From Wikipedia, the free encyclopedia
Η διφθερίτιδα είναι οξεία λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Προκαλείται από το βακτήριο Corynebacterium diphtheriae.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Διφθερίτιδα | |
---|---|
Η διφθερίτιδα προκαλεί ένα χαρακτηριστικό πρήξιμο στο λαιμό. | |
Ειδικότητα | λοιμωξιολογία |
Συμπτώματα | Πονόλαιμος, πυρετός, barking cough, αμυγδαλίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια, peripheral neuropathy, pseudomembrane και swelling |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | A36 |
ICD-9 | 032 |
DiseasesDB | 3122 |
MedlinePlus | 001608 |
eMedicine | emerg/138 med/459 oph/674 ped/596 |
MeSH | D004165 |
Μεταδίδεται με τα σταγονίδια της αναπνοής από ασθενείς, από φορείς και σπανιότερα με μολυσμένα τρόφιμα ή αντικείμενα. Η λοιμογόνος δύναμή του εξαρτάται από την επιμόλυνσή του από λυσιγόνο βακτηριοφάγο που περιέχει γονίδιο υπεύθυνο για παραγωγή της τοξίνης[1][2].
Η νόσος που προκαλεί χαρακτηρίζεται από πονόλαιμο, χαμηλό πυρετό, και μια προσκολλημένη μεμβράνη (μια ψευδομεμβράνη) στις αμυγδαλές, στο φάρυγγα και / ή στη ρινική κοιλότητα[3]. Μια ηπιότερη μορφή της διφθερίτιδας μπορεί να περιορίζεται στο δέρμα. Οι λιγότερο κοινές συνέπειες περιλαμβάνουν μυοκαρδίτιδα (περίπου 20% των περιπτώσεων)[4] και περιφερική νευροπάθεια (περίπου 10% των περιπτώσεων).[5].
Η διφθερίτιδα είναι μια μεταδοτική ασθένεια που μεταδίδεται από την άμεση φυσική επαφή ή με τα εκκρίματα του ρινοφάρυγγα ασθενών και υγιών μικροβιοφορέων.[6]. Ο χρόνος επώασης της νόσου έχει εύρος 2-6 ημέρες και αφορά συνήθως παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης του ενός έτους, ενώ στα μικρότερα και κυρίως τα κάτω των 6 μηνών, τα μητρικά αντισώματα είναι η ασπίδα προστασίας τους.[7]
Στο αρχικό της στάδιο η διφθερίτιδα μοιάζει με τις λοιμώξεις του ρινοφάρυγγα, αλλά σύντομα μία λευκή μεμβράνη καλύπτει την επιφάνεια του λάρυγγα, του φάρυγγα και του εσωτερικού της μύτης, βοηθώντας τον ειδικό να φθάσει στη σωστή διάγνωση. Το βακτηρίδιο της διφθερίτιδας προκαλεί την παραγωγή μίας τοξίνης, η οποία επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί παραλύσεις σε διάφορα όργανα του σώματος. Ωστόσο, είναι ασθένεια που θεραπεύεται μετά από 3 εβδομάδες περίπου, χωρίς να αφήνει κανένα πρόβλημα.
Μέχρι το 2019, το τελευταίο κρούσμα διφθερίτιδας στην Ελλάδα είχε καταγραφεί το 1970. Τον Νοέμβριο του 2019 καταγράφηκε ο θάνατος ενός παιδιού οκτώ ετών, που φέρεται να είχε εμβολιαστεί πλήρως.[8]
Ο εμβολιασμός κατά της διφθερίτιδας γίνεται με το τριπλό εμβόλιο DTaP ή DTP (τέτανος-διφθερίτιδα-κοκκύτης) και το διπλό εμβόλιο Td (τέτανος-διφθερίτιδα). Το DTaP εμβόλιο γίνεται σε εφήβους για ανοσοποίηση έναντι της ασθένειας που προκαλεί το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας (αλλά και έναντι του τέτανου και του κοκκύτη). Απαιτούνται επαναληπτικές δόσεις ανά 10 χρόνια προκειμένου να διατηρείται καλό επίπεδο ανοσίας. Για τις επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου χρησιμοποιείται το Td. Κατά συνέπεια:
To Tdap εμβόλιο μπορεί να γίνει και κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης. Επίσης, μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ήπιας λοίμωξης ή χαμηλού πυρετού, αλλά θα πρέπει να αναβληθεί για αργότερα σε άτομα με μέτρια ή σοβαρή λοίμωξη κατά την ημέρα του προγραμματισμένου εμβολιασμού.[9]
Η κλινική εξέταση και η καλή λήψη του ιστορικού είναι σημαντική για τη διάγνωση της νόσου. Μικροβιολογικές εξετάσεις και καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος θα καθορίσουν την τελική διάγνωση. Κάτω από το μικροσκόπιο, με χρώση Gram, τα κορυνοβακτηρίδια της διφθερίτιδας έχουν σχήμα ράβδου, και ομαδοποιημένα μοιάζουν με κινεζικούς χαρακτήρες.[10] Για την ταυτοποίηση του κορυνοβακτηριδίου της διφθερίτιδας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα ακόλουθα καλλιεργητικά μέσα: Loeffler Serum Medium, Mueller-Hinton, Hoyle και Tinsdale οι οποίες περιγράφονται παρακάτω:
Η πρωταρχική αξία του βρίσκεται στην ανάπτυξη και στον μορφολογικό χαρακτηρισμό των κορυνοβακτηριδίων. Η σύνθεση αυτή ενισχύει το σχηματισμό των μεταχρωματικών κοκκίων εντός των κυττάρων των οργανισμών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό των πρωτεολυτικών δραστηριοτήτων των μικροοργανισμών. Επιπλέον, η γκρι-λευκή επιφάνεια του παρέχει ένα εξαιρετικό υπόβαθρο για την ανίχνευση και παρατήρηση της αποικιακής μελάγχρωσης.
Συστατικά: Πεπτόνη 2,500 Gms/ L Εκχύλισμα βοείου κρέατος 2,500 Gms/ L Χλωριούχο νάτριο 1,250 Gms/ L Δεξτρόζη 2,500 Gms/ L Τελικό pΗ (στους 25 °C) 7.3 ± 0.2
Είναι ένα μικροβιολογικό μέσο ανάπτυξης που χρησιμοποιείται συνήθως για αντιβιοτική δοκιμή ευαισθησίας.
Συστατικά:
Είναι ένα επιλεκτικό μέσο που χρησιμοποιεί το tellurite (χημικό στοιχείο)
Συστατικά:
Χρησιμοποιείται για την πρωτογενή απομόνωση και ταυτοποίηση του Κορυνοβακτηριδίου. Κάνει διαφοροποίηση μεταξύ του Κορυνοβακτηριδίου και των διφθεροειδών που βρίσκονται στην ανώτερη αναπνευστική οδό και ενίοτε στο δέρμα. Η διαφοροποίηση αυτή βασίζεται στην ικανότητα του Κορυνοβακτηριδίου να παράγει γκριζωπές-μαύρες αποικίες, που περιβάλλονται από ένα καφέ/μαύρο αλογόνο. Τα διφθεροειδή δεν έχουν αυτή την ικανότητα. Συστατικά:
Ο σημερινός ορισμός της διφθερίτιδας όπως έχει διατυπωθεί από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) βασίζεται σε εργαστηριακά και κλινικά κριτήρια:
Απομόνωση του κορυνοβακτηριδίου της διφθερίτιδας μετά από χρώση Gram ή καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος ή ιστοπαθολογική διάγνωση διφθερίτιδας μετά από μία χρώση που ονομάζεται «χρώση Albert» ή με την «ανοσοχρωματική μέθοδο (ICS)» ή με την τεχνική ανοσοδιάχυσης «ELEK test».
Ανάλογα με τις κλινικές δυνατότητες του ενίοτε φορέα ελέγχου, και των συνεργαζόμενων ιδρυμάτων, παρέχονται διάφοροι βαθμοί ανίχνευσης της νόσου.
Τα πλεονεκτήματα αυτής της χρώσης είναι ότι οι μεταχρωματικοί κόκκοι του βακτηρίου χρωματίζονται μαύροι και εμφανίζουν μια αξιοσημείωτη αντίθεση με το σώμα του οργανισμού και άλλους οργανισμούς που υπάρχουν, διευκολύνοντας την ανίχνευση του βακίλου της διφθερίτιδας, όταν μόνο λίγοι είναι παρόντες στο επίχρισμα.[12]
Είναι μια εξέταση ανοσοχρωματικής ταινίας που ανιχνεύει τη τοξίνη της διφθερίτιδας χρησιμοποιώντας ένα ιπποειδές πολυκλωνικό αντίσωμα ως το αντίσωμα σύλληψης και κολλοειδή χρυσά-επισημασμένα μονοκλωνικά αντισώματα ειδικά για το θραύσμα Α του μορίου της τοξίνης της διφθερίτιδας ως το αντίσωμα ανίχνευσης.
Χρησιμοποιείται για τη διάκριση των κορυνοβακτηριδίων από τους οργανισμούς της κανονικής χλωρίδας που ονομάζονται επίσης διφθεροειδή. Επίσης, πρέπει να πραγματοποιείται σε τοξινογενή στελέχη για τον έλεγχο της παραγωγής DT( Diptherian Toxin).[13]
Χρησιμοποιείται στη μικροβιολογία για το διαχωρισμό των επιμέρους ειδών των βακτηρίων σε δύο κατηγορίες (θετικά αυτά που διατηρούν ο χρώμα και αρνητικά αυτά που δεν το διατηρούν). Ο βάκιλος της διφθερίτιδας είναι Gram-θετικός που σημαίνει ότι κρατά το χρώμα της χρωστικής μετά το ξέπλυμα του με αλκοόλη.
Νόσος της ανώτερης αναπνευστικής οδού με πονόλαιμο
Η ασθένεια μπορεί να παραμείνει διαχωρίσιμη, αλλά σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, οι λεμφαδένες στο λαιμό μπορεί να πρηστούν, και να δυσκολέψουν την αναπνοή και κατάποση. Οι άνθρωποι σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να αναζητήσουν άμεση ιατρική περίθαλψη, αφού η απόφραξη στο λαιμό μπορεί να απαιτήσει διασωλήνωση ή ακόμη και τραχειοτομή. Επίσης μπορεί να εμφανιστεί ανώμαλος καρδιακός ρυθμός νωρίς στην πορεία της ασθένειας ή εβδομάδες αργότερα, και μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Η διφθερίτιδα μπορεί επίσης να προκαλέσει παράλυση στο μάτι, το λαιμό, το λάρυγγα ή στους μυς του αναπνευστικού συστήματος. Οι ασθενείς σοβαρών περιπτώσεων πρέπει να μπουν σε νοσοκομειακή μονάδα εντατικής θεραπείας και να τους δοθεί αντιτοξίνη διφθερίτιδας. Δεδομένου ότι η αντιτοξίνη δεν εξουδετερώνει τη τοξίνη που είναι ήδη δεσμευμένη σε ιστούς, η καθυστέρηση της χορήγησης της συνδέεται με μια αύξηση του κινδύνου θνησιμότητας. Επομένως, η απόφαση να χορηγηθεί αντιτοξίνη διφθερίτιδας βασίζεται στην κλινική διάγνωση, και δεν πρέπει να περιμένει την επιβεβαίωση του εργαστηρίου.
Τα αντιβιοτικά δεν έχουν αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την επούλωση των τοπικών λοιμώξεων σε ασθενείς διφθερίτιδας που ακολουθούν θεραπεία με αντιτοξίνη. Τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται σε ασθενείς ή φορείς για την εξάλειψη της διφθερίτιδας και την πρόληψη της μετάδοσης της σε άλλους. Το CDC συνιστά είτε:[14]
Οι ασθενείς που έχουν αλλεργία στην πενικιλίνη G ή ερυθρομυκίνη μπορούν να χρησιμοποιήσουν ριφαμπικίνη ή κλινδαμυκίνη.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η τοξίνη της διφθερίτιδας πέρα από τη λοίμωξη του λαιμού που προκαλεί, εξαπλώνεται μέσω του αίματος και μπορεί να οδηγήσει σε δυνητικά απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές που επηρεάζουν άλλα όργανα, όπως η καρδιά και τα νεφρά. Η τοξίνη μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην καρδιά, επηρεάζοντας την ικανότητά της να αντλεί αίμα ή την ικανότητα των νεφρών να αποβάλλουν τις περιττές και επικίνδυνες ουσίες από το αίμα. Μπορεί επίσης να προκαλέσει βλάβη των νεύρων, οδηγώντας τελικά στην παράλυση. Περίπου το 40% έως 50% των ατόμων που μένουν χωρίς θεραπεία μπορεί να πεθάνουν.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.