Καυνάκης
είδος αρχαίου ενδύματος / From Wikipedia, the free encyclopedia
Καυνάκης (ή γαυνάκης) είναι ένα είδος αρχαίου ενδύματος που συνήθιζαν να φορούν στην Αρχαία Ελλάδα. Η λέξη αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Αριστοφάνη στην κωμωδία του "Σφήκες". Πιθανώς η λέξη προέρχεται από το περσικό "gαunαkα" που μεταφράζεται ως "τριχωτός". Στα ακκαδικά "gunαkku" σημαίνει "είδος πανωφοριού".[1][2] Στα σουμεριακά η λέξη που μεταφράζεται ως ένδυμα είναι "TÚG".[3]