Εμπλουτισμός των μεταλλευμάτων
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο εμπλουτισμός των μεταλλευμάτων αποτελεί το πρώτο στάδιο της εξαγωγικής μεταλλουργίας, κατά το οποίο ένα εξορυσσόμενο μετάλλευμα διαχωρίζεται, με μεθόδους φυσικές, σε ορυκτά με οικονομικό ενδιαφέρον (συμπύκνωμα) και σε ορυκτά με ελάχιστο ή κανένα οικονομικό ενδιαφέρον (απόρριμμα).
Πριν από τον φυσικό διαχωρισμό των ορυκτών, το υλικό που εξορύσσεται πρέπει να κατατμηθεί και να απελευθερωθούν τα μεταλλοφόρα ορυκτά από το στείρο. Η διεργασία της κατάτμησης συνήθως αποκαλείται μηχανική προπαρασκευή, ενώ η διεργασία του διαχωρισμού των ορυκτών αποτελεί τον καθαυτό εμπλουτισμό[1][2].
Οι διεργασίες της μηχανικής προπαρασκευής περιλαμβάνουν την θραύση, την λειοτρίβηση και την ταξινόμηση κατά μέγεθος. Στην συνέχεια, γίνεται ο εμπλουτισμός με χειροδιαλογή, οπτικό διαχωρισμό, βαρυτομετρικό διαχωρισμό, ηλεκτροστατικό διαχωρισμό, μαγνητικό διαχωρισμό ή και επίπλευση.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν βαρυτομετρικές μεθόδους για τον εμπλουτισμό των μεταλλοφόρων κοιτασμάτων της περιοχής του Λαυρίου, ώστε αυτά να εμπλουτίζονται σε αργυρούχο μόλυβδο, δηλαδή το γαληνίτη (PbS) και τον κερουσίτη (PbCO3)[3].