Εσωτερική πολιτική του Βλαντίμιρ Πούτιν
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι πολιτικές του Πούτιν στο εσωτερικό, ιδιαίτερα στην αρχή της πρώτης προεδρίας του, στόχευαν στη δημιουργία μιας κάθετης δομής εξουσίας. Στις 13 Μαΐου 2000, ο Πούτιν εξέδωσε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο χώριζε τα 89 ομοσπονδιακά υποκείμενα της Ρωσίας σε επτά διοικητικά ομοσπονδιακά διαμερίσματα, διορίζοντας έναν προεδρικό απεσταλμένο υπεύθυνο για καθεμία από αυτές τις περιφέρειες, τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της ρωσικής κυβέρνησης.[1]
Σύμφωνα με τον Στίβεν Ουάιτ, η Ρωσία του Πούτιν κατέστησε σαφές ότι δεν είχε πρόθεση να δημιουργήσει «δεύτερη έκδοση» του αμερικανικού ή βρετανικού πολιτικού συστήματος, αλλά ένα σύστημα που θα ανταποκρινόταν όσο το δυνατόν περισσότερο στις παραδόσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωσικού έθνους.[2] Ορισμένοι σχολιαστές έχουν περιγράψει ότι ο Πούτιν ακολουθεί το μοντέλο της «κυρίαρχης δημοκρατίας».[3][4][5] Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης (όπως ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ), οι ενέργειες και οι πολιτικές της κυβέρνησης πρέπει να απολαμβάνουν την υποστήριξη του λαού της Ρωσίας, να υπαγορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και να μην είναι επηρεασμένες ή υπαγορευμένες από κάποιον ξένο φορέα ή χώρα.[6]
Ο Πούτιν έχει, επίσης, προσπαθήσει να μειώσει την επιρροή των ολιγαρχών και έχει ενισχύσει τον κρατικό τομέα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ρωσικής οικονομίας.[7]
Το σύστημα διακυβέρνησης του Πούτιν χαρακτηρίζεται από τον Σουηδό οικονομολόγο Άντερς Ώσλουντ ως ένα σύστημα χειροκίνητης διαχείρισης: «Αφού ο Πούτιν ανέλαβε εκ νέου την προεδρία το 2012, η διακυβέρνησή του περιγράφεται καλύτερα ως «χειροκίνητη διαχείριση», όπως οι Ρώσοι συνηθίζουν να λένε. Ο Πούτιν έχει δηλαδή ελευθερία κινήσεων για να κυβερνήσει, συχνά με ανεπαρκή αξιολόγηση των συνεπειών μιας απόφασης. Ο λόγος που ο Πούτιν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομία είναι η άποψη του ότι οι οικονομικές κρίσεις αποσταθεροποιούν πολιτικά μια χώρα, μια άποψη που προέρχεται από το κραχ του 1998. Επομένως, νοιάζεται για την οικονομική σταθερότητα» [8]
Την περίοδο μετά το 2012 έχουν σημειωθεί μαζικές διαμαρτυρίες κατά της νοθείας, της λογοκρισίας και της αυστηροποίησης των νόμων του συνέρχεσθαι. Τον Ιούλιο του 2000, σύμφωνα με ένα νόμο που πρότεινε ο ίδιος και εγκρίθηκε από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ρωσίας, ο Πούτιν απέκτησε το δικαίωμα να απολύσει τους επικεφαλής των 89 ομοσπονδιακών υποκειμένων. Το 2004, η άμεση εκλογή των επικεφαλής των ομοσπονδιακών υποκειμένων καταργήθηκε. Πλέον τους επικεφαλής των ομοσπονδιακών υποκειμένων τους προτείνει ο πρόεδρος και ο διορισμός παραπέμπεται στο τοπικό κοινοβούλιο για να εγκριθεί.[9][10]
Ο Πούτιν θεώρησε αυτή την απόφαση απαραίτητη κίνηση για να σταματήσει τις αποσχιστικές τάσεις που υπήρχαν σε ορισμένες δημοκρατίες, αλλά και για να απαλλαγεί από εκείνους τους κυβερνήτες που είχαν δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα.[11] Αυτή αλλά και άλλες αποφάσεις του Πούτιν έχουν επικριθεί από πολλά ανεξάρτητα ρωσικά μέσα ενημέρωσης και δυτικούς σχολιαστές ως αντιδημοκρατικές.[12][13] Το 2012, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, διάδοχος του Πούτιν, άλλαξε το νόμο και οι επικεφαλείς των ομοσπονδιακών υποκειμένων της Ρωσίας εκλέγονται από τον λαό.[14]
Κατά την πρώτη του θητεία, ο Πούτιν αντιτάχθηκε σε ορισμένους από τους ολιγάρχες που έβγαλε η εποχή Γιέλτσιν, καθώς και στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα την εξορία ή τη φυλάκιση ανθρώπων όπως ο Μπορίς Μπερεζόφσκι, ο Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι και ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ενώ ολιγάρχες όπως οι Ρομάν Αμπράμοβιτς και Αρκάντι Ροτενμπέργκ είναι φίλοι και σύμμαχοι με τον Πούτιν. Ο Αμπράμοβιτς, μάλιστα, ήταν κυβερνήτης της Τσετσενίας για οχτώ χρόνια, επενδύοντας περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ στη περιοχή.[15] Ο Πούτιν πέτυχε να κωδικοποιήσει το δίκαιο της γης και το φορολογικό δίκαιο και δημοσίευσε νέους κώδικες για το εργατικό, διοικητικό, ποινικό, εμπορικό και αστικό δικονομικό δίκαιο.[16] Υπό την προεδρία του Μεντβέντεφ, η κυβέρνηση του Πούτιν εφάρμοσε ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της κρατικής ασφάλειας, ψηφίζοντας νόμους για τη μεταρρύθμιση της ρωσικής αστυνομίας και του στρατού.[17]