From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι,[note 1] ή ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός,[note 2] επισήμως ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός και Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας,[note 3] ήταν η οδηγούμενη από τους κομμουνιστές αντίσταση στις δυνάμεις του Άξονα (κυρίως στη Γερμανία) στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός και Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας | |
---|---|
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία | |
Σημαία των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων | |
Ίδρυση | 1941–1945 |
Ιδεολογία | Κομμουνισμός[1][2][3][4][5] Μαρξισμός-Λενινισμός Γιουγκοσλαβισμός Εθνική απελευθέρωση Αντιφασισμός Σοσιαλιστικός πατριωτισμός Αριστερός εθνικισμός Ρεπουμπλικανισμός Μειονοτικά δικαιώματα |
Πίστη | Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας |
Ηγέτες | Γιόσιπ Μπροζ Τίτο |
Αρχηγείο | κινητό, συνδεδεμένο στην Κύρια Επιχειρησιακή Ομάδα |
Περιοχή | Κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία |
Δύναμη | 80,000–800,000 (βλέπε παρακάτω) |
Εξελίχθηκε σε | Γιουγκοσλαβικός λαϊκός στρατός |
Σύμμαχοι |
|
Αντίπαλοι |
|
Συμπλοκές | Μάζη του Νερέτβα, Μάχη του Σουγιετσκα, Επιδρομή στο Ντρβαρ, Επίθεση στο Βελιγράδι, Μέτωπο της Συρμίας, Μάχη του Ριγιεκα (πιο σημαντικές) |
Θεωρείται το πιο αποτελεσματικό αντιστασιακό κίνημα κατά του Άξονα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συχνά σε σύγκριση με την πολωνική αντίσταση, αν και η τελευταία ήταν ένα κυρίως μη κομμουνιστικό αυτόνομο κίνημα.[6] Η Γιουγκοσλαβική Αντίσταση ήταν υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο διοικητής του ήταν ο στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο.
Ένας από τους δύο στόχους του κινήματος, που ήταν ο στρατιωτικός βραχίονας του συνασπισμού του Ενωμένου Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΕΑΜ), υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) και εκπροσωπούμενου από το Αντιφασιστικό Συμβούλιο για την Εθνική Απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας (ΑΣΕΑΓ), το γιουγκοσλαβικό εμπόλεμο συμβούλιο, ήταν να καταπολεμήσει τις κατοχικές δυνάμεις. Μέχρις ότου οι βρετανικές προμήθειες άρχισαν να φθάνουν σε αξιόλογες ποσότητες το 1944, οι κατακτητές ήταν η μόνη πηγή όπλων.[7] Ο άλλος στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα ομοσπονδιακό πολυεθνικό κομμουνιστικό κράτος στη Γιουγκοσλαβία.[8] Για τον σκοπό αυτό, το ΚΚΓ προσπάθησε να απευθύνει έκκληση προς όλες τις διάφορες εθνικές ομάδες στη Γιουγκοσλαβία, διατηρώντας τα δικαιώματα κάθε ομάδας.
Οι στόχοι του αντιπολιτευτικού αντιστασιακού κινήματος που εμφανίστηκε μερικές εβδομάδες νωρίτερα, των Τσέτνικ, ήταν η διατήρηση της γιουγκοσλαβικής μοναρχίας, η οποία εξασφάλιζε την ασφάλεια των σερβικών πληθυσμών[9][10] και τη δημιουργία μιας Μεγάλης Σερβίας[11] μέσω της εθνοκάθαρσης μη Σέρβων από εδάφη που θεωρούσαν δικαίως και ιστορικώς Σερβικά.[12][13][14][15] Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κινημάτων ήταν από την αρχή ασταθείς, αλλά από τον Οκτώβριο του 1941 εκφυλίστηκαν σε πλήρη σύγκρουση. Για τους Τσέτνικ, οι πανεθνικές πολιτικές του Τίτο έμοιαζαν αντισερβικές, ενώ ο μοναρχισμός των Τσέτνικ ήταν ανάθεμα για τους κομμουνιστές.[16] Στις αρχές του πολέμου οι δυνάμεις των Παρτιζάνων αποτελούνταν κυρίως από Σέρβους. Την εποχή εκείνη, έπρεπε να αλλάζουν τα ονόματα μουσουλμάνων και Κροατών διοικητών των Παρτιζάνικων δυνάμεων για να προστατευτούν από τους κυρίως Σέρβους συναδέλφους τους.
Μέχρι τα τέλη του 1944, οι συνολικές δυνάμεις των Παρτιζάνων αριθμούσαν 650.000 άνδρες και γυναίκες που οργανώνονταν σε τέσσερις στρατούς και 52 μεραρχίες, τα οποία πολεμούσαν σε συμβατικό πόλεμο. Μέχρι τον Απρίλιο του 1945, οι Παρτιζάνοι αριθμούσαν πάνω από 800.000.
Το κίνημα χαρακτηριζόταν σταθερά ως «Παρτιζάνοι» καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, λόγω των συχνών αλλαγών στο μέγεθος και τις διαρθρωτικές αναδιοργανώσεις, οι Παρτιζάνοι σε όλη την ιστορία τους κράτησαν τέσσερα πλήρη επίσημα ονόματα:
Το κίνημα ονομάστηκε αρχικά «Εθνικές Απελευθερωτικές Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας» (Narodnooslobodilački partizanski odredi Jugoslavije/Народноослободилачки партизански одреди Југославије (Ναροντνοοσλομποντικατσκι παρτιζανσκι οντρεντι Γιουγκοσλαβιγιε), NOPOJ/НОПОЈ) και κατείχε αυτό το όνομα από τον Ιούνιο του 1941 έως τον Ιανουάριο του 1942. Εξαιτίας αυτού, το σύντομο όνομά τους έγινε απλώς «Παρτιζάνοι» (με κεφαλαίο «Π») έτσι έμεινε γνωστή η οργάνωση (το επίθετο «Γιουγκοσλάβοι» χρησιμοποιείται μερικές φορές αποκλειστικά σε μη γιουγκοσλαβικές πηγές για να το διακρίνει από άλλα παρτιζανικά κινήματα).
Από τον Ιανουάριο του 1942 έως τον Νοέμβριο του 1942, το πλήρες επίσημο όνομα του κινήματος ήταν για ένα σύντομο διάστημα «Εθνικός Απελευθερωτικός Παρτιζάνικος και Εθελοντικός Στρατός της Γιουγκοσλαβίας» (Narodnooslobodilačka partizanska i dobrovoljačka vojska Jugoslavije/Народноослободилачка партизанска и добровољачка војска Југославије (Ναροντνοοσλομποντιλατσκα παρτιζανσκα ι ντοπμτοβολιατσκα βοϊσκα Γιουγκοσλαβιγιε), NOP i DVJ/НОП и ДВЈ). Οι αλλαγές στόχευαν στην αντικατόπτριση του χαρακτήρα του κινήματος ως «εθελοντικού στρατού».
Τον Νοέμβριο του 1942 το κίνημα μετονομάστηκε σε «Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός και Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας» (Narodnooslobodilačka vojska i partizanski odredi Jugoslavije/Народноослободилачке војске и партизански одреди Југославије (Ναροντνοοσλομποντιλατσκα βοϊσκα ι παρτιζανσκι οντρεντι Γιουγκοσλαβιγιε), NOV i POJ/НОВ и ПОЈ), ένα όνομα που κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Αυτό το τελευταίο επίσημο όνομα είναι το πλήρες όνομα που συνδέεται συνήθως με τους Παρτιζάνους και αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι προλεταριακές ταξιαρχίες και άλλες κινητές μονάδες οργανώθηκαν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό (Narodnooslobodilačka vojska/Народноослободилачка војска (Ναροντνοοσλομποντιλατσκα βοϊσκα)). Η αλλαγή της ονομασίας αντικατοπτρίζει επίσης το γεγονός ότι ο τελευταίος ξεπέρασε σε σημαντικότητα τις ίδιες τις παρτιζανικές διμοιρίες.
Λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, τον Μάρτιο του 1945, όλες οι δυνάμεις αντίστασης αναδιοργανώθηκαν στον τακτικό στρατό της Γιουγκοσλαβίας και μετονομάστηκαν «Γιουγκοσλαβικός Στρατός». Θα κρατούσε αυτό το όνομα μέχρι το 1951, όταν μετονομάστηκε «Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός».
Στις 6 Απριλίου 1941, στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας εισέβαλαν από όλες τις πλευρές από οι δυνάμεις του Άξονα, πρωτίστως οι γερμανικές δυνάμεις, αλλά και ιταλικοί, ουγγρικοί και βουλγαρικοί σχηματισμοί. Κατά τη διάρκεια της εισβολής, το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε από την Λουφτβάφε. Η εισβολή διήρκεσε λίγο περισσότερο από δέκα ημέρες, καταλήγοντας με την άνευ όρων παράδοση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού στις 17 Απριλίου. Εκτός από το ότι ήταν απελπιστικά άσχημα εξοπλισμένος σε σύγκριση με την Βέρμαχτ, ο στρατός προσπάθησε να υπερασπιστεί όλα τα σύνορα αλλά κατάφερε μόνο την διάχυση των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων.[17]
Οι όροι της συνθηκολόγησης ήταν εξαιρετικά αυστηροί, καθώς ο άξονας προχώρησε σε διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η Γερμανία κατείχε την βόρεια Σλοβενία, διατηρώντας παράλληλα άμεση κατοχή ενός περιορισμένου σερβικού κράτους και σημαντική επιρροή σε ένα νεοσυσταθέν κράτος-μαριονέτα,[18] το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (ΑΚΚ, κροατικά: NDH), το οποίο εκτείνετο κατά στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Κροατίας και περιείχε όλη την σύγχρονη Βοσνία Ερζεγοβίνη και την περιοχή της Σύρμιας στην σύγχρονη Σερβία. Η Ιταλία του Μουσολίνι κατέλαβε το υπόλοιπο της Σλοβενίας (που προσαρτήθηκε και μετονομάστηκε ως επαρχία Λουμπλιάνα), το Κοσσυφοπέδιο και μεγάλα κομμάτια της παράκτιας περιοχής της Δαλματίας (μαζί με σχεδόν όλα τα νησιά της Αδριατικής). Επίσης, κέρδισε τον έλεγχο του νεοσυσταθέντος μαυροβουνιακού κράτους-μαριονέτας και της δόθηκε η βασιλεία στο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας, μολονότι ασκούσε μικρή πραγματική εξουσία μέσα σε αυτό. Η Ουγγαρία απέστειλε τον Ουγγρικό Τρίτο Στρατό να καταλάβει τμήμα της σερβικής Βοϊβοντίνας, συμπεριλαμβανομένων των Μπαράνια και Μπάτσκα, και προσάρτησε την κροατική περιοχή Μετζιμούριε και τη σλοβενική περιοχή Πρεκμούριε. Εν τω μεταξύ, η Βουλγαρία προσάρτησε σχεδόν ολόκληρη τη Μπανόβινα του Βαρδάρη και μικρές περιοχές της ανατολικής Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου.[19] Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η δημιουργία του ΑΚΚ, της Ανεξάρτητης Πολιτείας του Μαυροβουνίου και της Σερβίας του Νέντιτς και οι προσαρτήσεις της γιουγκοσλαβικής επικράτειας από τις διάφορες χώρες του Άξονα ήταν ασυμβίβαστες με το ισχύον τότε διεθνές δίκαιο.[20]
Οι κατοχικές δυνάμεις επέβαλαν στον τοπικό πληθυσμό τόσο μεγάλα βάρη που οι Παρτιζάνοι όχι μόνο απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη, αλλά για πολλούς ήταν η μόνη επιλογή για επιβίωση. Στις αρχές της κατοχής, οι γερμανικές δυνάμεις κρέμαγαν ή πυροβολούσαν χωρίς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων, έως και 100 κάτοικοι για κάθε έναν Γερμανό στρατιώτη που σκοτωνόταν. Επιπλέον, στη χώρα κατέρρευσε κάθε τάξη, με συνεργατικές με πολιτοφυλακές του Άξονα να περιπλανιούνται στην ύπαιθρο και να τρομοκρατούν τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση της μαριονέτας Ανεξαρτήτου Κράτους της Κροατίας βρέθηκε ανίκανη να ελέγξει την επικράτειά της στα αρχικά στάδια της κατοχής, με αποτέλεσμα την σκληρή καταστολή της αντίστασης από τις πολιτοφυλακές της Ούστασε και τον γερμανικό στρατό.
Εν μέσω του σχετικού χάους που ακολούθησε, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας κινήθηκε για να οργανώσει και να ενώσει αντιφασιστικές ομάδες και πολιτικές δυνάμεις σε μια εθνική εξέγερση. Το κόμμα, με επικεφαλής τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, απαγορεύτηκε μετά τη σημαντική επιτυχία του στις γιουγκοσλαβικές εκλογές μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από τότε λειτουργούσε υπογείως. Ο Τίτο, ωστόσο, δεν μπορούσε να ενεργήσει ανοιχτά χωρίς την υποστήριξη της ΕΣΣΔ, και καθώς το Σύμφωνο Μόλοτωφ - Ρίμπεντροπ ήταν ακόμη σε ισχύ, αναγκάστηκε να περιμένει.
Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941.[21]
Η πρώτη κομμουνιστική στρατιωτική μονάδα, η Ταξιαρχία Σίσακ, ιδρύθηκε στις 22 Ιουνίου 1941, την μέρα που η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό αγνοήθηκε στην επίσημη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία, καθώς δεν σχετίζεται με το παρτιζάνικο κίνημα. Η πρώτη εξέγερση, με επικεφαλής τον Τίτο, συνέβη δύο εβδομάδες αργότερα, στη Σερβία.[22]
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας αποφάσισε επισήμως να ξεκινήσει μια ένοπλη εξέγερση στις 4 Ιουλίου, μια ημερομηνία που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως Ημέρα του Μαχητή - μια αργία στη ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας. Ο Ζικιτσα Γιοβανοβιτς Σπανατς έριξε την πρώτη σφαίρα της εκστρατείας στις 7 Ιουλίου, που αργότερα ορίστηκε Ημέρα της Επανάστασης στην Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Σερβίας (μέρος της ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας).
Στις 10 Αυγούστου στο Στανουλοβιτς, ένα ορεινό χωριό, οι Παρτιζανοί δημιούργησαν το Αρχηγείο Παρτιζάνικων Διμοιρίων Κοπαονικ. Η περιοχή που έλεγχαν, αποτελούμενη από κοντινά χωριά, ονομάστηκε «Δημοκρατία Ανθρακωρύχων» και διήρκεσε 42 ημέρες. Οι αγωνιστές της αντίστασης εντάχθηκαν επίσημα στις τάξεις των Παρτιζάνων αργότερα. Το 1941 οι δυνάμεις των Παρτιζάνων στη Σερβία και το Μαυροβούνιο είχαν περίπου 55.000 μαχητές, αλλά μόνο 4.500 κατάφεραν να διαφύγουν στη Βοσνία. Στις 21 Δεκεμβρίου 1941 σχημάτισαν την 1η Προλεταριακή Επιθετική Ταξιαρχία (1. Προλετερσκα Ουνταρνα Μπριγκαντα) - την πρώτη τακτική στρατιωτική μονάδα Παρτιζάνων, ικανή να λειτουργεί εκτός της τοπικής περιοχής της. Το 1942, οι παρτιζάνικες διμοιρίες συγχωνεύθηκαν επισήμως στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας (ΝΟΠ ι ΝΒΓ), με εκτιμώμενους 236.000 στρατιώτες τον Δεκέμβριο του 1942.[23]
Η έκταση της υποστήριξης για το παρτιζάνικο κίνημα ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή και την εθνικότητα, αντανακλώντας τις υπαρξιακές ανησυχίες του τοπικού πληθυσμού και των αρχών. Η πρώτη εξέγερση των Παρτιζάνων έγινε στην Κροατία στις 22 Ιουνίου 1941, όταν σαράντα Κροάτες κομμουνιστές πραγματοποίησαν μια εξέγερση στο δάσος Μπρεζόβιτσα μεταξύ Σίσακ και Ζάγκρεμπ.[22] Τον Αύγουστο του 1941, στη Δαλματία σχηματίστηκαν 7 παρτιζανικές διμοιρίες με το ρόλο της εξάπλωσης της εξέγερσης. Στις 26 Αυγούστου 1941, 21 μέλη της 1ης Παρτιζανικής Διμοιρίας του Σπλιτ δόθηκαν σε εκτελεστικό απόσπασμα μετά τη σύλληψή τους από τις δυνάμεις της Ιταλίας και των Ουστάσε. Μια εξέγερση εκδηλώθηκε στη Σερβία δύο εβδομάδες αργότερα υπό την ηγεσία του Τίτο (Δημοκρατία του Ούζιτσε), αλλά γρήγορα νικήθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα και στη συνέχεια έπεσε η στήριξη για τους Παρτιζάνους στη Σερβία. Οι αριθμοί παρτιζάνων από τη Σερβία μειώνονταν μέχρι το 1943, όταν το κίνημα των Παρτιζάνων σημείωσε άνοδο εξαπλώνοντας του αγώνα κατά του άξονα.[24] Η αύξηση του αριθμού των Παρτιζάνων στη Σερβία, όπως και σε άλλες δημοκρατίες, ήρθε εν μέρει ως απάντηση στην προσφορά αμνηστίας του Τίτο σε όλους όσους είχαν συνεργαστεί με τους εισβολείς στις 17 Αυγούστου 1944. Στο σημείο αυτό, δεκάδες χιλιάδες Τσέτνικ άλλαξαν στρατόπεδο και εισήλθαν στους Παρτιζάνους. Αμνηστία προσφέρθηκε πάλι μετά τη γερμανική απόσυρση από το Βελιγράδι στις 21 Νοεμβρίου 1944 και στις 15 Ιανουαρίου 1945.[25]
Ήταν διαφορετικά για τους Σέρβους στην κατεχόμεη Κροατία, οι οποίοι στράφηκαν στους πολυεθνικούς Παρτιζάνους ή στους Σέρβους βασιλικούς Τσέτνικ.[26] Ο ιστορικός Tim Judah σημειώνει ότι στο πρώιμο στάδιο του πολέμου η αρχική υπεροχή των Σέρβων εντός των Παρτιζάνων σήμαινε ότι πρακτικά είχε ξεσπάσει σερβικός εμφύλιος.[27] Παρόμοιος εμφύλιος υπήρξε και ανάμεσα στους Κροάτες, με τις ανταγωνιστικές εθνικές αφηγήσεις που παρείχαν οι Ουστάσε και οι Παρτιζάνοι.
Στα μέσα του 1943 η παρτιζανική αντίσταση στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους είχε μεγαλώσει από τις διαστάσεις μια απλής ενόχλησης σε αυτές ενός μείζονος παράγοντα στην γενική κατάσταση. Σε πολλά μέρη της κατεχόμεης Ευρώπης ο εχθρός υπέφερε απώλειες στα χέρια παρτιζάνων που δύσκολα μπορούσε να αντέξει. Πουθενά δεν ήταν αυτές οι απώλειες μεγαλύτερες από ό,τι στην Γιουγκοσλαβία.[28]
— Basil Davidson
Οι Παρτιζάνοι οργάνωσαν έναν ανταρτοπόλεμο που απολάμβανε σταδιακά αυξανόμενα επίπεδα επιτυχίας και υποστήριξης από τον γενικό πληθυσμό, και κατάφερε να ελέγξει μεγάλα κομμάτια της γιουγκοσλαβικής επικράτειας. Αυτά διοικούνταν μέσω των «Λαικών επιτροπών», που οργανώνονταν για να ενεργούν ως πολιτικές κυβερνήσεις σε περιοχές της χώρας που ελέγχονταν από τους κομμουνιστές, δημιουργήθηκαν ακόμη και περιορισμένες βιομηχανίες όπλων. Στην αρχή, οι δυνάμεις των Παρτιζάνων ήταν σχετικά μικρές, με ελλείψεις σε όπλα και χωρίς καμία υποδομή. Είχαν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων στρατιωτικών και παραστρατιωτικών σχηματισμών στην πρώην Γιουγκοσλαβία:
Οι δυνάμεις κατοχής και οι συνεργάτες τους, ωστόσο, είχαν πλήρη επίγνωση της απειλής των Παρτιζάνων και προσπάθησαν να καταστρέψουν την αντίσταση σε επτά εχθρικές επιθέσεις, όπως χαρακτηρίστηκαν από γιουγκοσλάβους ιστοριογράφους. Αυτές είναι:
Αργότερα στη σύγκρουση οι Παρτιζάνοι κατάφεραν να κερδίσουν την ηθική, αλλά και περιορισμένη υλική, στήριξη των δυτικών συμμάχων, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν υποστηρίξει τις δυνάμεις των Τσέτνικ του στρατηγού Ντράζα Μιχαήλοβιτς, αλλά τελικά ήταν πεπεισμένοι για τη συνεργασία των δεύτερων με τον Άξονα μετά από πολλές στρατιωτικές αποστολές προς στις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Για να συλλέξουν πληροφορίες, οι πράκτορες των δυτικών συμμάχων διείσδυσαν τόσο στους Παρτιζάνους όσο και στους Τσέτνικ. Οι πληροφορίες που συγκέντρωσαν οι σύνδεσμοι προς στις ομάδες αντίστασης ήταν κρίσιμες για την επιτυχία των αποστολών προμήθειας και ήταν η πρωταρχική επιρροή στη στρατηγική των συμμάχων στη Γιουγκοσλαβία. Η αναζήτηση πληροφοριών συνέβαλε τελικά στην κατάρρευση των Τσέτνικ και στην έκλειψή τους από τους Παρτιζάνους του Τίτο. Το 1942, αν και οι προμήθειες ήταν περιορισμένες, συμβολική υποστήριξη στάλθηκε εξίσου και στις δύο πλευρές. Το νέο έτος θα έφερνε μια αλλαγή. Οι Γερμανοί εκτελούσαν την Επιχείρηση Schwarz (την Πέμπτη αντιπαριζανική επίθεση), μια από τις επιθέσεις ενάντια στους αντιστασιακούς, όταν οι Βρετανοί έστειλαν τον F.W.D. Deakin για να συγκεντρώσει πληροφορίες.
Οι εκθέσεις του περιείχαν δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Το πρώτο ήταν ότι οι Παρτιζάνοι ήταν θαρραλέοι και επιθετικοί στην καταπολέμηση της γερμανικής 1ης Ορεινής και 104ης Ελαφράς Μεραρχίας, είχαν υποστεί σημαντικά απώλειες και χρειάζονταν υποστήριξη. Η δεύτερη παρατήρηση ήταν ότι ολόκληρη η γερμανική 1η Ορεινή Μεραρχία είχε ταξιδέψει από τη Ρωσία με σιδηρόδρομο μέσω περιοχής ελεγχόμενης από τους Τσέτνικ. Η βρετανική ανάκτηση (ULTRA) των γερμανικών μηνυμάτων επιβεβαίωσε την αδράνεια των Τσέτνικ. Συνολικά, οι κατασκοπικές αναφορές οδήγησαν σε αυξημένο ενδιαφέρον των Συμμάχων στις αεροπορικές επιχειρήσεις της Γιουγκοσλαβίας και σε αλλαγή πολιτικής. Τον Σεπτέμβριο του 1943, κατόπιν αιτήματος του Τσώρτσιλ, ο Ταξιαρχικός Στρατηγός Φιτζροϋ Μακλεαν έφτασε με αλεξίπτωτο στα κεντρικά γραφεία του Τίτο κοντά στο Ντρβαρ για να χρησιμεύσει ως μόνιμος, επίσημος σύνδεσμος προς τους Παρτιζάνους. Ενώ οι Τσέτνικ εξακολουθούσαν να βοηθούνται περιστασιακά, οι Παρτιζάνοι έλαβαν το μεγαλύτερο μέρος κάθε μελλοντικής υποστήριξης.[34]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.