Εμπρηστική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος εμπρηστική γλώσσα, αναφέρεται σε αντιδικία μεταξύ χρηστών του διαδικτύου, όπου κυριαρχεί ο επιθετικός τόνος, η διάθεση για διένεξη και συχνά οι εμπλεκόμενοι προβαίνουν σε προσβολές και ύβρεις. Η χρήση εμπρηστικής γλώσσας μπορεί να γίνεται μεταξύ δύο ατόμων, ή μεταξύ κοινοτήτων, ή μεταξύ κοινότητας και ενός μεμονωμένου ατόμου. Απαντάται συνήθως σε διαδικτυακές αγορές (fora) του Παγκόσμιου Ιστού, στο Internet Relay Chat (IRC), στο Usenet, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σε εξυπηρετητές παιχνιδιών και στα νήματα σχολιασμού παρόχων βίντεο όπως το YouTube.
Είναι ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο συζητήσεων που αφορούν ευαίσθητα ζητήματα όπως η πολιτική, η θρησκεία ή η φιλοσοφία αλλά και θεμάτων που πολώνουν και διχάζουν την κοινωνία, με το έναυσμα να είναι αμελητέες διαφορές θέσεων. Πλέον, ως κοινωνικό φαινόμενο έχει διαχυθεί και εκτός του Κυβερνοχώρου, με τη χρήση της εμπρηστικής γλώσσας να παρατηρείται σε δημόσιους χώρους, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και σε Κοινοβούλια.
Σε αντίθεση με την αυθόρμητη εμπρηστική γλώσσα, την ορμώμενη από συναισθηματική φόρτιση, υφίσταται και η εσκεμμένη εμπρηστική γλώσσα. Κίνητρο του εμπρηστικού ομιλητή (flamer) είναι η πρόκληση αναταραχής. Στη σύγχρονη αργκό του Διαδικτύου, οι όροι τρολ και τρολάρισμα έχουν κυριαρχήσει αναφορικά με αυτά τα άτομα και την συμπεριφορά εσκεμμένης πρόκλησης χρηστών αντίστοιχα.