφαηλίδη, ο οποίος έγραψε ότι με αυτή την ταινία ο ελληνικός κινηματογράφος πέρασε από την Προϊστορία στην Ιστορία. [2] Ανάμεσα στα προτερήματα της ταινίας είναι και η μουσική επένδυση του Μάνου Χατζιδάκι.

Η Μαρία Κομνημού από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος γράφει για την ταινία:

"Μετά την πρώτη νεορεαλιστική ταινία Μαγική Πόλη (1954), ο Κούνδουρος με τον Δράκο φέρνει στην Ελλάδα τον «κινηματογράφο του δημιουργών», ο οποίος, όπως σημειώνει η Αγλαΐα Μητροπούλου, αφορά την ικανότητα σκηνοθετών «να λειτουργήσουν έξω από τη λογική της εμπορικής παραγωγής και αφετέρου στη διαμόρφωση της δικής τους προσωπικής έκφρασης». Ο Κούνδουρος ανατρέπει τα στερεότυπα του φιλμ νουάρ βάζοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο αντί για ένα σκληρό άντρα ένα κακομοίρη με φανερή σεξουαλική απειρία ( Ντίνος Ηλιόπουλος) και αντί για μια φαμ φατάλ μία έφηβη που κλαίει όταν ο προστάτης της δεν την αφήνει να χαζέψει τις κούκλες. Στην ταινία οι κλασικοί κανόνες του είδους ανατρέπονται και στην αναπαράσταση της σύγκρουσης νομιμότητας/παρανομίας. Δηλαδή, ενώ στην περίπτωση των κλασσικών ταινιών του είδους οι θεατές καλούνται να ταυτιστούν με τις δυνάμεις του «νόμου» και της «τάξης», στην περίπτωση του «Δράκου» καλούνται να ταυτιστούν με τους παράνομους.  Ο Κούνδουρος με το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη συγκροτεί μια αφήγηση για ένα άπραγο υπαλληλάκο που υποδύεται τον μεγαλοκακοποιό, και επιτυγχάνει να  συναρθρώσει την παράδοση του ρεμπέτικου με την παρανομία, αρθρώνοντας μια κριτική θέση στη μετεμφυλιακή καταπιεστική συναίνεση και ανιχνεύοντας μία αντιθετική δημόσια σφαίρα".

Διακρίσεις

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Wikiwand in your browser!

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.

Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.