Αμπικιλλίνη
χημική ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αμπικιλλίνη είναι αντιβιοτικό το οποίο χρησιμοποιείται για την θεραπεία διάφορων βακτηριακών λοιμώξεων, όπως λοιμώξεων της αναπνευστικής οδού, ουρολοιμώξεων, μηνιγγίτιδας, σαλμονέλλωσης και ενδοκαρδίτιδας.[1] Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την θεραπεία της στρεπτοκοκκική λοίμωξη στα νεογέννητα.[1] Λαμβάνεται σε πόσιμη μορφή, με ένεση σε μυ ή ενδοφλεβίως.[1]
Οι συνήθεις παρενέργειες της περιλαμβάνουν εξάνθημα, ναυτία και διάρροια.[1] Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε άτομα που παρουσιάζουν αλλεργία στην πενικιλλίνη.[1] Στις σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνεται η αναφυλαξία και η ψευδομεμβαρνώδης κολίτιδα από Clostridium difficile.[1] Ενώ χρησιμεύει σε άτομα που έχουν πρόβλημα στα νεφρά, ίσως χρειαστεί να μειωθεί η δοσολογία σε τέτοια άτομα.[1] Η χρήση της κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό φαίνεται να είναι ασφαλής.[1][2]
Η αμπικιλλίνη ανακαλύφθηκε το 1958 και η εμπορική της χρήση ξεκίνησε το 1961.[3][4] Βρίσκεται στον Πρότυπο Κατάλογο Βασικών Φαρμάκων του ΠΟΥ.[5] Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ταξινομεί την αμπικιλλίνη ως φάρμακο κρίσιμης σημασίας για την ανθρώπινη ιατρική.[6] Είναι διαθέσιμη ως γενόσημο φάρμακο[1] και σε συνδυασμό με σουλβακτάμη, η οποία είναι αναστολέας της β-λακταμάσης, ένα βακτηριακό ένζυμο που διασπά την αμπικιλλίνη και άλλα παρόμοια αντιβιοτικά.[7]