Αγγλική Μεταρρύθμιση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αγγλική Μεταρρύθμιση[1] ήταν μια σειρά γεγονότων στην Αγγλία του 16ου αιώνα με την οποία η Εκκλησία της Αγγλίας αποσπάστηκε από την εξουσία του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Αγγλικανική Κοινωνία | |
Oργάνωση | |
---|---|
Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι | |
Υπόβαθρο | |
Χριστιανισμός • Χριστιανική Εκκλησία | |
Θεολογία | |
Τριάδα (Πατέρας, Υιος, Άγιο Πνεύμα) | |
Λειτουργία και Λατρεία | |
Βιβλίο της Κοινής Προσευχής | |
Αγγλικανικά Θέματα
Οικουμενισμός • Μοναχισμός |
Αυτά τα γεγονότα συνδέονταν, εν μέρει, με την ευρύτερη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, ενός θρησκευτικού και πολιτικού κινήματος το οποίο επηρέασε την άσκηση του Χριστιανισμού σε όλη την Ευρώπη κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου. Πολλοί παράγοντες συνεισέφεραν σε αυτή την διαδικασία: η παρακμή του φεουδαλισμού και η άνοδος του εθνικισμού, η άνοδος του κοινού δικαίου, η εφεύρεση της εκτυπωτικής πρέσσας και η αυξημένη κυκλοφορία της Βίβλου, η μετάδοση της καινούργιας γνώσης και των ιδεών μεταξύ των διανοουμένων και της ανώτερης και μεσαίας τάξης. Όμως, οι διάφορες φάσεις της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, η οποία επίσης κάλυψε την Ουαλία και την Ιρλανδία, καθοδηγούνταν ευρέως από αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική, στις οποίες η κοινή γνώμη βαθμιαία συγκατένευσε.
Βασισμένη στην επιθυμία του Ερρίκου Η΄ να ακυρώσει τον γάμο του, η Αγγλική Μεταρρύθμιση ήταν αρχικά περισσότερο ένα πολιτικό ζήτημα παρά μια θεολογική διαμάχη. Η πραγματικότητα των πολιτικών διαφορών μεταξύ Ρώμης και Αγγλίας επέτρεψαν στις αναπτυσσόμενες θεολογικές διαμάχες να έρθουν στο προσκήνιο.[2] Αμέσως πριν την ρήξη με την Ρώμη, ο Πάπας και οι γενικές σύνοδοι της εκκλησίας αποφάσιζαν το δόγμα. Το εκκλησιαστικό δίκαιο διεπόταν από τον κώδικα του κανονικού δικαίου με τελική δικαιοδοσία της Ρώμης. Οι εκκλησιαστικοί φόροι πληρώνονταν απευθείας στη Ρώμη και ο Πάπας είχε τον τελικό λόγο για τον διορισμό των επισκόπων. Η απόσχιση από τη Ρώμη έκανε τον Άγγλο μονάρχη Ανώτατο Κυβερνήτη της Αγγλικής εκκλησίας με την "Βασιλική Υπεροχή", έκτοτε καθιστώντας την Εκκλησία της Αγγλίας επίσημη εκκλησία της χώρας. Οι δογματικές και νομικές αντιδικίες εναπόκεινταν πλέον στον μονάρχη, και από τον παπισμό αφαιρέθηκαν τα έσοδα και ο τελικός λόγος στον διορισμό των επισκόπων.
Η δομή και η θεολογία της εκκλησίας ήταν ζήτημα άγριας διαμάχης επί γενεές. Αυτές οι αντιδικίες τελικά έληξαν με ένα πραξικόπημα (την "Ένδοξη Επανάσταση") το 1688, από την οποία αναδύθηκε μια εγκατεστημένη εκκλησία και ένας αριθμός αντικομφορμιστικών εκκλησιών των οποίων τα μέλη αρχικά υπέστησαν διώξεις οι οποίες σταμάτησαν με την πάροδο του χρόνου, όπως συνέβη και με την σημαντική μειονότητα ανθρώπων που παρέμειναν Ρωμαιοκαθολικοί στην Αγγλία, η εκκλησιαστική οργάνωση των οποίων παρέμεινε παράνομη μέχρι τον 19ο αιώνα.