Αλβανική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αλβανική γλώσσα (Αλβανικά: gjuha shqipe), κοινώς και ως τα Αλβανικά (Αλβανικά: Shqipja) είναι γλώσσα που ομιλείται από περίπου 7,6[1] εκατομμύρια κατοίκους ως επί το πλείστον στα δυτικά της Βαλκανικής χερσονήσου σε χώρες όπως η Αλβανία (μητρική), Κοσσυφοπέδιο (μητρική), Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία (συνεπίσημη γλώσσα από το 2019, ομιλείται κυρίως στις περιοχές Τέτοβο, Γκόστιβαρ, Δίβρη και τα Σκόπια), ενώ περιστασιακώς ακούγεται και στην Ελλάδα (λόγω του ότι υπάρχει σημαντική αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα), στη νοτιοανατολική Ευρώπη, και από ένα μικρό αριθμό κατοίκων της Απουλίας, της Καλαβρίας και της Σικελίας στη νότια Ιταλία.
Αλβανικά | |
---|---|
Gjuha shqipe | |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες |
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή και αλβανικό αλφάβητο |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα |
|
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα |
|
ISO 639-1 | sq |
ISO 639-2 | alb και sqi |
ISO 639-3 | sqi |
SIL | als, aln, aae, aat |
Χάρτης των διαλέκτων της αλβανικής γλώσσας. |
Με εξαίρεση ένα, μέχρι τώρα μη εξακριβωμένο χειρόγραφο το οποίο φέρεται εν ονόματι «Θεοδώρου της Σκόδρας» (πιθανό να χρονολογείται περί το 1210[2]), καθώς και ορισμένες γραμμές στο χειρόγραφο Bellifortis [3], αυτά αν και υπό αμφισβήτηση έχουν προταθεί στις μαρτυρίες της αλβανικής. Ενώ κατά κύριο λόγο, η πρώτη επιβεβαιωμένη, γραπτή μαρτυρία της Αλβανικής προέρχεται από γράμμα του αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου Παύλου Αγγέλου (Paulus Angelus, στα Αλβανικά Pal Engjëll) το οποίο χρονολογείται στα 1462 [2].
Το παλαιότερο γνωστό τυπογραφημένο βιβλίο στα Αλβανικά είναι το Μεσάρι (Meshari) ή σύνοψη θείας λειτουργίας, γραμμένο από τον Γκιον Μπουζούκου (Gjon Buzuku), καθολικό ιερέα, το 1555 [4].
Το πρώτο αλβανικό σχολείο θεωρείται πως άνοιξε από τους Φραγκισκανούς το 1638 στο Πδαν (Pdhane). Η αλβανική γλώσσα έχει δανειστεί ένα πολύ μεγάλο αριθμό λέξεων όλως προερχόμενο από γειτονικές γλώσσες[5] και όχι μόνο, κάτι που δυσκόλεψε την αρχική κατάταξη της ως ξεχωριστής, Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.
Τη δεκαετία του 1850 τα Αλβανικά συμπεριλήφθησαν στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και αποτελούν ξεχωριστό κλάδο στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Η αλβανική είναι πιθανό να δανείζεται στοιχεία κάποιας γλώσσας προερχόμενης και από τη Μεσοποταμία, επίσης πιθανόν να δανείζεται και κάποια στοιχεία από προγενέστερες αρχαίες βαλκανικές γλώσσες, ενώ επίσης, όχι βέβαιον και λόγω χρονικής ασυμφωνίας, το αν δανείζεται και στοιχεία της ιλλυρικής ή της θρακικής. Δεδομένου του ότι αυτό δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ιστορικά, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τα αρχαία Ιλλυρικά και Θρακικά.
Τα Αλβανικά χωρίζονται κατά βάση σε δύο κύριες διαλέκτους: α) την Γκεγκική ομάδα, στη βόρεια Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και τη δυτική Βόρεια Μακεδονία, και β) την Τοσκική ομάδα, στη νότια και κεντρική Αλβανία. Από την Τοσκική πιθανόν να δανείζεται στοιχεία και η Αρβανιτική της Ελλάδας καθώς και η Αρμπερές (Αrbëreshë) της νότιας Ιταλίας.
Η επίσημη αλβανική γλώσσα είναι αποτέλεσμα συνόλου στοιχείων και των δύο διαλέκτων (Γκεγκική και την Τοσκική). Τα Αλβανικά έγιναν αποδεκτά επίσης και στις επίσημες γλώσσες του Κοσόβου και της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς και στις επίσημες γλώσσες μαζί με τα Σερβικά / Μαυροβουνιακά της πόλεως Ουλτσίν του Μαυροβουνίου, η οποία συνορεύει νοτιοδυτικά της Αλβανίας, λόγω της πλειοψηφίας κατοίκων αλβανικής καταγωγής στη συγκεκριμένη πόλη.
Η Αλβανική αναγνωρίσθηκε ως Επίσημη γλώσσα αφού καθιερώθηκε το 1908 στο Συνέδριο του Μοναστηριού και έχει 36 γράμματα.
Η επίσημη αλβανική γλώσσα χρησιμοποιεί κατά βάση το λατινικό αλφάβητο με κάποιες εν μέρει διαφοροποιήσεις (είτε στα γράμματα είτε στη χρήση συμβόλων), λόγω της πολυποικιλότητας καταγωγής.
Η αλβανική γλώσσα κατατάσσεται στις Ινδοευρωπαϊκές απομονωμένες γλώσσες.