Αναμιξιμότητα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αναμιξιμότητα (αγγλ. Miscibility) είναι τεχνικός όρος της Χημείας και ορίζεται ως η ιδιότητα δύο διαφορετικών χημικών ουσιών να αναμειγνύονται πλήρως μεταξύ τους (ήτοι, είναι εφικτή η πλήρης διάλυση της μιας ουσίας στην άλλη -και το αντίστροφο- σε οποιαδήποτε συγκέντρωση), σχηματίζοντας έτσι ένα ομοιόμορφο, σταθερό και ομοιογενές διάλυμα.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συχνότερα σε υγρά αλλά ισχύει και για στερεά και για αέρια. Για παράδειγμα, το νερό και η αιθανόλη έχουν πλήρη αναμιξιμότητα, διότι αναμειγνύονται μεταξύ τους σε όλες τις αναλογίες.[1]
Αντίθετα, άλλες χημικές ουσίες είναι μη αναμίξιμες (non miscible) εάν υπάρχουν ορισμένες αναλογίες στις οποίες, το εν γένει μείγμα τους δεν σχηματίζει σταθερό διάλυμα. Λόγου χάριν, το λάδι δεν είναι διαλυτό στο νερό, επομένως, αυτές οι δύο ενώσεις είναι μη αναμίξιμες. Επίσης, η βουτανόνη (γνωστή και ως μεθυλαιθυλοκετόνη) είναι εξόχως διαλυτή μέσα σε νερό, ωστόσο, οι δύο ενώσεις (νερό και βουτανόνη) δεν χαρακτηρίζονται ως αναμίξιμες, διότι δεν είναι εφικτό να διαλυθούν σε όλες τις πιθανές αναλογίες.[2] Χαρακτηρίζονται -συνεπώς- ως μερικώς αναμίξιμες ενώσεις.