Κομπολόι
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το κομπολόι αποτελεί αντικείμενο αξεσουάρ της Ελληνικής και Κυπριακής κουλτούρας, που είναι φτιαγμένο από χάντρες από κόκκαλο, κεχριμπάρι, ασήμι, γυαλί, ξύλο κέρατο, κεχριμπάρι, πετρώματα (Πχ οψιανός, μάτι τίγρης), μαστίχα (σούντουρους), Κοράλλι, μοσχοκάρυδο, ριτήνη, φατουράν, κ.λπ., τρυπημένες στο κέντρο και περασμένες σε νήμα του οποίου οι άκρες ενώνονται με κόμπο, και οι οποίες μετατοπίζονται αργά αργά η μία μετά την άλλη με τη βοήθεια των δακτύλων, ή περιστρέφεται όλο πέριξ των δακτύλων ως απασχόληση. Εκτός από νήμα, οι χάντρες μπορεί να ενώνονται με αλυσίδα, δέρμα, κ.λπ. Αποκαλείται επίσης, στην μάγκικη διάλεκτο, και μπεγλέρι αν και με αυτήν την ονομασία είναι γνωστό και ένα άλλο διαφορετικό, αλλά παρόμοιο αντικείμενο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το ελληνικό κομπολόι μοιάζει με τα προσευχητάρια που χρησιμοποιούνται σε διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις (ρωμαιοκαθολικό ροζάριο, μουσουλμανικό τασμπίχ, ορθόδοξο κομποσκοίνι) και μάλλον εξελίχθηκε από το κομποσκοίνι, αλλά είναι μοναδικό με την έννοια ότι δεν έχει καμία θρησκευτική ή τελετουργική σημασία. Χρησιμοποιείται για χαλάρωση, μεράκι, ως σύμβολο κοινωνικού κύρους, ως αγχολυτικό, ακόμη και ως μέσο περιορισμού του καπνίσματος. Ονομάζεται συχνά και εύχαντρο. Η λέξη υποδηλώνει τη διαδικασία εκκοσμίκευσης του κομπολογιού από εργαλείο προσευχής με στόχο τον εξαγνισμό του νου σε αντικείμενο ευχαρίστησης.[1]
Το κομπολόι μαρτυρείται για πρώτη φορά σε εικόνα σε σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο και παρουσιάζει έναν τοπικό άρχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.[2]
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πιο γνωστούς κατόχους κομπολογιού τον 20ο αιώνα. Για πολλά χρόνια το κομπολόι ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο: η ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε από τις πρώτες γυναίκες που το διεκδίκησαν, μέσω διαφόρων ταινιών που συμμετείχε.[εκκρεμεί παραπομπή]