ρομανική γλώσσα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η οξιτανική γλώσσα (ενδώνυμο: occitan, στα οξιτανικά προφέρεται: [utsiˈta],[1] στα γαλλικά προφέρεται: [ɔksitɑ̃], lenga d'òc, στα οξιτανικά προφέρεται: ['leŋgɔ 'ðɔ], γαλλικά: langue d'oc) είναι μία από τις οξιτανορομανικές γλώσσες της Ευρώπης. Παραδοσιακά εντοπίζεται στην ιστορική περιοχή της Οξιτανίας στη σημερινή νότια Γαλλία που περιλαμβάνει τόσο ορισμένες κοιλάδες των Άλπεων της Ιταλίας όσο και την Κοιλάδα του Αράν στην Καταλονία. Είναι επίσημη γλώσσα σε τοπικό επίπεδο μόνο στην τελευταία και συνεπίσημη, σε περιφερειακό επίπεδο, μαζί με την καταλανική και την ισπανική.
Οξιτανικά | |
---|---|
Occitan, lenga d'òc και occitan | |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές
|
Διάλεκτοι | Γασκωνικά, Προβηγκιανά, Αουβερνιατικά, Βιβαροαλπικά, Λεμουζινικά, Νισαρντικά, Λεγγαδουσιανά |
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή, classical norm of Occitan, Mistralian norm και Norme bonnaudienne |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Κοιλάδα του Αράν, Καταλονία |
Ρυθμιστής | Συμβούλιο της Οξιτανικής Γλώσσας |
ISO 639-1 | oc |
ISO 639-2 | oci |
ISO 639-3 | oci |
SIL | oci |
Παρότι υπήρξε η κυρίαρχη λογοτεχνική γλώσσα των απαρχών του Ύστερου Μεσαίωνα στη ρομανόφωνη Ευρώπη, η υποταγή των οξιτανικών ηγεμονιών όπως της Κομητείας της Τουλούζης στο Βασίλειο της Γαλλίας απομάκρυνε τα οξιτανικά από την επίσημη και γραπτή χρήση, οδηγώντας τα σε παρακμή. Η Οξιτανική Αναγέννηση των αρχών του 19ού αιώνα και το κίνημα των Felibriges δεν ανέτρεψαν την κατάσταση, με τα οξιτανικά σήμερα να είναι για πολλούς γλωσσολόγους καταδικασμένα στην γλωσσική τους αντικατάσταση από τα γαλλικά.[2]
Η οξιτανική γλώσσα έχει λάβει διαχρονικά διάφορες ονομασίες. Ο όρος «οξιτανική γλώσσα» προέρχεται από τη διαφοροποίηση του καταφατικού μορίου, το οποίο στα οξιτανικά λαμβάνει τη μορφή oc, από τη λατινική δεικτική αντωνυμία hoc . Από εκεί προέρχεται η έτερη συγγενής ονομασία των διαλέκτων του ως γλώσσες του οκ (lengas d'oc). Ως όρος χρησιμοποιείται κυρίως από τον 19ό αιώνα. Παραδοσιακά τα γλωττόνυμα είτε περιορίζονταν στο όνομα της κατά τόπους οξιτανικής ποικιλίας είτε υιοθετούσαν το ιστορικό όνομα προβηγκιανά (provençal), για τις ανατολικές διαλέκτους, και γασκωνικά (gascon) για τις δυτικές.
Όπως και η καταλανική, διαμορφώθηκε κάτω από την επιρροή του βασιλείου των Φράγκων, από τα μέσα του 8ου αιώνα κι έπειτα. Αποτέλεσε την κυρίαρχη γλώσσα της λογοτεχνικής ποιητικής παραγωγής (ποίηση των τροβαδούρων) σε μεγάλο μέρος της λατινόφωνης μεσαιωνικής Ευρώπης μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα,[3] γεγονός που την μετέτρεψε στην πρώτη κωδικοποιημένη ρομανική γλώσσα. Μετά την αποτυχημένη οξιτανική πολιτική των κόμητων της Βαρκελώνης και τη διαμόρφωση ξεχωριστής γλωσσικής συνείδησης και προτύπου για τα καταλανικά, η επιβολή του βασιλείου της Γαλλίας απομόνωσε εν μέρει τις δύο γλώσσες, με τα καταλανικά να εξαπλώνονται προς τον νότο και τη Μεσόγειο, και τα οξιτανικά να υποφέρουν μια όλο και μεγαλύτερη περιθωριοποίηση έναντι των γαλλικών. Η έξωσή τους από τη διοίκηση και η διακοπή της γραπτής λογοτεχνικής παραγωγής συνέβαλαν στην διαλεκτοποίηση της γλώσσας και την απώλεια γλωσσικής συνείδησης από τους ομιλητές της.
Ωστόσο, οι κατά τόπους ποικιλίες της οξιτανικής συνέχισαν να είναι απόλυτα πλειοψηφικές στη νότια Γαλλία μέχρι τον 20ό αιώνα. Την εκ των πραγμάτων κυριαρχία της οξιτανικής ήλθε να καταβάλει αρχικά η Γαλλική Επανάσταση, που επέβαλε ένα απόλυτα συγκεντρωτικό και αποκλειστικά γαλλόφωνο μοντέλο διοίκησης στο κράτος.[4] Η υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση από τα μέσα του 19ου αιώνα ακολούθησε την ίδια λογική, τιμωρώντας τη χρήση της γλώσσας στο σχολικό περιβάλλον (ανάλογα μέτρα υπήρξαν και στη Βρετανία για κελτικές γλώσσες, όπως τα ουαλικά ή τα σκωτικά γαελικά). Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Οξιτανική Αναγέννηση την οποία πρωταγωνίστησε ο νομπελίστας λογοτέχνης Φρεντερίκ Μιστράλ, προσπάθησε να επαναφέρει τη λογοτεχνική χρήση των οξιτανικών, διαμορφώνοντας ένα πρότυπο γραπτής γλώσσας. Ωστόσο, η αστυφιλία, η αδιαφορία του γαλλικού κράτους και η φολκλορική αντιμετώπιση πολλών μελών του οξιτανικού κινήματος καταδίκασαν τη γλώσσα. Από τα μέσα του αιώνα οι διάφορες οξιτανικές διάλεκτοι (που είναι γνωστές με το υποτιμητικό όνομα patois) βρίσκονται σε διαρκή υποχώρηση: η μετάδοση της γλώσσας μεταξύ των γενεών έχει διακοπεί και πλέον δεν υφίστανται μονόγλωσσοι ομιλητές, με τους δίγλωσσους να αποτελούνται κυρίως από άτομα μεγάλης ηλικίας.[5]
Η μοναδική ενεργή πληθυσμιακή ομάδα που εν μέρει συνεχίζει την προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας είναι οι μερικές δεκάδες χιλιάδες νεοοξιτανόφωνων, που προέρχονται συχνά από αστικά κέντρα και που ήλθαν σε επαφή με τη γλώσσα στη νεανική τους ηλικία, πολλοί από τους οποίους συμμετέχουν ενεργά στη διάδοση της γλώσσας στο διαδίκτυο και τη φολκλορική μουσική. Στη Γαλλία λειτουργούν ιδιωτικά σχολεία, ενταγμένα στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, οι calendretas, όπου η εκπαίδευση πραγματοποιείται στα οξιτανικά.[2]
Οι μοναδικές πρωτοβουλίες δημόσιων θεσμών για την προστασία και διάδοση της οξιτανικής εντοπίζονται στα περιθώρια της ιστορικά οξιτανόφωνης επικράτειας, στην καταλανική Κοιλάδα του Αράν όσο και στις Ιταλικές Άλπεις. Στην πρώτη, τα αρανικά, η τοπική οξιτανική ποικιλία, χρησιμοποιούνται ως βασική γλώσσα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με παρουσία επίσης και στα πανεπιστήμια της περιφέρειας όπου διδάσκονται ως γλώσσα επιλογής. Εντούτοις, η εισροή ισπανόφωνων μεταναστών και ο ιδιαίτερα μικρός πληθυσμός των φυσικών ομιλητών (4.700 το 2001) δυσχεραίνει τη θέση της γλώσσας έναντι του μέλλοντος.[5]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.