Ντάνιελ Γουέμπστερ
From Wikipedia, the free encyclopedia
O Ντάνιελ Γουέμπστερ (Ιανουάριος 18, 1782 - Οκτώβριος 24, 1852) ήταν Αμερικάνος δικηγόρος και πολιτικός, ο οποίος αντιπροσώπευε το Νιού Χάμσαϊρ (New Hampshire) και τη Μασσαχουσέτη (Massachusetts) στο Αμερικανικό Κογκρέσο και υπηρέτησε ως Γραμματέας του Κράτους υπό τους προέδρους Γουίλιαμ Χένρυ Χάρρισον (William Henry Harrison), Τζον Τάιλερ (John Tyler) και Μίλαρντ Φίλμορ (Millard Fillmore). Όντας ένας από τους πιο εξέχοντες Αμερικανούς δικηγόρους του 19ου αιώνα, ανέλαβε πάνω από 200 δίκες πριν το Αμερικάνικο Ανώτατο Δικαστήριο μεταξύ του 1814 και του θανάτου του το 1852. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν μέλος του Ομοσπονδιακού Κόμματος (The Federalist Party), του Εθνικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (National Republican Party'' και του Αγγλο-φιλελεύθερου Κόμματος (Whig Party).
Γεννημένος στο Νιού Χάμσαϊρ (New Ηampshire) το 1782, ο Γουέμπστερ είχε μια επιτυχημένη νομική πρακτική στο Πόρτσμουθ (Portsmounth, New Hampshire) αφού υποβλήθηκε σε μια πρακτική ειδίκευσης. Εμφανίστηκε ως εξέχων αντίπαλος του πολέμου του 1812 και αναδείχθηκε νικητής των εκλογών ως αντιπρόσωπος της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου υπηρέτησε ως αρχηγός του Ομοσπονδιακού Κόμματος (Federalist Party). O Γουέμπστερ παραιτήθηκε έπειτα από 2 θητείες και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, Μασαχουσέτη (Boston Massachusetts). Έγινε επικεφαλής δικηγόρος πριν το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, καταφέρνοντας να υπερασπιστεί επιτυχημένα περιπτώσεις όπως “Dartmouth College v. Woodward”, “McCulloch v. Maryland”, και “Gibbons v. Ogden”. Ο Γουέμπστερ επέστρεψε στον Βουλή το 1823 και έγινε ο βασικός υποστηρικτής του προέδρου Τζον Άνταμς (John Quincy Adams). Νίκησε τις εκλογές της Γερουσίας το 1827 και συνεργάστηκε με τον Χένρυ Κλέι (Henry Clay) για τη διοργάνωση του Εθνικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (National Republican Party) υπό τη βοήθεια του Άνταμς.
Αφού ο Άντριου Τζάκσον (Andrew Jackson) νίκησε τον Άνταμς στις εκλογές του 1828, o Γουέμπστερ έγινε ο κύριος αντίπαλος της οικογενειακής πολιτικής του Τζάκσον. Διαφώνησε σε μεγάλο βαθμό στη θεωρία της ακύρωσης που ενστερνίστηκε για πρώτη φορά από τον Τζον Καλχούν (John C. Calhoun) και ο λόγος του «Η Δεύτερη απάντησή του στον Χέιν (Second Reply to Hayne)» είναι ευρέως εδραιωμένος ως ένας από τους καλύτερους λόγους που είχαν ποτέ ειπωθεί στο Κογκρέσο. Ο Γουέμπστερ υποστήριξε την προκλητική απάντηση του Τζάκσον στην «Κρίση της ακύρωσης», αλλά έχασε κάθε επαφή με τον πρόεδρο λόγω διαφωνιών που προέκυψαν σχετικά με τη «Δεύτερη τράπεζα» των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Γουέμπστερ έλαβε μέρος μαζί με άλλους πολιτικούς αντιπάλους του Τζάκσον στον σχηματισμό του Αγγλο-φιλελεύθερου Κόμματος (Whig Party), και ανεπιτυχώς έλαβε μέρος στις εκλογές του 1836. Υποστήριξε τον Χάρρισον στις προεδρικές εκλογές του 1840 και ανέλαβε χρέη γραμματέα των πολιτειών αφού ο Χάρρισον πήρε τη θέση. Σε αντίθεση με τα άλλα μέλη του κόμματος του Χάρρισον, συνέχισε να υπηρετεί υπό τον πρόεδρο Τάιλερ, αφού ο Τάιλερ ήρθε σε ρήξη με τα συνεδριακά μέλη του Αγγλο-φιλελέυθερου Κόμματος (Whigs). Ως γραμματέας της πολιτείας, ο Γουέμπστερ διαπραγματεύτηκε τη συνθήκη Γουέμπστερ-Άσμπαρτον (Webster-Ashburton Treaty), θέτοντας έτσι την αρχή για νέες διαμάχες στη Μεγάλη Βρετανία. Το 1837, ο Γουέμπστερ εκλέχθηκε ως μέλος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Κοινωνίας (American Philosophical Society).[17]
Ο Γουέμπστερ επέστρεψε στο Γερουσία το 1845 και επιβεβαίωσε την κοινωνική του θέση ως βουλευτικός φιλελεύθερος του Κογκρέσου. Κατά τη διάρκεια του Αμερικανομεξικανικού πολέμου, εμφανίστηκε ως ο αρχηγός του κόμματος Κόττον Γουίνγκς (Cotton Whigs), μια φατρία του Νόδερν Γουίγκς (Nothern Whigs) που εμβάθυνε στη δημιουργία καλών δεσμών με τον Νότο σχετικά με πολιτικές κατά των σκλάβων. Το 1850 ο πρόεδρος Φίλμορ όρισε τον Γουέμπστερ ως γραμματέα της Πολιτείας και εκείνος συνέβαλε στη δίοδο της Συμβίβασης του 1850, το οποίο επέφερε πολυάριθμα εδαφικά προβλήματα και θέσπισε έναν νέο νόμο για τους φυγάδες σκλάβους. Ο συμβιβασμός αποδείχθηκε μη δημοφιλής σε μεγάλο μέρος του Βορρά και υπονόμευσε τη επικράτεια του Webster στην πατρίδα του. Ο Γουέμπστερ αναζήτησε την υποψηφιότητα του κόμματος Whig στις προεδρικές εκλογές του 1852, αλλά το χάσμα μεταξύ των υποστηρικτών του Φίλμορ και τους Webster που οδήγησε στον υποψηφιότητα του Στρατηγού Γουίνφιλντ Σκότ (General Winfield Scott). Ο Γουέμπστερ είναι ευρέως αναγνωρισμένος ως σημαντικός και ταλαντούχος δικηγόρος, ρήτορας και πολιτικός, αλλά οι ιστορικοί και οι παρατηρητές έχουν μικτές απόψεις για τις ηθικές ποιότητες του και την ικανότητα του ως εθνικός ηγέτης.