![cover image](https://wikiwandv2-19431.kxcdn.com/_next/image?url=https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/99/XanthineOxidase-1FIQ.png/640px-XanthineOxidase-1FIQ.png&w=640&q=50)
Ξανθινοξειδάση
χημική ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ξανθινοξειδάση ή οξειδάση της ξανθίνης είναι ένα ένζυμο που παίζει κεντρικό ρόλο στον μεταβολισμό των πουρινών καταλύοντας την οξείδωση της υποξανθίνης και της ξανθίνης σε ουρικό οξύ στους νεφρούς και στο ήπαρ.
- υποξανθίνη + O2 + H2Ο → ξανθίνη + O2− + 2 H+
- ξανθίνη + O2 + H2Ο → ουρικό οξύ + O2− + 2 H+
![Οξειδάση της ξανθίνης](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/99/XanthineOxidase-1FIQ.png/640px-XanthineOxidase-1FIQ.png)
Το ενεργό κέντρο του ενζύμου περιέχει ένα άτομο μολυβδαινίου ενωμένο με μια μονάδα μολυβδοπτερίνης. Το μολυβδαίνιο ενώνεται επίσης με ένα άτομο οξυγόνου, με άτομα θείου παρακείμενων αμινοξέων και με ένα υδροξύλιο.[2] Κατά την αντίδραση του ενζύμου με την ξανθίνη, το άτομο οξυγόνου μεταφέρεται στην ξανθίνη για να σχηματιστεί ουρικό οξύ.[3] Το ενεργό κέντρο ξαναδημιουργείται με προσθήκη ενός μορίου νερού. Κάθε πρωτεϊνική υπομονάδα περιέχει επίσης δύο διμερή σιδήρου-θείου (2Fe-2S) που συμμετέχουν σε μεταφορά ηλεκτρονίων, και ένα μόριο φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτιδίου (FAD). Σε ευκαρυωτικούς οργανισμούς το ένζυμο εμφανίζεται ως διμερές, ενώ σε προκαρυωτικούς οργανισμούς ως τετραμερές ή εξαμερές.[4][5][6]
Δυσλειτουργία του ενζύμου, όπως για παράδειγμα στην ξανθινουρία, παρεμποδίζει την οξείδωση της ξανθίνης σε ουρικό οξύ. Από την άλλη, αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος σχετίζονται με την ουρική αρθρίτιδα, η οποία μπορεί επομένως να αντιμετωπιστεί με έναν αναστολέα της ξανθινοξειδάσης, όπως για παράδειγμα η αλλοπουρινόλη. Η αλλοπουρινόλη ενώνεται ισχυρά με την ανηγμένη μορφή της οξειδάσης της ξανθίνης και έτσι την απενεργοποιεί. Με τον τρόπο αυτόν μειώνεται η παραγωγή του χαμηλής διαλυτότητας ουρικού οξέος και αυξάνονται τα επίπεδα των περισσότερο διαλυτών ενώσεων ξανθίνης και υποξανθίνης.