Μετατόπιση προς το ερυθρό
παρατηρoύμενη αλλαγή στο χρώμα του εκπεμπόμενου φωτός από ένα αστέρι ή άλλο ουράνιο σώμα καθώς αυτό απομακρύνεται από τη γη / From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη φυσική, η μετατόπιση προς το ερυθρό ή ερυθρή μετατόπιση (redshift) συμβαίνει όταν το φώς ή γενικά ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από μια πηγή, αυξάνει σε μήκος κύματος, ή ουσιαστικά μετατοπίζεται προς το ερυθρό φάσμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Γενικά, είτε η ακτινοβολία είναι στο ορατό φάσμα είτε όχι, "ερυθρή" μετατόπιση σημαίνει αύξηση του μήκους κύματος - και ισοδύναμα μείωση της συχνότητας και μείωση της ενέργεια του φωτονίου, σύμφωνα με την κυματική και κβαντική θεωρία του φωτός, αντίστοιχα.
Ορισμένες μετατοπίσεις προς το ερυθρό, οφείλονται στο φαινόμενο Ντόπλερ, όμοια με τη φαινομενική αλλαγή της συχνότητας του ήχου από σειρήνα ή ήχο μηχανής διερχόμενου αυτοκινήτου, η ερυθρή μετατόπιση εμφανίζεται όταν μια πηγή απομακρύνεται από τον παρατηρητή. Μια άλλου είδους μετατόπιση προς το ερυθρό, είναι αυτή της κοσμολογικής μετατόπισης προς το ερυθρό, λόγω της διαστολής του σύμπαντος από το νόμο του Χαμπλ, όπου για πολύ μακρινές πηγές φωτός (συνήθως μερικά εκατομμύρια έτη φωτός μακρυά), η μετατόπιση προς το ερυθρό σχετίζεται με την απόστασή τους από τη Γη. Τέλος η βαρυτική μετατόπιση προς το ερυθρό, που προβλέπεται από τη γενική σχετικότητα, στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εξέρχεται από κάποιο βαρυτικό πεδίο. Αντίθετα αν η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία πλησιάζει κάποιο βαρυτικό πεδίο παρατηρείται μετατόπιση προς το κυανό.
Αν και η γνώση της ερυθρής και της κυανής μετατόπισης έχει εφαρμοστεί σε αρκετές επίγειες τεχνολογίες (όπως το ραντάρ Ντόπλερ), η μετατόπιση προς το ερυθρό εμφανίζεται περισσότερο στην αστρονομική φασματοσκοπία για την παρατήρηση και μελέτη ουράνιων σωμάτων.[1]