Ανανεώσιμος πόρος
Ένας ανανεώσιμος πόρος ή ανανεώσιμη πηγή είναι ένας οργανικός φυσικός πόρος που μπορεί να ανανεωθεί εν ευθέτω χρόνω συγκρινόμενος με τη χρ / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένας ανανεώσιμος πόρος ή ανανεώσιμη πηγή (renewable resource) είναι ένας οργανικός φυσικός πόρος που μπορεί να ανανεωθεί εν ευθέτω χρόνω συγκρινόμενος με τη χρήση, είτε μέσω βιολογικής αναπαραγωγής ή με άλλες φυσικά εμφανιζόμενες διεργασίες. Οι ανανεώσιμοι πόροι είναι ένα τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος της γης και τα μεγαλύτερα συστατικά της οικόσφαιρας. Μια θετική εκτίμηση του κύκλου ζωής είναι ένας βασικός δείκτης μιας αειφορίας του πόρου.[1]
Οι ορισμοί των ανανεώσιμων πόρων μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν την αγροτική παραγωγή, όπως στην αειφόρο γεωργία (sustainable agriculture) και σε κάποιον βαθμό τους υδατικούς πόρους.[2] Το 1962 ο Παόυλ Άλφρεντ Βάις (Paul Alfred Weiss) όρισε τους ανανεώσιμους πόρους ως: "Το σύνολο των ζωντανών οργανισμών που παρέχουν στον άνθρωπο τροφή, ίνες, φάρμακα, κλπ...".[3] Ένας άλλος τύπος ανανεώσιμων πόρων είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Συνηθισμένοι πόροι της ανανεώσιμης ενέργειας περιλαμβάνουν την ηλιακή, τη γεωθερμική και την αιολική ενέργεια, που αποτελούν ανανεώσιμους πόρους.