κατάσταση στην οποία δύο διάλεκτοι ή γλώσσες χρησιμοποιούνται από μία κοινότητα From Wikipedia, the free encyclopedia
Είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο του όρου διγλωσσία λόγω ζητημάτων στην ορολογία. Ενώ ο όρος διγλωσσία χρησιμοποιείται στα ελληνικά για την "γνώση δύο γλωσσών", διεθνώς χρησιμοποιείται για αυτή τη σημασία συνήθως ο όρος bilingualism.[1][2] Ακόμη διεθνώς ο όρος diglossia σημαίνει συνήθως τη χρήση δύο μορφών της ίδιας γλώσσας. Στα ελληνικά, λόγω της δέσμευσης του όρου διγλωσσία για τη σημασία "χρήση δύο γλωσσών", προς αποφυγή εννοιολογικής σύγχυσης απαντώνται για τη δήλωση της δεύτερης σημασίας πολλοί εναλλακτικοί τύποι όπως κοινωνική διγλωσσία, διμορφία, διπλοτυπία κ.ά. (Καρυολαίμου, 2013. Πετρούνιας, 2013 στο Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Κανάκης, 2012 στο Λεξικό Γλωσσολογικών Όρων).[2][3][4]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στη γλωσσολογία, διγλωσσία [diglossia] είναι μια κατάσταση όπου, σε μια δεδομένη κοινωνία, υπάρχουν δύο (συχνά) στενά συνδεδεμένες γλώσσες, μια υψηλού γοήτρου, που χρησιμοποιείται γενικά από την κυβέρνηση, τους επίσημους εκπροσώπους καθώς και διάφορα μέσα, και μια χαμηλού γοήτρου, η οποία είναι -μερικές φορές προφορική-ιδιωματική γλώσσα. Η γλώσσα υψηλού γοήτρου τείνει να είναι τυποποιημένη, ενώ η χαμηλού γοήτρου απλή και πιο ασαφής όσον αφορά τη δομή και το συντακτικό καθώς και πιο ανοικτή στο λεξιλόγιο. Ο γλωσσολόγος Charles Ferguson το 1959 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο "διγλωσσία" (diglossia) που στα ελληνικά σημαίνει "γνώση δύο γλωσσών"[5][6][7][8]
Ο Ferguson (1959) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο διγλωσσία ("diglossia") για να δηλώσει τη χρήση δύο διαφορετικών μορφών της ίδιας γλώσσας από τους ομιλητές ανάλογα με τις περιστάσεις (π.χ. στα ελληνικά ως διγλωσσία θεωρείται η χρήση στο παρελθόν της καθαρεύουσας—της λεγόμενης "υψηλής" γλώσσας—στον γραπτό λόγο και της δημοτικής -- "χαμηλή" γλώσσα—στον προφορικό λόγο).[6][9]
Συμπερασματικά ο όρος "διγλωσσία" στην γλωσσολογία σημαίνει: 1) την γνώση και την ικανότητα χρήσης δύο διαφορετικών γλωσσών από τους ομιλητές της ίδιας κοινότητας (π.χ. στην Νέα Υόρκη στην Ισπανική κοινότητα πολλοί ομιλητές μιλούν συγχρόνως ισπανικά και αγγλικά και επιλέγουν ανάλογα με την περίσταση και τις ανάγκες της συγκεκριμένης στιγμής ποια γλώσσα θα χρησιμοποιήσουν) 2) χρήση από τους ομιλητές της ίδιας γλώσσας δύο ξεχωριστών μορφών της συγκεκριμένης γλώσσας ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες (μία "επίσημη" γλώσσα που ομιλείται από τους πιο μορφωμένους και θεωρείται γλώσσα υψηλού κύρους και μία πιο "συνηθισμένη" γλώσσα που ομιλείται από τους περισσότερους και θεωρείται γλώσσα χαμηλού κύρους, "ταπεινή" γλώσσα).[6][10][11][12]
Στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε διγλωσσία που είναι γνωστή ως γλωσσικό ζήτημα [χρήση καθαρεύουσας στον γραπτό λόγο - δημοτικής στον προφορικό] Η ελληνική περίπτωση διγλωσσίας - γλωσσικό ζήτημα στην διεθνή βιβλιογραφία αποδίδεται ως "diglossia".
Με τη στενή έννοια του όρου, η διγλωσσία [diglossia] έχει τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά:
1.Υπάρχουν δύο ποικιλίες της δεδομένης γλώσσας όπως προαναφέρθηκε, μια που θεωρείται υψηλού γοήτρου (high variety) και μια που θεωρείται χαμηλού γοήτρου (low variety)
2.Καθένα από τα παραπάνω είδη/μορφές γλώσσας, χρησιμοποιείται για διαφορετικές λειτουργίες, όμως τα δύο αυτά είδη αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους.
3.Η γλώσσα υψηλού γοήτρου δεν χρησιμοποιείται συνήθως στην καθημερινότητά μας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και σε επίσημες περιστάσεις.[13]
Η διγλωσσία ως χαρακτηριστικό, αναφέρεται περισσότερο σε κοινωνίες και κοινότητες, παρά στους ίδιους τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος μπορεί βεβαίως να χαρακτηριστεί ως δίγλωσσος, όμως δίγλωσσες είναι κατά κύριο λόγο οι κοινωνίες και οι κοινότητες [14]. Στην Ελλάδα η πιο γνωστή δίγλωσση κοινότητα είναι αυτή των Μουσουλμάνων της Θράκης, όπου οι Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος χρησιμοποιούν στην πλειονότητά τους και την Ελληνική γλώσσα.
Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί σχετικά με τον όρο διγλωσσία. Ο Βάινραϊχ για παράδειγμα θεωρεί τη διγλωσσία «πρακτική της εναλλακτικής χρήσης δύο γλωσσών». Βέβαια τη δεκαετία του 1960, ο Mackey διατύπωσε τη γνώμη ότι η διγλωσσία τελικά είναι ο κανόνας της γλώσσας, ενώ η μονογλωσσία η εξαίρεση αυτού[12][15]. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με την επικράτηση της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας συνεννόησης, η άποψη του Mackey φαίνεται να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Η διγλωσσία με τη σημασία της γνώσης δύο διαφορετικών φυσικών γλωσσών μπορεί να αποδοθεί με τον όρο "bilingualism". Οι κοινωνιογλωσσόλογοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον όρο διγλωσσία [diglossia] με τη σημασία της γνώσης δύο γλωσσών [bilingualism]. Ωστόσο ο όρος διγλωσσία [diglossia] δηλώνει συνήθως μία κατάσταση στην οποία δύο μορφές/ποικιλίες της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται από τα μέλη της κοινότητας/κοινωνίας σε διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. καθαρεύουσα - δημοτική στο παρελθόν για τα ελληνικά) [6][11][16].
Διάφοροι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο στο οποίο θα κατακτήσει ο δίγλωσσος τη δεύτερη του γλώσσα. Αυτοί είναι[17][18]:
Ένα γλωσσικό- κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο απομονώνει τους "ξενόγλωσσους" και αποθαρρύνει τη χρήση μιας άλλης γλώσσας—συνήθως της μητρικής—πέρα της επικρατούσας, μπορεί να προκαλέσει στον δίγλωσσο ομιλητή ντροπή για την άλλη του γλώσσα—συνήθως τη μητρική-- (και τα στοιχεία που τον συνδέουν με τον πολιτισμό της), και να τον οδηγήσει στην σταδιακή παύση της χρήσης της γεγονός που επιδρά αρνητικά και στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, εφόσον σύμφωνα με την θεωρία αλληλεξάρτησης των γλωσσών του Cummins οι γλώσσες αλληλοεπηρεάζονται και η μητρική ή πρώτη γλώσσα (Γ1) μπορεί να βοηθήσει στην εκμάθηση μίας δεύτερης γλώσσας (Γ2)[19]
Επίσης ένα γλωσσικό κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ενσωματώνει τους "ξενόγλωσσους" ομιλητές στους κόλπους της και ενθαρρύνει τη χρήση μιας άλλης γλώσσας πέρα της επικρατούσας, προσφέροντας θέσεις εργασίας, με την στάση των ανθρώπων να παραμένει φιλική απέναντι στους δίγλωσσους, μπορεί να κάνει τον δίγλωσσο ομιλητή να νιώσει περήφανος για τη γλώσσα του και να βοηθήσει στην ανάπτυξή της. Αυτό δημιουργεί μία θετική στάση απέναντι στην δεύτερη γλώσσα και τους ομιλητές της επιταχύνοντας την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας.[20]
Κρίνεται σκόπιμο σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι σύμφωνα με νέοτερες έρευνες το δίγλωσσο παιδί ωφελείται πολλαπλώς μέσα από την επαφή του με δύο γλώσσες. Πιο συγκεκριμένα:
Βέβαια, σημαντικοί για την ανάπτυξη της διγλωσσίας είναι και άλλοι παράγοντες, όπως η ύπαρξη σχολείων που διδάσκουν τη δεύτερη γλώσσα, οι σχέσεις του κράτους που διαμένουν οι δίγλωσσοι και του κράτους στο οποίο ανήκει η γλώσσα που μιλάνε, η πολιτική ελευθερία, η δυνατότητα σε πρόσβαση υλικού της ξένης γλώσσας κτλ.
Από τα διάφορα είδη διγλωσσίας ξεχωρίζουν τα εξής τρία[22] :
Ακόμα, υπάρχει η διαφορά μεταξύ χρηστικής και λειτουργικής διγλωσσίας. Δηλαδή κατά πόσο ένα άτομο χρησιμοποιεί μια γλώσσα ανάλογα με τις συνθήκες. Οι δίγλωσσοι δύναται να δέχονται κοινωνικές πιέσεις από τον περίγυρο και την επικρατούσα γλωσσική ομάδα, με αποτέλεσμα να επιλέγουν τη χρήση της επικρατούσας γλώσσας στους δημόσιους χώρους, ενώ στο περιβάλλον του σπιτιού τους να επιλέγουν την πρώτη τους γλώσσα, τη γλώσσα δηλαδή που είναι διαφορετική της επικρατούσας.[23]
Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία (99%) είναι σε θέση να μιλήσει την Ελληνική, πράγμα που την κατατάσσει σε υψηλές θέσεις στη λίστα των Ευρωπαϊκών χωρών[24].
Η λέξη διγλωσσία έχει και ένα ακόμα νόημα: την πρακτική του να παρουσιάζει κάποιος μία θέση την μία φορά και διαφορετική την άλλη. Μιλάμε, για παράδειγμα, για "Διγλωσσία στην Κυβέρνηση" υπονοώντας είτε την έλλειψη συντονισμού (ακούσια διγλωσσία) είτε την σκόπιμη προσπάθεια παραπλάνησης.
Η δίγλωσση εκπαίδευση ορίζεται με βάση το μέσο με το οποίο επιτυγχάνονται οι εκπαιδευτικοί στόχοι που κάθε φορά τίθενται. Άλλες φορές όμως ορίζεται σε σχέση με τους στόχους και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που σχεδιάζονται για να καλλιεργήσουν της διγλωσσικές δεξιότητες των μαθητών.[25]
Ο Baker υποστηρίζει ότι η δίγλωσση εκπαίδευση μπορεί να στοχεύει [26]:
Κατά αυτόν τον τρόπο προκύπτουν δύο κύριες κατηγορίες δίγλωσσων προγραμμάτων: α) τα αφομοιωτικά, που στοχεύουν στην αφαιρετική διγλωσσία και την κυριαρχία της πλειονοτικής γλώσσας, και β) τα πολυπολιτισμικά, που αποβλέπουν στην αθροιστική διγλωσσία, δηλαδή τη διατήρηση και των δύο γλωσσών, άρα και των πολιτισμών. Η αφαιρετική διγλωσσία επιφέρει αρνητικές συνέπειες στο άτομο ενώ η αθροιστική προσφέρει γνωστικά οφέλη.
Ανάλογα με το αν προωθούν τη διγλωσσία ή όχι, τα δίγλωσσα προγράμματα κατηγοριοποιούνται σε «ασθενείς μορφές δίγλωσσης εκπαίδευσης» και «ισχυρές μορφές δίγλωσσης εκπαίδευσης» και με βάση αυτόν τον διαχωρισμό μπορούμε να συναντήσουμε την παρακάτω κατάταξη δέκα τύπων προγραμμάτων δίγλωσσης εκπαίδευσης [26]:
1. Εμβύθισης (Δομημένη εμβάπτιση).
2. Εμβύθισης (με μεταβατικές- αντισταθμιστικές τάξεις).
3. Απομονωτικό.
4. Μεταβατικό.
5. Κύριας εκπαίδευσης με διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας.
6. Διαχωριστικής εκπαίδευσης.
7. Δίγλωσσης εκπαίδευσης εμβάπτισης.
8. Εξελικτικής δίγλωσσης εκπαίδευσης γλωσσικής διατήρησης της κληρονομιάς.
9. Αμφίδρομης δίγλωσσης εκπαίδευσης.
10. Δίγλωσσης εκπαίδευσης σε κυρίαρχες γλώσσες.
Οι πέντε πρώτοι τύποι κατατάσσονται στις ασθενείς μορφές εκπαίδευσης για τη διγλωσσία, ενώ οι πέντε τελευταίοι στις ισχυρές μορφές εκπαίδευσης για τη διγλωσσία.
Σύμφωνα με τον Reich (1997 στο Κεσίδου, 2014) υπάρχουν διάφορα μοντέλα δίγλωσσης εκπαίδευσης.
2. Προπαρασκευαστικά τμήματα που στοχεύουν στην εισαγωγή στη γλώσσα του σχολείου χρησιμοποιώντας την μητρική γλώσσα ως μεταβατική γλώσσα.
3. Σχολικό σύστημα υπεύθυνο μόνο για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας στερώντας από τον δίγλωσσο μαθητή τη δυνάτοτητα ανάπτυξης των ικανοτήτων του και στην μητρική του γλώσσα(ιστορικά παλαιότερος τύπος δίγλωσσης εκπαίδευσης).
4. Ειδικές τάξεις ή και ολόκληρα σχολεία στα οποία διδάσκονται και οι δύο γλώσσες—μητρική και δεύτερη—εξίσου.[27]
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στη δίγλωσση εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Χρειάζεται να καλλιεργεί κλίμα αλληλοσεβασμού, συνεργασίας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης μεταξύ των μαθητών και μεταξύ εκπαιδευτικού-μαθητών αποβλέποντας στη διαμόρφωση του κατάλληλου παιδαγωγικού κλίματος για την επίτευξη των βέλτιστων μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η αποδοχή της ταυτότητας των δίγλωσσων μαθητών συμβάλλει στην γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ενδυνάμωσή τους.[28]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.