γένος δικοτυλήδονων φυτών της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Το γελσέμι(ο) (λατινική-επιστημονική ονομασία Gelsemium) είναι γένος δικοτυλήδονων φυτών της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια γελσεμιοειδή. Το γένος περιλαμβάνει τρία είδη θάμνων και αναρριχητικών φυτών. Τα δύο από τα είδη είναι ιθαγενή της Β. Αμερικής και το άλλο της Κίνας και της Νοτιοανατολικής Ασίας.[1]
Γελσέμι | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Gelsemium sempervirens σε εικονογράφηση του 1897 | ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Συνώνυμα[1] | ||||||||||||
|
Το είδος G. sempervirens ταξινομήθηκε για πρώτη φορά από τον Κάρολο Λινναίο με την ονομασία Bignonia sempervirens το 1753, ενώ ο Αντουάν-Λωράν ντε Ζυσιέ όρισε ένα νέο γένος για το ειδος αυτό το έτος 1789. Η λέξη Gelsemium είναι μια εκλατινισμένη μορφή της ιταλικής λέξεως για το γιασεμί, gelsomino. Και τα τρία είδη του γένους είναι δηλητηριώδη φυτά.
Είδος | Γεωγραφική κατανομή | Χαρακτηριστικά | Εικόνα |
---|---|---|---|
Gelsemium elegans | Ινδία, Ινδονησία, Λάος, Μαλαισία, βόρεια Μιανμάρ, Ταϊβάν, βόρεια Ταϊλάνδη, Βιετνάμ και επαρχίες της Κίνας (Φουτσιάν, Γκουανγκντόνγκ, Κουανγκσί, Κουεϊτσόου, Χαϊνάν, Χουνάν, Τσιανγκσί, Γιουνάν και Τσετσιάνγκ | Αναρριχητικό φυτό ευρισκόμενο σε δάση με θάμνους και σε θαμνότοπους, σε υψόμετρα από 200 έως 2.000 μέτρα | |
Gelsemium rankinii | Νοτιοανατολικές ΗΠΑ | Αναρριχητικό φυτό | |
Gelsemium sempervirens | Νοτιοανατολικές και νοτιοκεντρικές ΗΠΑ, από τη Βιρτζίνια έως το Τέξας και στα νότια Μεξικό και Κεντρική Αμερική | Καλλιεργείται για τα άνθη του σε κήπους σε όλο τον κόσμο («κίτρινο γιασεμί») |
Οι δραστικές ουσίες του γελσεμιού είναι αλκαλοειδή και βρίσκονται σε συγκέντρωση περίπου 0,5%. Η κυριότερη ουσία είναι η ομώνυμη γελσεμίνη, μια πολύ τοξική ουσία συγγενική με τη στρυχνίνη, με μικρότερες ποσότητες παρόμοιων ενώσεων (όπως η γελσεμικίνη, η γελσεδίνη και άλλες). Διαφορετικές ενώσεις παρούσες επίσης στο φυτό είναι η σκοπολετίνη (γνωστή και ως γελσεμικό οξύ), μικρή ποσότητα ενός πτητικού ελαίου, ένα λιπαρό οξύ και ταννίνες.[2] Εκτός αυτών, έχει αποδειχθεί η παρουσία μεθοξυϊνδολών στο Gelsemium.[3][4]
Από το 1906 ένα φάρμακο ομώνυμο του φυτού «Gelsemium», που παρασκευαζόταν από το ρίζωμα και τα ριζίδια του είδους Gelsemium sempervirens, δινόταν για την αντιμετώπιση νευραλγίας του προσώπου και άλλων μερών του σώματος. Αποδείχθηκε επίσης πολύτιμο σε ορισμένες περιπτώσεις ελονοσίας, ενώ χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως καρδιακό φάρμακο και σπασμολυτικό, αλλά ως προς αυτά ήταν κατώτερο από άλλες φαρμακευτικές ουσίες.[5]
Το δηλητήριο του γελσεμιού επηρεάζει την όραση και την αναπνοή.[6] Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν σχεδόν αμέσως.[7]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.