Ηλικία ενηλικίωσης
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ηλικία ενηλικίωσης είναι το όριο ενηλικίωσης όπως αναγνωρίζεται ή κηρύσσεται από τον νόμο. Είναι η στιγμή που ένας άνθρωπος παύει να θεωρείται ανήλικος και αναλαμβάνει νομικό έλεγχο για το πρόσωπο, τις ενέργειες και αποφάσεις του, τερματίζοντας τον έλεγχο και νομική ευθύνη των γονέων ή του κηδεμόνα του. Οι περισσότερες χώρες ορίζουν την ηλικία ενηλικίωσης στα 18 έτη. Η λέξη ενηλικίωση εδώ αναφέρεται στην κατοχή μεγαλύτερης ηλικίας και πλήρους ηλικίας σε αντιδιαστολή με την ανηλικότητα, τη κατάσταση του να είναι κάποιος ανήλικος. Ο νόμος σε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία μπορεί να μην χρησιμοποιεί τον όρο «ενηλικότητα». Ο όρος συνήθως αναφέρεται σε μια συλλογή νόμων που προσδίδει το καθεστώς της ενηλικίωσης. Η ηλικία ενηλικίωσης δεν αντιστοιχεί κατ'ανάγκη με την ψυχική ή σωματική ωριμότητα ενός ατόμου.
Η ηλικία ενηλικίωσης δεν πρέπει να συγχέεται με την ηλικία ωριμότητας, την ηλικία σεξουαλικής συναίνεσης, καθώς και την ηλικία γάμου, την ηλικία αποφοίτησης από το σχολείο, την ηλικία κατάποσης αλκοόλ, την ηλικία οδήγησης, την ηλικία ψήφου, την ηλικία καπνίσματος, την ηλικία τυχερών παιχνιδιών και άλλες σχετιζόμενες ηλικίες, οι οποίες μπορεί να είναι ανεξάρτητες και να είναι ορισμένες σε μια διαφορετική ηλικία από αυτή της ενηλικίωσης.
Παρόλο που ένα άτομο μπορεί να φθάσει στην ηλικία ενηλικίωσης σε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία, μπορεί να εξακολουθεί να υπόκειται σε ηλικιακούς περιορισμούς που αφορούν σε θέματα όπως το δικαίωμα ψήφου ή τη συμμετοχή σε κάποιο εκλογικό αξίωμα, να ενεργήσει ως δικαστής και πολλά άλλα.