Κίρρωση
η ιστοπαθολογική συνέπεια της χρόνιας ηπατικής νόσου / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κίρρωση είναι η ιστοπαθολογική συνέπεια της χρόνιας ηπατικής νόσου. Χαρακτηρίζεται από αντικατάσταση του ηπατικού παρεγχύματος από ουλώδη ιστό και αναγεννητικά οζίδια («εξογκώματα» που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα αναγέννησης κατεστραμμένου ιστού ),[1][2][3] και οδηγεί σε ηπατική ανεπάρκεια. Η κίρρωση πιο συχνά προκαλείται από χρόνιο αλκοολισμό, ηπατίτιδα Β, ηπατίτιδα C, λιπώδη διήθηση του ήπατος, ιδιοπαθή αιτία (δηλ. από άγνωστη αιτία) αλλά και από πολλές άλλες πιθανές αιτίες.
Κίρρωση | |
---|---|
Διατομή πτωματικού παρασκευάσματος - ήπαρ με κίρρωση | |
Ειδικότητα | γαστρεντερολογία και ηπατολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | K70.3, K71.7, K74 |
ICD-9 | 571 |
MedlinePlus | 000255 |
eMedicine | med/3183 radio/175 |
MeSH | D008103 |
Ο ασκίτης (συλλογή ελεύθερου υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα[4]) είναι η πιο κοινή επιπλοκή της κίρρωσης, και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης με κακή ποιότητα ζωής και κακή μακροχρόνια πρόβλεψη. Άλλες δυνητικά απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές είναι: η ηπατική εγκεφαλοπάθεια (με συμπτώματα από σύγχυση μέχρι κώμα) και οι κιρσοί οισοφάγου (προκαλείται συχνά αιμορραγία του ανώτερου πεπτικού συστήματος). Η κίρρωση είναι γενικά μη αναστρέψιμη, και η θεραπεία εστιάζεται συνήθως στην πρόληψη της εξέλιξης και των επιπλοκών. Σε προχωρημένα στάδια της κίρρωσης η μόνη λύση είναι η μεταμόσχευση ήπατος.
Η λέξη «κίρρωση» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κιρρός (:κιτρινωπός, καστανόξανθος) από το κίτρινο χρώμα του ασθενούς με ίκτερο, συνηθισμένη επιπλοκή της ηπατικής ανεπάρκειας. Η κλινική εικόνα ήταν γνωστή από πριν, αλλά η ονομασία «κίρρωση» δόθηκε από τον René Laennec το 1819 (στο έργο του επίσης περιγράφει και το στηθοσκόπιο).[5]