Λαϊκή Λατινική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λαϊκή ή δημώδης λατινική (λατ. sermo vulgaris) είναι όρος-ομπρέλα, ο οποίος καλύπτει τις διαλέκτους της λατινικής γλώσσας που ομιλούνταν κυρίως στις δυτικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέχρις ότου αυτές οι διάλεκτοι, αποκλίνοντας ακόμη περισσότερο, εξελίχθηκαν στις πρώιμες ρομανικές γλώσσες κατά τον 9ο αιώνα.
Η ομιλουμένη Λατινική διέφερε από τη λογοτεχνική κλασική Λατινική στην προφορά, το λεξιλόγιο και τη γραμματική. Κάποια χαρακτηριστικά της δημώδους Λατινικής δεν εμφανίστηκαν παρά στην ύστερη Αυτοκρατορία. Άλλα χαρακτηριστικά της υπήρχαν πιθανόν στην ομιλουμένη Λατινική, τουλάχιστον στις πρωτογενείς μορφές τους, πολύ νωρίτερα. Οι περισσότεροι ορισμοί της δημώδους Λατινικής την παρουσιάζουν ως προφορική παρά ως γραπτή γλώσσα, επειδή οι μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ομιλουμένη Λατινική διασπάστηκε σε αποκλίνουσες διαλέκτους αυτή την περίοδο. Επειδή κανείς τότε δεν μετέγραψε φωνητικά την καθημερινή ομιλία των Λατίνων, οι μελετητές της λαϊκής Λατινικής πρέπει να χρησιμοποιούν έμμεσες μεθόδους.
Η γνώση μας για τη δημώδη Λατινική προέρχεται από τρεις κύριες πηγές: Πρώτον, η συγκριτική μέθοδος μπορεί να επανασυνθέσει τις υποκείμενες μορφές των μαρτυρημένων ρομανικών γλωσσών και να επισημάνει τη διαφορά τους από την κλασική Λατινική. Δεύτερον, διάφορα κείμενα ρυθμιστικών γραμματικών της υστερολατινικής περιόδου καταδικάζουν γλωσσικά σφάλματα που πιθανόν διέπρατταν οι ομιλητές, παρέχοντάς μας ενόραση ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές της Λατινικής χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα τους. Τρίτον, οι σολοικισμοί και οι μη κλασικές χρήσεις, που απαντούν ενίοτε στα υστερολατινικά κείμενα, ρίχνουν επίσης φως στην ομιλουμένη γλώσσα. Τέταρτον, ορισμένα γλωσσάρια, γραμμένα κυρίως για να καταδείξουν τη διαφορά σημασίας μεταξύ των λέξεων, καταδεικνύουν πόσο απείχε η δημώδης από την κλασική Λατινική.