Δικαστής
λειτουργός ο οποίος ασκεί τη δικαστική εξουσία / From Wikipedia, the free encyclopedia
Δικαστής είναι ο λειτουργός, ο οποίος ασκεί τη δικαστική εξουσία, είτε μόνος του είτε ως μέρος μιας πολυμελούς συνθέσεως. Οι εξουσίες, τα καθήκοντα, ο τρόπος διορισμού, η πειθαρχία και η κατάρτιση των δικαστών ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών. Ο δικαστής οφείλει να διεξάγει τη δίκη αμερόληπτα και, συνήθως, σε ανοιχτό δικαστήριο. Ο δικαστής ακούει όλους τους μάρτυρες και οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται από τους δικηγόρους της υπόθεσης, αξιολογεί την αξιοπιστία και τα επιχειρήματα των διαδίκων και στη συνέχεια εκδίδει απόφαση επί του θέματος βάσει της ερμηνείας του νόμου και την προσωπική τους κρίση. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, η εξουσία του δικαστή μπορεί να μοιράζεται με μια κριτική επιτροπή.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |