Μακεδονική επανάσταση του 1896 - 1897
επαναστατικό κίνημα Μακεδόνων / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Επανάσταση των Μακεδόνων το 1896 ήταν ένα αντάρτικο κίνημα που έλαβε χώρα στη Μακεδονία με σκοπό τη διατήρηση του φρονήματος και του ετοιμοπόλεμου των ελληνικών πληθυσμών, τη δημιουργία αντίπαλου δέους κατά των Βουλγάρων που είχαν εισβάλει στη Μακεδονία από το 1895 μέσω αντάρτικων σωμάτων της ΕΜΕΟ, την οριοθέτηση των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων στον οθωμανικό χώρο και τη δημιουργία αντιπερισπασμού για τα γεγονότα της Κρήτης. Το κίνημα είχε μακεδονικό χαρακτήρα, καθώς τα σώματα που εισέβαλαν στη Μακεδονία από τη Θεσσαλία απαρτίζονταν κατά κύριο λόγο από Μακεδόνες οπλαρχηγούς και μαχητές, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν από τη Βορειοδυτική Μακεδονία. Η αρχική ώθηση δόθηκε από την Εθνική Εταιρεία αλλά στη συνέχεια συμμετείχαν στα γεγονότα αυθόρμητα και χωρίς μεγάλο συντονισμό αρκετοί Μακεδόνες οπλαρχηγοί, ενώ σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας τα γεγονότα έλαβαν χαρακτήρα μαζικών εξεγέρσεων. Οι κυριότερες επαναστατικές εστίες της Μακεδονικής επανάστασης του 1896, ήταν οι περιοχές Γρεβενών, Κοζάνης, Καστοριάς, Φλώρινας, Πελαγονίας, Πιερίας, Ημαθίας, Πέλλας, Τικφών και Άνω Νευροκοπίου.[1][2]
Μακεδονική επανάσταση του 1896 | |||
---|---|---|---|
Μακεδόνες επαναστάτες υπερασπίζονται τα σπίτια τους | |||
Χρονολογία | Ιούλιος 1896 – Νοέμβριος 1896 | ||
Τόπος | Μακεδονία | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
|
Ήδη από τη Μακεδονική επανάσταση του 1878 γύρω στους 1.000 βετεράνους της επανάστασης βρίσκονταν στη Θεσσαλία, ενώ υπολογίζονταν άλλοι 2.000 έως 2.500 χιλιάδες Μακεδόνες που είχαν εκπατριστεί λόγω τις έκρυθμης κατάστασης στις πατρίδες τους. Συν τοις άλλοις, πολλοί οπλαρχηγοί της Μακεδονικής επανάστασης του 1878 είχαν παραμείνει στη Μακεδονία και συνέχισαν την κλέφτικη δράση. Συνήθιζαν να λημεριάζουν το χειμώνα και από την άνοιξη προέβαιναν σε καταστροφές κυρίως οθωμανικών στόχων. Η Εθνική Εταιρεία κάλεσε σε σύσκεψη τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην ελεύθερη Ελλάδα προκειμένου να οργανώσει και να συντονίσει τη δράση τους. Οι οπλαρχηγοί που μετείχαν ήταν οι Ζέρμας, Μακρής, Αλαμάνος, Ναούμ Κωνσταντινίδης, Βλαχάβας, Αθανάσιος Μπρούφας, Τάκης Νάτσιος (Περήφανος) από το Μεγάροβο Πελαγονίας, Λ. Βερβέρας και Χ. Βερβέρας. Παράλληλα και χωρίς συνεννόηση, ο Νικόλαος Τσάπανος από την Πελαγονία που ζούσε στη Θεσσαλία αγόρασε 500 όπλα για τους αντάρτες. Αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων ανακηρύχτηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας. Συνολικά μπήκαν από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία γύρω στους 400 αντάρτες, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία ήταν από τη Βορειοδυτική Μακεδονία. Συμμετείχαν επίσης, Ηπειρώτες, ακουθούσαν οι Θεσσαλοί και οι Στερεοελλαδίτες και σε μικρότερο βαθμό Κρητικοί, Έλληνες της Ρωσίας και Ανατολικορωμυλιώτες.[1][2]
Το πρώτο σώμα υπό τον Αθανάσιο Μπρούφα 90 ανδρών συνολικά και με υπαρχηγούς τους Μακεδόνες Δημήτριο Κανναβό, Τάκη Νάτσιο (Περήφανο), Ιωάννη Γεωργαντά, Ιωάννη Τσάμη από το Πισοδέρι, Βασίλειο Οικονόμου και Λάζαρο Βαρζή αποβιβάστηκε στις αρχές Ιουλίου του 1896 στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου και μετά από νικηφόρες μάχες με τους Οθωμανούς στο Βέρμιο διασπάστηκε σε δύο ομάδες. Η μία με τους Τάκη Νάτσιο (Περήφανο), Ιωάννη Τσάμη και Λάζαρο Βαρζή κατευθύνθηκε προς τη Φλώρινα, ενώ η δεύτερη με τους Αθανάσιο Μπρούφα, Ιωάννη Γεωργαντά και Βασίλειο Οικονόμου κατευθύνθηκε προς Βέροια, Νάουσα, Όστροβο, Μορίχοβο και Καφαντάρι. Το σώμα Μπρούφα διασπάστηκε σε μικρότερα και κινήθηκε προς Εορδαία και Κοζάνη όπου έδωσε αρκετές μάχες με οθωμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα. Επίσης, μεγάλες μάχες δόθηκαν στο Βλάδοβο και στο Πόζαρ της Πέλλας. Στα τέλη Ιουλίου του 1896 ο Αθανάσιος Μπρούφας με τους άνδρες τους έδωσαν πολύωρη μάχη με τους Οθωμανούς στις Σιδηρές Πύλες Αξιού (Ντεμίρ Καπού) στις Τίκφες. Εκεί έχασε τη ζωή του ο ίδιος και ο Δημήτριος Κανναβός. Το σώμα του Τάκη Νάτσιου (Περήφανου) από το Περιστέρι όπου βρίσκονταν κατευθύνθηκε στις 15 Αυγούστου στη Μονή της Παναγίας της Σλήμνιτσας, στο Λουμπόινο της Πελαγονίας, όπου συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς Λάζαρο Βαρζή (Ζαρκάδα), Μακρή, Ιωάννη Τσάμη, Γεώργιο Καταρραχιά, Μήτσο και Νταβέλη. Εκεί συνέταξαν από κοινού επαναστατική διακήρυξη προς τους κατοίκους της Μακεδονίας, τις Οθωμανικές αρχές και τους Ευρωπαίους προξένους, όπου εξηγούσαν τα αίτια της επανάστασης και τους σκοπούς της. Στη συνέχεια χωρίστηκαν και έδρασαν ξεχωριστά σε Καστοριά, Νεστόριο, Φλώρινα και Εορδαία.[1][2]
Αρχικά ο στρατιωτικός διοικητής του βιλαετίου Μοναστηρίου υποτίμησε την επανάσταση και διαβεβαίωσε το βαλή Αβδούλ Κερήμ πασά ότι ελέγχει την κατάσταση και ότι θα πατάξει τους αντάρτες. Η αποδοχή του κινήματος από τον τοπικό Ελληνικό πληθυσμό εξέλαβε μεγάλες διαστάσεις όμως, πολλοί Έλληνες από την Αχρίδα και το Μορίχοβο προσπαθούσαν να ενταχθούν στα αντάρτικα σώματα. Στο Μπούφι στρατολογήθηκαν 120 μαχητές. Η κατάσταση αυτή εξαγρίωσε τον βαλή Αβδούλ Κερήμ πασά και ανέλαβε ο ίδιος δράση. Οθωμανικά αντίποινα έλαβαν χώρα στο Τρέμπενο Εορδαίας όπου εξαγριωμένος όχλος δολοφόνησε τους Εμμανουήλ Τσιότσια και Νικόλαο Γεωργίου. Στην Κοζάνη ο όχλος προκάλεσε μεγάλες καταστροφές σε ελληνικές περιουσίες και απειλούσε με γενική σφαγή των Ελλήνων. Στους Σαρακηνούς Πέλλας οι Οθωμανοί έκαψαν πολλές οικίες, βασάνισαν τους κατοίκους, βίασαν τις γυναίκες και κρέμασαν τον ιερέα του χωριού. Τελικά αποφασίστηκε η σύσταση ενός ειδικού σώματος 800 ανδρών που θα καταδίωκε τους επαναστάτες.[1][2]